Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Μητ. Σερβίων καὶ Κοζάνης κυρός Διονύσιος (Ψαριανός)

Ὅσα ἔγιναν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὣς τὴν Πεντηκοστή, ὅλα εἶναι μετὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ κι ὅλα ξεκινοῦν ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμό. Στὸ τροπάριο τῆς ἑορτῆς ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τὸν Εὐαγγελισμὸ «τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον», ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸ θεῖο αὐτὸ γεγονὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ στὴν ἱστορία τῶν ὅσων ὕστερα ἔγιναν καὶ σ’ αὐτὸ συνοψίζεται ὅλη ἡ ὑπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Τὸ μυστήριο τὸ «ἀπ’ αἰῶνος κεκρυμμένον», τὸ ἄγνωστο δηλαδὴ καὶ ἀπόρρητο μυστήριο τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, φανερώθηκε στὸν κόσμο μὲ τὸν Εὐαγγελισμό, μὲ τὸ μήνυμα ποὺ ἔφερε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πρὸς τὴν Παρθένο Μαρία.[…]
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, μὲ τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μᾶς παραδίδει τὸ διάλογο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ⋅ τί ὁ Ἀρχάγγελος εἶπε πρὸς τὴν παρθένο Μαρία καὶ πῶς ἐκείνη, περίφοβη καὶ κατάπληκτη τὸν ἄκουσε καὶ πῶς δέχτηκε τὸ οὐράνιο μήνυμα. «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη- ὁ Κύριος μετά σου⋅ εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί»· εἶναι τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, ὅταν ἐμφανίστηκε πρὸς τὴν παρθένο Μαρία. Μοναδικὸς χαιρετισμὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν τὸν ἄκουσε ἄλλος ἄνθρωπος· ὁ πρῶτος ἔπαινος τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴ γυναίκα, ἔπειτα ἀπὸ τὴν προγονικὴ ἀπόφαση.
Ἀλλὰ ὁ Ἀρχάγγελος δὲν εἶπε ἀκόμα τὸ σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο «οὐρανόθεν ἐπέμφθη». Δὲν ἦταν βέβαια μόνο γιὰ νὰ χαιρετίση καὶ ἐγκωμιάση τὴν Παρθένο. Γιατὶ τὰ πρῶτα αὐτὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι χαιρετισμὸς καὶ ἐγκώμιο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν παρθένο Μαρία. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τὰ πῆρε, ἔτσι καθὼς τὰ εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος καὶ τὰ ἔκαμε ὕμνο, ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ πανηγυρικοὺς ὕμνους πρὸς τὴν παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι βέβαια ἡ πρώτη φορά, ποὺ γίνεται λόγος γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μὰ ἐδῶ τὸ «κεχαριτωμένη» καὶ τὸ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί» λέγονται μὲ κάποια ἄλλη σημασία κι ἔχουν ἕνα ξεχωριστὸ νόημα. Οὔτε καὶ τὸ «ὁ Κύριος μετὰ σοῦ» θέλει νὰ πεῖ πὼς ὁ Θεὸς εἶναι μαζὶ μὲ τὴν παρθένο Μαρία, προστάτης καὶ βοηθός της. Ἡ συνέχεια στὰ λόγια τοῦ Ἀρχαγγέλου εἶναι ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτὰ ποὺ λέμε τώρα, ἡ ὀρθὴ ἐξήγηση τῶν λόγων τοῦ θείου χαιρετισμοῦ.
Καθὼς ἦταν φυσικό, ἡ παρθένος Μαρία φοβήθηκε στὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀγγέλου καὶ ταράχτηκε στὰ λόγια του, καὶ μήτε κατάλαβε τί ἤθελε νὰ πῆ ὁ χαιρετισμός. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἄγγελος τὴν καθησύχασε καὶ τῆς εἶπε⋅ «Μὴ φοβᾶσαι, Μαρία! Ἐσένα διάλεξε καὶ τίμησε ὁ Θεός. Θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης παιδί, καὶ θὰ τοῦ δώσης τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτὸς θὰ εἶναι μεγάλος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ ὀνομασθῆ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ⋅ καὶ θὰ δώση σ’ αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς τὸ βασιλικὸ θρόνο τοῦ πατέρα τοῦ Δαβίδ⋅ καὶ θὰ γίνη γιὰ πάντα βασιλέας τοῦ Ἰσραήλ· καὶ ἡ βασιλεία του θὰ εἶναι ἀτελεύτητη.
Μὲ ὅλ’ αὐτὰ ποὺ λέγει, ὁ Ἀρχάγγελος ἀκόμα δὲν ἀποκάλυψε τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Εἶπε τὸ τί θὰ γίνη, μὰ δὲν ἐξήγησε τὸ πῶς θὰ γίνη. Ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ γίνουν προϋποθέτουν μιὰ πρώτη καὶ φυσικὴ ἀρχὴ καὶ μιὰ αἰτία, ποὺ ἡ παρθένος Μαρία ξέρει καλὰ πὼς τώρα σ’ αὐτὴν δὲν συντρέχει. Εἶναι βέβαια μνηστευμένη μὲ τὸν Ἰωσήφ, μὰ ἀκόμα δὲν τὸν ξέρει γιὰ ἄνδρα της· κι ὅμως ὁ Ἄγγελος τῆς λέγει⋅ «ἰδού... συλλήψῃ ἐν γαστρί», δηλαδὴ τώρα κι ὅλα θὰ συλλάβης καὶ θὰ μείνης ἔγκυος. Αὐτὰ εἶναι ἀφύσικα καὶ ἀνεξήγητα πράγματα, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπορία ἀνεβαίνει στὸ λογισμό της καὶ ἡ ἐρώτηση ἔρχεται στὸ στόμα τῆς Παρθένου⋅ βάζει βέβαια στὸ νοῦ της μήπως αὐτὴ τὴ στιγμὴ τὴ γελοῦν τὰ μάτια της κι αὐτὸς ποὺ τῆς ὁμιλεῖ δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο ἡ ὑμνολογία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς ἑρμηνεύει σὲ ποιητικὴ γλώσσα τοὺς λογισμοὺς τῆς Παρθένου καὶ προεκτείνει τὸ διάλογο μεταξὺ τοῦ Ἀγγέλου καὶ τῆς Μαρίας⋅ «Φαίνῃ μοι ὡς ἄνθρωπος καὶ πῶς φθέγγῃ ρήματα ὑπὲρ ἄνθρωπον;», μοῦ φαίνεσαι γιὰ ἄνθρωπος καὶ πῶς τὰ λόγια σου εἶναι παραπάνω ἀπὸ ἀνθρώπινα λόγια;
Ἔφθασε τώρα ἡ στιγμὴ καὶ θὰ φανερωθῆ τὸ «ἀπ’ αἰῶνος μυστήριον», ποὺ δὲν εἶναι ὅλα ὅσα παραπάνω εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος, ἀλλὰ τοῦτο ποὺ θὰ πῆ τώρα, ἡ ξεχωριστὴ καὶ μοναδικὴ ἐνέργεια καὶ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὴν παρθένο Μαρία, γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν ὅλα τὰ παραπάνω. Αὐτὸ ποὺ θὰ πῆ ὁ Γαβριήλ, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου θὰ εἶναι μιὰ θεία πραγματικότητα μέσα στὴν ἄχραντη κοιλία τῆς Παναγίας, αὐτὸ πρώτη καὶ μόνη φορὰ ἀκούεται καὶ γίνεται τώρα⋅ «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοί»⋅ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἔλθη ἐπάνω σου καὶ θὰ σὲ σκεπάση ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου. Αὐτή τὴν ἴδια στιγμὴ «ὁ Λόγος σαρκοῦται». Καὶ θὰ γράψη ὑστέρα ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», καὶ θὰ δογματίση ἡ Ἐκκλησία ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, «ὁ ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθεὶς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων... δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατῆλθεν ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκώθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνηθρώπησεν».
Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ἐκεῖνο ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχή, ὅτι δηλαδὴ τὸ «ἀπ’ αἰῶνος μυστήριον», ποὺ φανερώνεται σήμερα εἶναι μαζὶ καὶ ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Καθὼς λοιπόν, ὅπως εἴδαμε, τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ μυστηρίου τῆς σάρκωσης, ἔτσι τὰ λόγια τῆς Παρθένου, στὰ ὁποῖα ἐρχόμαστε τώρα, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς φανέρωσης τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ.
Γενικὰ πρέπει νὰ ποῦμε πὼς ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σταυρωμένη συνείδηση καὶ ὕπαρξη σ’ ὅλη της τὴ ζωή. Τὰ λίγα λόγια τῆς παρθένου Μαρίας καὶ ἡ στάση της καὶ στὸν εὐαγγελισμὸ σήμερα καὶ σ’ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ περισσότερο σιωπᾶ καὶ πολὺ λιγώτερο ὁμιλεῖ, εἶναι μιὰ σταυρικὴ μαρτυρία, μέχρι τὴν τελευταία ὥρα, ποὺ στέκεται ἀμίλητη καὶ ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἡρωικὴ κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ υἱοῦ της, σταυρωμένη κι αὐτὴ μαζί του. Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια χαρακτηριστικὰ μᾶς λένε ὅτι σὲ κάθε περίσταση ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «συνετήρει πάντα... ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς»⋅ ἔβλεπε, ἤκουε καὶ σιωποῦσε. Αὐτὸ εἶναι ὁ Σταυρός, ἡ ἑκούσια καὶ ἀδιαμαρτύρητη παράδοση τοῦ ἀνθρώπου στὰ χέρια καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ ἡ ἑκούσια καὶ ἀδιαμαρτύρητη παράδοση καὶ σταύρωση τῆς Θεοτόκου ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμό, ἀπὸ τὰ τελευταῖα λόγια της πρὸς τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ⋅ «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου⋅ γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου»· ἀφήνομαι στὰ χέρια τοῦ Κυρίου⋅ ἂς γίνει σὲ μένα, καθὼς ἐσὺ τὸ λὲς κι ἐκεῖνος τὸ θέλει. Γιὰ νὰ καταλάβωμε ὅλο τὸ βάθος καὶ τὸ βάρος αὐτοῦ τοῦ λόγου, πρέπει νὰ προσέξουμε στὸ πὼς ἐδῶ ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ἀπότομα καὶ χωρὶς ἄλλη συνέχεια, κλείνει τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση καὶ τὸ λόγο γιὰ τὸν Εὐαγγελισμό. Ἀρκεῖται νὰ πῆ· «καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος». Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν ἀπόλυτη ὑποταγή, μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν ἑκούσια σταύρωση, ὁ ἄγγελος δὲν εἶχε πιὰ νὰ πῆ τίποτε περισσότερο κι ἔφυγε. Ἡ παρουσία τοῦ Σταυροῦ καλύπτει καὶ ἐξαφανίζει κάθε ἄλλη παρουσία, ὄχι μόνο τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγγέλων.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ ἀκρότατο σημεῖο καὶ τὸ ἀνερμήνευτο μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ προβάλλει ἀμυδρὰ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ κι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πορεύεται γιὰ νὰ φτάση στὸ Σταυρὸ καὶ γιὰ νὰ περάση ἀπὸ τὸ Σταυρὸ στὴν Ἀνάσταση. Καὶ ὁμιλεῖ γιὰ ἕνα σταυρό, ποὺ πρέπει νὰ σηκώση ὁ κάθε δικός του, ἂν θέλη στ’ ἀλήθεια νὰ εἶναι μαθητής του καὶ νὰ ἀκολουθῆ στὰ ἴχνη τὰ δικά Του. Μὰ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ρωτήσουμε⋅ Ποῦ συναντᾶται ὁ λόγος γιὰ τὸ Σταυρὸ μὲ τὴ νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων τοῦ καιροῦ μας; Πῶς ἀκούει ὁ κόσμος σήμερα, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ πῶς ἀκοῦμε τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἑκούσια ὑποταγὴ καὶ σταύρωση; Δὲν μᾶς μένει ἄλλο παρὰ νὰ προσευχώμαστε⋅ σὲ κείνους ποὺ ὁμολογοῦν Χριστὸ νὰ δίνη ὁ Θεὸς ὑπομονὴ καὶ πίστη, καὶ κείνους ποὺ χάνονται στὴ θάλασσα τοῦ κόσμου νὰ τοὺς ὁδηγήση γιὰ νὰ βροῦν τὴ σωτηρία τους μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν θέλησε ποτὲ νὰ ξεγελάση ἢ νὰ βιάση τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ κάμη ὀπαδούς. Τοὺς καλεῖ ὅλους καὶ τὸν ἀκολουθεῖ ὅποιος θέλει⋅ ὅποιος εἶναι ἕτοιμος νὰ σηκώση τὸ σταυρό του καὶ νὰ σταυρωθῆ μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ ὀπαδούς, ἀλλὰ θέλει πιστούς, κι ἂς εἶναι καὶ λίγοι. Οἱ ὀπαδοὶ εἶναι γιὰ νὰ φωνάζουν στὸ δρόμο, οἱ πιστοὶ σηκώνουν τὸν σταυρό τους καὶ σιωποῦν, σὰν τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο⋅ εἶπε τὸ «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου».
Ὁ Εὐαγγελισμὸς μέσα στὸ Σταυρὸ καὶ ὁ Σταυρὸς μέσα στὸν Εὐαγγελισμό. Σήμερα «ὁ Λόγος σαρκοῦται», γιὰ νὰ φτάση ὡς ἄνθρωπος στὸ Σταυρὸ καὶ νὰ φέρη ὡς Θεὸς τὸν κόσμο στὴν Ἀνάσταση. Τὴν Μητέρα, Παρθένο καὶ Θεοτόκο καὶ τὸν υἱό της Ἰησοῦ Χριστὸ ἐπάνω στὸ Σταυρὸ ὅλοι οἱ πιστοὶ «ἀξίως νῦν μεγαλύνομεν». Ἀμήν.
π. Νικόλαος Λουδοβίκος

Η εποχή της παράλυσης και ο επαναπροσδιορισμός της ελληνικής ταυτότητας.

Καταρχήν εγώ έχω μια τελείως διαφορετική προσέγγιση όσον αφορά στο πρόβλημα της ταυτότητας. Δεν υπάρχει ταυτότητα που να μην είναι σε κρίση, και μάλιστα η εθνική ταυτότητα. Ξέρετε, αυτό συνάπτεται και με την έννοια του έθνους και είναι σημαντικό να εξετάσουμε το πως εξελίχθηκε αυτή η έννοια της εθνικής ταυτότητας. Υπήρξε μια ομάδα στοχαστών στα θέματα αυτά οι οποίοι εν πολλοίς αντιπαρατέθηκαν μεταξύ τους. Αυτοί οι άνθρωποι ωστόσο δημιούργησαν μια εικόνα για την έννοια του έθνους, την οποία έχουμε σήμερα. Ας μην μπούμε σε αυτή τη συζήτηση γιατί είναι τεράστια, μπορούμε εάν θέλετε…
Ας το εξερευνήσουμε λίγο…
 
Εντάξει, μόνο περιληπτικά, γιατί θα μας ξεστράτιζε…Κοιτάξτε, σε μια προηγούμενη εποχή το έθνος θεωρείτο από τους Γκέλνερ, τον Άντερσον, τον Χομπσμπάουμ κλπ, ότι είναι ένα εφεύρημα. Αυτοί λοιπόν υποστήριζαν, λίγο ή πολύ, ότι το έθνος είναι ένα εφεύρημα το οποίο κατά κάποιο τρόπο γεφυρώνει ένα αποξενωμένο κράτος με ένα πραγματικό λαό, μια φανταστική κοινωνία, όπως έλεγε ο Άντερσον, ανθρώπων που δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλο. Θεωρούσαν τελοσπάντων ότι ήταν μια κατασκευή.
 
Φτάσαμε στη νεότερη εποχή σε μια πιο θετική αντίληψη για το έθνος με τον Μίροσλαβ Χροχ και τον Άντονι Σμιθ, ας πούμε. Είναι αντικειμενικές κοινωνικές οι σχέσεις το έθνος, λένε αυτοί. Λέει ο Σμίθ ότι είναι μια πραγματικότητα το έθνος, ένα ανθρώπινο σύνολο με τους μύθους, αναμνήσεις, οικονομία, κουλτούρα, υποχρεώσεις και τα λοιπά. Επομένως, πρέπει να δούμε πώς τίθεται το θέμα της ταυτότητας. Σύμφωνα με τη δική μου κρίση, η καλύτερη βοήθεια που μπορούμε να λάβουμε για να το καταλάβουμε αυτό, είναι η Λακανική αντίληψη περί έθνους, όπως αναπτύχθηκε από ορισμένους διανοητές στις μέρες μας. Η κατανόηση δηλαδή του έθνους ως μίας ταυτότητας πάντα σε κρίση.
 
Να το καταλάβουμε λοιπόν με ψυχαναλυτικούς όρους το έθνος και θα δείτε γιατί είναι πολύ βοηθητικό αυτό που σας λέω. Όλα τα έθνη κάνουν την ταυτότητά τους μέσα από μια μυθοποιημένη αντιπαλότητα, με πολλούς άλλους γύρω τους. Μία μυθοποιημένη αντιπαλότητα η οποία ουσιαστικά επιδιώκει να εξηγήσει την έλλειψη, την ιστορική έλλειψη με μια αναγωγή σε ένα παρελθόν που μου το αφαίρεσε κάποιος κακός, Σε κάποιο παρελθόν υπήρξε μια πληρότητα, έτσι δεν είναι; Αυτή λοιπόν την χαμένη πληρότητα μού την έκλεψε κάποιος και πρέπει να εξηγήσω την έλλειψη. Έτσι αυτός ο κάποιος είναι ένας αποδιοπομπαίος τράγος, δηλαδή αυτή η μυθοποιημένη έχθρα, η οποία γεννά την ταυτότητα.
 
Η ταυτότητα είναι μία συνέχεια λόγων, οι οποίοι επιδιώκουν να εξηγήσουν, γι’ αυτό είπα ότι είναι πάντα σε κρίση, το γιατί είναι δυνατόν να χαθεί αυτή η πληρότητα του παρελθόντος μέσω του μυθοποιημένου εχθρού ή αποδιοπομπαίου τράγου. Οπότε η έννοια της ταυτότητας είναι μια τάση επιστροφής στο ιδεώδες αυτής της πληρότητας και της απόλαυσης. Και επειδή δεν μπορούμε να την κάνουμε άμεσα αυτή την επιστροφή, έχουμε διάφορες πρακτικές όπως είναι τα φεστιβάλ, οι τελετές και τα λοιπά και οι οποίες μας επιτρέπουν κατά κάποιο τρόπο να μνημονεύουμε συνεχώς την πιθανότητα να επιστρέψουμε στην πληρότητα αυτή τη χαμένη του παρελθόντος. Όλες οι εθνικές ταυτότητες είναι σε κρίση!
 
«Όλα τα έθνη κάνουν την ταυτότητά τους μέσα από μια μυθοποιημένη αντιπαλότητα, με πολλούς άλλους γύρω τους. Μία μυθοποιημένη αντιπαλότητα η οποία ουσιαστικά επιδιώκει να εξηγήσει την έλλειψη, την ιστορική έλλειψη με μια αναγωγή σε ένα παρελθόν που μου το αφαίρεσε κάποιος κακός, Σε κάποιο παρελθόν υπήρξε μια πληρότητα, έτσι δεν είναι; Αυτή λοιπόν την χαμένη πληρότητα μου την έκλεψε κάποιος και πρέπει να εξηγήσω την έλλειψη»
Έχετε ζήσει και σπουδάσει στο εξωτερικό. Πώς το αντιλαμβάνεστε να συμβαίνει αυτό που μου λέτε εκεί;
 
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια τώρα πηγαινοέρχομαι στην Αγγλία και η αγγλική ταυτότητα είναι σε κρίση. Δεν υπάρχει σοβαρό περιοδικό, που να μη συζητάει το πρόβλημα της ταυτότητας. Ποιοι είμαστε; (το τονίζει). Επίσης, η αμερικανική ταυτότητα είναι σε κρίση, θυμάστε αυτό το έργο του Χάντιγκτον «Who are we?» (Ποιοι είμαστε;) μεταφράστηκε και στα ελληνικά και προσπαθεί να προσδιορίσει τα στοιχεία εκείνα τα οποία κατά κάποιο τρόπο δημιουργούν πάντοτε την αίσθηση ότι απειλούμαστε, ότι ήμασταν κάποιοι που δεν είμαστε πια και ότι έχουμε ένα μέλλον που κάποιοι θέλουν να μας το στερήσουν. Θυμάστε αυτό που έλεγε ο Μπους μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001; Έλεγε: «Μας μισούνε γιατί είμαστε καλοί». Καταλαβαίνετε ότι αυτό δεν είναι τόσο απλοϊκό, όσο φαίνεται. Στη Γαλλία αν πάτε, θα ακούσετε να λένε ότι χάνεται η γαλλική κουλτούρα. Δεν λέω για τη Γερμανία, οι Γερμανοί είναι πολλαπλώς τραυματισμένοι, έχουν χαθεί και ξαναβρεθεί πάμπολλες φορές και έχουν την αίσθηση ότι κινδυνεύουν και αντιδρούν με τον τρόπο τους. Δεν υπάρχει έθνος στο οποίο να μη βρείτε φανταστικούς εχθρούς και φανταστική πληρότητα, όπως και τον μύθο της έλλειψης και αυτόν τον κάποιο που τους αφαίρεσε την πληρότητα. Επίσης θα βρείτε μια μυθοποιημένη κατασκευή του γιατί καταντήσαμε εδώ. Επειδή στην Ελλάδα η παρούσα κατάσταση είναι μία κατάσταση μη πλήρους ιστορικής κυριαρχίας, οι μύθοι αυτοί είναι καταθλιπτικοί. Εντάξει, μιλάω σαν παλιός ψυχολόγος.
 
Υποφέρουμε όμως σαν λαός…
 
Ναι, γιατί πρόκειται για μια εξοντωτική αυτοκριτική και ο αποδιοπομπαίος τράγος έχει μεταφερθεί σ' εμάς τους ίδιους. Όπως λέει και η κ. Αρβελέρ, η οποία έχει ασχοληθεί με τα θέματα αυτά, φανταστείτε, λέει, ο τόπος αυτός είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει απελευθερώσει την πρωτεύουσα της. Αυτό το πράμα έχει μια συνεχή κρίση ενοχής. Είναι ενοχική η νεοελληνική αυτοσυνειδησία. Ενοχική! Και μια επιπλέον αιτία είναι ότι για λόγους καθαρά ιστορικούς, δεν συνέβη η συνήθης διαδικασία κατασκευής θεσμών που έγινε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
 
Αλήθεια πώς γίνονται οι θεσμοί;
 
Οι θεσμοί δεν επιβάλλονται ούτε διά της βίας ούτε άνωθεν. Οι θεσμοί, όπως έχουν δείξει διαπρεπείς κοινωνιολόγοι, για παράδειγμα ο Νόμπερτ Ελίας, ο οποίος είναι αυθεντία σε πάνω σ' αυτό το θέμα, δημιουργούν μια εσωτερίκευση κοινών συμπεριφορών, τάσεων, ιδεολογιών, και τα λοιπά. Αυτό όμως θέλει χρόνο και ελευθερία για να γίνει.
 
«Είναι ενοχική η νεοελληνική αυτοσυνειδησία» Εμείς πού αποτύχαμε;
 
Εμείς δεν είχαμε ελευθερία για 500 χρόνια. Είναι δυνατόν να κάνει κανείς ελεύθερη αναχώνευση των κοινών πρακτικών και στάσεων και όλα αυτά που σας περιέγραψα προηγουμένως φέρνοντας σας για παράδειγμα τον Άντονι Σμιθ και τους κοινούς μύθους, τις αναμνήσεις, την κουλτούρα, τις υποχρεώσεις, κοινωνικές τάσεις. Πώς μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά, όταν έχεις από πάνω σου έναν δυνάστη, όταν αισθάνεσαι ότι δε σου ανήκει η ιστορία; Εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα και εδώ είναι που διαφωνώ τόσο πολύ με ανθρώπους σαν τον Στέλιο τον Ράμφο και με άλλους, οι οποίοι έχουν μια αφελή αντίληψη του γεγονότος του γιατί τα πράγματα στην Ελλάδα είναι έτσι.
 
Θέλω να το ξαναπώ. Αν είχαμε ιστορική συνέχεια όλα τα πολύ μεγάλα επιτεύγματα, τα οποία στα δικά μου τα βιβλία προσπαθώ να αναλύσω, μέχρι τον 14ο αιώνα θα εσωτερικεύονταν σιγά-σιγά, θα περνούσαν τις κρίσεις τους, αλλά θα εσωτερικεύονταν. Όλες οι ιστορικές οντότητες περνούν κρίσεις. Και στο Βυζάντιο ήταν αλλιώς μέχρι τον 11ο αιώνα και σταδιακά άρχισε να γίνεται αυτή η φυσιολογική φθορά και πτώση, η οποία συνέβη αρχίζοντας από τους εξωτερικούς εχθρούς, για παράδειγμα όταν ο Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε απ' τον Αλπ Αρσλάν στο Μαντζικέρτ το 1071 και τον πάτησε ο Αλπ Αρσλάν συμβολικά στο σβέρκο, ταπεινώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αυτοκρατορία. Από εκεί και πέρα, αρχίζει μια μεγάλη κρίση, ενοχική κρίση ταυτότητας στο Βυζάντιο η οποία θα οδηγήσει και σε αποσάθρωση των θεσμών. Οι θεσμοί ήταν ισχυροί στο Βυζάντιο, ήταν ισχυροί γιατί είχε και το ρωμαϊκό στοιχείο, που ήταν πολύ ισχυρό. Όπως είπε ο Ζαμπέλιος, το Βυζάντιο είναι κρίσιμη ενότητα, υπάρχει ο ελληνισμός, υπάρχει ο ρωμαϊσμός και υπάρχει και ο χριστιανισμός.
 
Παρά ταύτα, είχαμε μια ιδιοτυπία στο σημείο αυτό. Εγώ το περιγράφω σ’ ένα από τα βιβλία μου ως μικροϊστορική αντίληψη, με την καλή έννοια, δηλαδή ήταν πιο ανθρώπινη η ιστορία αυτή, πιο εσχατολογική με την καλή έννοια. Δηλαδή δεν είχε η ιστορία ένα κεντρικό τεράστιο σκοπό, τον οποίο πρέπει να υπηρετήσεις πεθαίνοντας γι' αυτόν. Το κράτος ενσωμάτωνε περισσότερους σκοπούς, ένας από αυτός ήτανε η χριστιανική κοινωνία, ας πούμε. Για να υπάρχει η κοινωνία, είχε και πνευματικούς λόγους.
 
Εδώ είναι και η διαφορά μεταξύ του Φώτιου και του Μακιαβέλι
 
Πράγματι, εάν διαβάσετε τα έργα του Μεγάλου Φωτίου σε σύγκριση με τον Μακιαβέλι, τον Ηγεμόνα, θα δείτε μια μεγάλη διαφορά στο πώς φαντάζεται ο ένας τον πρίγκηπα και πώς τον φαντάζεται ο άλλος. Ο πρίγκιπας του Μεγάλου Φωτίου, ο Ηγεμών, είναι ένα ον το οποίο παιδαγωγεί την κοινωνία του με πνευματικές αρχές και έχει την αίσθηση ότι κοινωνία είναι μια πνευματική τελικά κοινωνία, με ένα σκοπό να εκπληρώσει, την κατ' εικόνα του Θεού στον άνθρωπο και όχι μια αυτόνομη κοινωνία. Του Μακιαβέλι, είναι αυτόνομη πια η κοινωνία λόγω των μεγάλων αλλαγών που έχουν γίνει στην αντίληψη του κράτους, μετά τον Θωμά τον Ακινάτη. Αυτά είναι θέματα τα οποία μπορούμε να συζητήσουμε δια μακρόν, αλλά εκείνο που θέλω να σας πω είναι ότι στο Βυζάντιο υπήρχε μία εξατομίκευση και, επιμένω σ' αυτό, πρώιμη! Υπήρχε μια αντίληψη για το σώμα, για παράδειγμα, πάρα πολύ υψηλή, ήδη από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τον Γρηγόριο τον Παλαμά.
 
Τον 14ο αιώνα ο ησυχασμός έχει μια πολύ υψηλή αντίληψη για το σώμα. Όλη η ιστορία ενάντια στο Βαρλαάμ, ενάντια στις αντιπάλους του Παλαμά, ήτανε ακριβώς για το αν τα συναισθήματα και το σώμα μετέχουν στη θεοπτία. Στη Δύση την ίδια εποχή δεν υπάρχει η παραμικρή υποψία ότι μπορούμε να έχουμε μετοχή στη θεογνωσία του σώματος και των συναισθημάτων. Μάλιστα σύμφωνα με τον Θωμά τον Ακινάτη δεν μπορούμε να έχουμε με τίποτα θέα του Θεού, γιατί ακριβώς είμαστε δεμένοι με ένα σώμα, μόνο μετά θάνατον μπορούμε. Εδώ όμως, στην ελληνική παράδοση, έχουμε μια καταξίωση του σώματος και της υλικότητας και των συναισθημάτων επίσης. Λέει ο Βαρλαάμ στον Παλαμά: «Μόνον νους είναι ο Θεός», μόνο με νου μπορούμε να τον συναντήσουμε. Και λέει ο Παλαμάς: «Όχι, αλίμονο, του Θεού ημάς εχώρισας». Μας χωρίζεις δηλαδή με κάτι που αγαπάμε. Αυτή η σύναξη του νου μέσα στην καρδιά, που είναι το κέντρο της ησυχαστικής προσευχής, είναι η ενοποίηση των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου και αυτό είναι πολύ μοντέρνο.
 
Στον σημερινό άνθρωπο, εάν του μιλήσετε και του πείτε θα βρεις την εσχάτη αλήθεια μόνο με το νου θα σου πει «Όχι! Θέλω να τη βρω μέσα σ' ένα σώμα» όπως έλεγε ο Ρεμπώ. Σας είπα μόνο αυτό. Πάμε πάλι στον Παλαμά. Η υποστατική συνενέργεια, όπως την ονομάζω σ’ ένα από τα βιβλία μου, δηλαδή το γεγονός ότι δεν είναι ο Θεός όπως είναι στον Ακινάτη, μια παθητική ενέργεια επάνω μου, αλλά είναι ένας διάλογος συνεργειών.
 
Όμως ο αντίλογος είναι ότι εμείς απορρίψαμε τη λογική και μείναμε μόνο με το συναίσθημα, ενώ στην Ευρώπη, το υποστηρίζει και ο κ. Ράμφος αυτό, χρησιμοποίησαν και τα δύο.
 
Είναι λάθη σοβαρά αυτά τα οποία προέρχονται από μία παράδοξη έλλειψη γνώσης των πραγμάτων και παρόλα που τα λέμε εδώ και χρόνια δημοσίως στον κ. Ράμφο, δυστυχώς δεν θέλει με τίποτα να το αναγνωρίσει. Σας ρωτώ: πώς είναι δυνατόν να λέει ότι υποβαθμίστηκε η λογική; Ας αφήσουμε το γεγονός ότι την ίδια εποχή το cogito δεν υπάρχει πουθενά, είναι σοβαρός αναχρονισμός. Εάν πάτε στη Δύση και διαβάσετε τον Ακινάτη, δεν πρόκειται να σας πει ότι με τη λογική φτάνεις να δεις τον Θεό. Θα σας πει ότι με τη λογική ο Θεός είναι παντελώς ακατανόητος.
 
Στη συνομιλία που είχα με τον κ. Ράμφο μου κάνει λόγο για τη σύγκρουση Ακινάτη - Αβερρόη, όπου ηττάται ο Αβερρόης και εκεί κατοχυρώνεται η δυτική σκέψη, νικάει το άτομο.
 
Αυτά είναι εύκολα να τα λέει κανείς. Ας δούμε τα κείμενα, εγώ μιλάω ως ειδικός γι’ αυτά τα θέματα. Έχω γράψει πάρα πολλά, δυστυχώς τα περισσότερα στα αγγλικά και προσπαθούμε να τα μαζέψουμε για να μεταφραστούν στα ελληνικά.
 
Η ατομικότητα, όπως κατοχυρώνεται στον Ακινάτη, κατοχυρώνεται μ' έναν τραυματικό τρόπο. Δηλαδή κατοχυρώνεται από έναν Θεό, ο όποιος είναι κλεισμένος στον εαυτό του με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να κλειστεί επίσης στον εαυτό του, αλλά αυτό το αυτοαναφορικό υποκείμενο, όπως το έχω ονομάσει, είναι ένα τραύμα για τη δυτική σκέψη. Και το πόσο τραύμα είναι φαίνεται ξεκάθαρα από το πως έχουμε στην πραγματικότητα την εξέλιξη αυτού του πράγματος. Δηλαδή το αυτοαναφορικό υποκείμενο γίνεται πραγματικά μετά τον Φράνσις Μπέικον και τον Ντεκάρτ (Καρτέσιος), γίνεται ο κύριος και ο κάτοχος της ιστορίας, γεννιέται η θέληση για δύναμη έτσι. Γεννιέται η κοσμοκυριαρχία και όπως λέει ο Καντ και ο Φίχτε (Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, θεωρείται πατέρας του γερμανικού ιδεαλισμού και του γερμανικού εθνικισμού) «το εγώ είναι ο κάτοχος του κόσμου, θέλω να είμαι ο κύριος της φύσης και του κόσμου και όλοι άλλοι πρέπει να είναι υπηρέτες μου».
 
Και έτσι φτάνουμε στον Μαρκήσιο Ντε Σαντ…
 
Ακριβώς, είναι η θέληση για δύναμη η οποία γεννιέται έτσι. Αυτό δεν το βλέπει ο κ. Ράμφος; Πάντως το βλέπουν όλοι οι άλλοι, γι’ αυτό και έχουμε θαυμαστά βιβλία σήμερα, όπως αυτό που έχω στα χέρια μου «Το βασίλειο του ανθρώπου» του Ρεμί Μπραγκ και έχει υπότιτλο «η γέννηση και η αποτυχία του μοντέρνου σχεδίου», βγήκε μόλις πριν από λίγους μήνες. Έχω ένα παράπονο με αυτούς τους ανθρώπους που δεν ασχολούνται με το τι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη. Δηλαδή σήμερα να μιλήσουμε σοβαρά για το cogito (cogito ergo sum – σκέφτομαι άρα υπάρχω) και να πούμε ότι αποτελεί επιτυχία, τη στιγμή που είναι η πληγή της Δύσης, ε, αυτό είναι σοβαρότατο σφάλμα. Γι' αυτό και ακριβώς βλέπετε ότι η μεγαλύτερη ανακάλυψη και στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία είναι η διυποκειμενικότητα στη Δύση. Το ζητούμενο αυτό είναι η επανάσταση του Φρόυντ που έδειξε πως δια του ασυνείδητου έχω μια αναφορικότητα στον Άλλον. Ο Λακάν, που ήταν για μένα ο δάσκαλός μου στην ψυχανάλυση έδειξε ότι η επιθυμία είναι βασικά αναφορική, δηλαδή επιθυμώ ενσωματώνοντας την επιθυμία του Άλλου.
 
Ουσιαστικά η επιθυμία συνειδητά ενσωματώνει τον Άλλον. Δεν είμαι μόνος! Δεν υπάρχει αυτό το φοβερό όνειρο, αυτό το αναχρονιστικό όνειρο ενός υποκειμένου, το οποίο ναι μεν δημιουργεί την ιστορία ως έκρηξη δημιουργικότητας τον 17ο - 18ο αιώνα, αλλά την καταποντίζει αμέσως μετά σε τρομακτικούς Παγκόσμιους Πολέμους, σε δικτατορίες, σε άγριο καπιταλισμό, στη σημερινή κρίση. Γιατί αυτοί οι καλοί άνθρωποι, αυτοί οι καλοί μου φίλοι, δεν τα βλέπουν αυτά άραγε; Είναι τόσο ξεκάθαρο και τόσο απλό.
 
Εσείς πώς μπορέσατε και τα είδατε δεδομένης της διαδρομής - άθεος, μαρξιστής;
 
Εγώ ξεκίνησα από αυτό το πράγμα και μετά γνώρισα τη θεολογία. Όπως και να έχει αυτό που θέλω να πω είναι πως όταν το Βυζάντιο μας δίνει μία πληροφορία για τη συνενέργεια όπως είπα, για τον Παλαμά ή αυτό που είπα σε ένα μου βιβλίο για τον άγιο Μάξιμο, για τη θεολογική αμοιβαιότητα (A Eucharistic Ontology: Maximus the Confessor's Eschatological Ontology of Being as Dialogical Reciprocity). Γιατί να μην αξιολογηθούν αυτά σήμερα;
 
Ξεκινάμε ουσιαστικά έχοντας στις αποσκευές μας θαυμαστά πράγματα με τα οποία μπορούμε να κόψουμε δρόμο, όπως έλεγε κάποτε ο Ράμφος. Και για να κόψεις δρόμο δεν ακολουθείς τον άλλο ασθμαίνοντας, αλλά πρέπει πραγματικά να κόψεις δρόμο να μπορέσεις να φτάσεις στα σημερινά αιτήματα. Να η απάντηση στα σημερινά αιτήματα, διενεργείται έτσι. Όταν λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ότι ο άνθρωπος δεν είναι το σώμα αυτού, ούτε η ψυχή του μόνο, ούτε το άθροισμά τους, αλλά το όλον αυτού και βάζει μέσα εδώ τη βούληση, το φυσικό θέλημα, δηλαδή μια αυτοσκηνοθεσία του ανθρώπου, μία αυτοδημιουργία του συνεχή, εν διάλογο βέβαια με τον Θεό και με τους άλλους καταλαβαίνετε πως αυτά είναι πολύ προχωρημένα πράγματα. Εάν τα κατανοήσει κανείς, χαίρεται και είναι ένας τρόπος να συνομιλήσεις με τους σημερινούς. Εγώ συνδιαλέγομαι άνετα σήμερα με τους φιλοσόφους, τους ψυχολόγους και τους θεολόγους.
 
Το ενδιαφέρον είναι ότι τη συζήτηση αυτή την κάνετε κυρίως πλέον στο εξωτερικό.
 
Μα, ναι! Τα τελευταία επτά οκτώ χρόνια γράφω μόνο αγγλικά και τα τελευταία μου δύο βιβλία είναι μεταφράσματα και τώρα έχω πρόβλημα δεν ξέρω πως να τα μαζέψω.
 
Μιλάτε έναν διαφορετικό ορθόδοξο λόγο, από αυτό που ξέραμε μέχρι σήμερα και τον δένετε με τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση. Πώς αντιλαμβάνεστε την ελληνική πραγματικότητα;
 
Κοιτάξτε, η λάθος αυτοκριτική, λένε οι ψυχαναλυτές, μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Δεν χρειάζεται κατάθλιψη αυτήν τη στιγμή, έχουμε τα βάσανά μας και να έρχεται κάποιος και να σου λέει επιπλέον ότι είσαι και λάθος από την αρχή σου. Ε αυτό είναι συντριβή, είναι η συνταγή της απόλυτης υποταγής! Κοιτάξτε να σας πω, αυτός ο λαός κινδυνεύει από αυτοδιάλυση!
 
«Η λάθος αυτοκριτική, λένε οι ψυχαναλυτές, μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Δεν χρειάζεται κατάθλιψη αυτήν τη στιγμή, έχουμε τα βάσανά μας και να έρχεται κάποιος και να σου λέει επιπλέον ότι είσαι και λάθος από την αρχή σου. Ε αυτό είναι συντριβή, είναι η συνταγή της απόλυτης υποταγής!»
Όπως αντιλαμβάνομαι από τη συζήτηση που κάνουμε, στο εξωτερικό παραδόξως είναι πιο εύκολο να βρείτε συνομιλητές απ’ ότι στη χώρα μας.
 
Πράγματι, δεν αντιλαμβάνονται. Έχω γράψει και στα ελληνικά αρκετά πράγματα, ποιος αντιλαμβάνεται; Αρχίζοντας από τον Ράμφο, ο άνθρωπος δεν συνδιαλέγεται με κανέναν.
 
Μου έχει κάνει εντύπωση η σκέψη του κ. Καραμπελιά…
 
Εκτιμώ τον κ. Καραμπελιά, πραγματικά τον εκτιμώ. Ξεκίνησε από εκεί που ξεκίνησε και είναι από τους λίγους Έλληνες που έχουν κάτι να πουν σήμερα. Οι περισσότεροι έχουν την ευτυχία του μεταπράτη, του παραδομένου μεταπράτη. Σας είπα κάτι προηγουμένως, ότι όλες οι ταυτότητες είναι σε κρίση και δεν είναι παράξενο ότι είμαστε σε κρίση, αλλά αυτό δεν σημαίνει αυτοφαγία, αυτοκαταστροφή.
 
Εκείνο το οποίο συνέβη στον τόπο αυτό είναι ιστορικά αναγνώσιμο πάρα πολύ άνετα. Δεν είχαμε τον χρόνο και τον χώρο να κάνουμε θεσμούς με τον τρόπο που φυσιολογικά αυτοί οι θεσμοί γίνονται από ένα σημείο και πέρα. Δηλαδή ο νόμος παρακμής των ιστορικά ισχυρών ανήκει σε όλους. Ξέρετε, θυμάμαι μια φορά όταν είχα πάει στο Κέιμπριτζ, πριν από 20 χρόνια, ένας λοιπόν από τους φίλους μου, καθηγητής εκεί, μου είπε την εξής φοβερή φράση που ήταν πολύ βοηθητική. Μου λέει λοιπόν: «Απ’ όλους τους Ευρωπαίους, μόνο εμείς οι Άγγλοι μπορούμε να σας καταλάβουμε». Τον ρωτάω και εγώ γιατί αυτό και μου απαντά: «Διότι και εμείς χάσαμε μια αυτοκρατορία και ουδέποτε συνήλθαμε». Δηλαδή οι ταυτότητες οι ευρωπαϊκές, οι περισσότερες, είναι καταθλιπτικές ταυτότητες, αλλά όχι τόσο πολύ όσο εμείς. Γιατί αυτοί δεν είχαν και δεν έχουν τη συλλογική ενοχή ότι δεν ελευθέρωσαν την πρωτεύουσά τους. Δεν έχουν τη συλλογική ενοχή ότι δεν κατάφεραν να ενσωματωθούν στο ευρωπαϊκό και γίγνεσθαι, διότι δεν είχαν 500 χρόνια σκλαβιάς, είναι απλό αυτό. Και δεν φταίει η σκλαβιά, φταίει το γεγονός ότι δεν μπορείς να αρθρώσεις συλλογική ταυτότητα σ' αυτήν την κατάσταση. Θα έπρεπε να είμαστε λίγο πιο ισορροπημένοι με τον εαυτό μας και με την ιστορία μας και σ' αυτό θα βοηθούσε πάρα πάρα πολύ να αντιληφθούμε το γεγονός ότι παρά ταύτα, έχουμε κάνει φοβερά βήματα.
 
Εμένα, ο παππούς μου, είμαι στη Θεσσαλονίκη αυτή στιγμή, ο παππούς λοιπόν πολέμησε για να ελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη και μπήκε μέσα εδώ πριν από 100 χρόνια νικητής. Δηλαδή σκεφτείτε είναι μόλις προχθές η ιστορία. Είναι μεγάλη υπόθεση ότι αυτός ο διαλυμένος, ο κατεστραμμένος λαός, αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα προβλήματα τα οποία έχει και τα οποία τα δημιουργήσαμε εμείς σε μεγάλο βαθμό, δεν τα δημιούργησαν μόνο οι ξένοι.
 
Πού οφείλεται η κρίση;
 
Ο Έλληνας έχοντας εγκαταλείψει, λόγω συλλογικής κατάθλιψης, την προσπάθεια να μπει στην ιστορία ξανά, έχει δημιουργήσει αυτόν τον παρασιτικό τρόπο βίου, ο οποίος σίγουρα δεν οφείλεται στο Βυζάντιο. Το Βυζάντιο έφτασε στην κορυφή και έμεινε στην κορυφή για πολλούς αιώνες, οφείλεται στη νεότατη αυτή κρίση ταυτότητας που συντηρούν άνθρωποι σαν τον Ράμφο σήμερα.
 
«Ο Έλληνας έχοντας εγκαταλείψει, λόγω συλλογικής κατάθλιψης, την προσπάθεια να μπει στην ιστορία ξανά, έχει δημιουργήσει αυτόν τον παρασιτικό τρόπο βίου, ο οποίος σίγουρα δεν οφείλεται στο Βυζάντιο»
Εγώ ζω στο πανεπιστημιακό χώρο. Γιατί όλοι οι φοιτητές μου είναι απογοητευμένοι; Μήπως έχουν διαβάσει Φιλοκαλία; Οι θεολόγοι ακόμη δεν ξέρουν τη Φιλοκαλία.
 
Στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών υπάρχει μια αντίδραση σε οτιδήποτε προέρχεται από την εκκλησία. Φαίνεται επίσης ότι η εκκλησία δεν μπορεί να αρθρώσει λόγο που να ακουμπάει την κοινωνία.
 
Κοιτάξτε τους καταλαβαίνω ώς ένα σημείο, γιατί και εγώ άθεος υπήρξα, αλλά να κάθεσαι και να λες παλαβές ιδέες…Δεν έχω δει και κανέναν ποτέ, συζητώ δημόσια χρόνια, δεν βρήκα έναν άνθρωπο σοβαρό που να ξέρει την ορθοδοξία και να την έχει απορρίψει ξέροντας την. Ούτε ο Ράμφος, ο Ράμφος έχει μια επιφανειακή γνώση...
 
Δεν είμαι σε θέση να το κρίνω αυτό, αλλά ο κ. Ράμφος ίσως να είναι και μια από τις καλύτερες περιπτώσεις που έχουμε…
 
Ο Ράμφος δεν εγκατέλειψε ποτέ τις προϋποθέσεις του. Με τον κ. Ράμφο μιλούσαμε για πάρα πολλά χρόνια. 35 ολόκληρα χρόνια, δεν εγκατέλειψε ποτέ τα κριτήριά του, τα μαρξίζοντα κριτήριά του και στη συνέχεια από ένα μαρξισμό πέρασε σε ένα ιδεαλιστικό εγκελιανισμό, ας πούμε και ουσιαστικά ποτέ δεν εγκατέλειψε τον Πλωτίνο, ενώ τον εκσυγχρόνισε τον Πλωτίνο. Ο Πλωτίνος του Ράμφου, όπως το έχω εξηγήσει σε ένα μου βιβλίο, είναι μοντέρνος, είναι απόλυτα ιδεαλιστικός, αλλά δεν έχει το κύριο χαρακτηριστικό του Πλωτίνου, αυτό της μετοχής. Το «εν» του Πλωτίνου υπάρχει μόνο δια της μετοχής. Το υποκείμενο στον Ράμφο, είναι ένα ουράνιο υποκείμενο, αλλά δεν υπάρχει μετοχή. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα είναι ακριβώς αυτό, δηλαδή με αυτά τα κριτήρια όταν μπεις μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Ο Ράμφος προχώρησε μέχρι ένα σημείο, όσο του επέτρεπε ο πλατωνισμός του. Μετά δεν μπόρεσε να προχωρήσει και τα έβαλε με την παράδοση, αντί να τα βάλει με τα κριτήριά του. Από εκεί και πέρα δημιουργήθηκε όλη αυτή η παραφιλολογία η οποία είναι μία προδοσία, γιατί σε μια στιγμή κρίσης κοιτά τα θετικά πράγματα που συνέβησαν, τα οποία είναι πάμπολλα, και συνεχίζεις από εκεί. Η εθνική μας κατάθλιψη δεν προέρχεται ούτε από τη Φιλοκαλία, ούτε από τον ησυχασμό… Αυτά ποιος τα κατάλαβε, ποιος ασχολήθηκε; Σας παρακαλώ, αυτή είναι η δουλειά μου. Είμαι καθηγητής δογματικής αυτή την ώρα και σας λέω ειλικρινέστατα ότι όλοι οι μεγάλοι δογματολόγοι είναι αφανισμένοι. Ποιος ξέρει τον Βικέντιο Δαμοδό, έναν τεράστιο διανοούμενο του 18ου αιώνα; Ούτε ένα έργο του δεν έχει εκδοθεί, 6.000 σελίδες δογματικής. Τώρα βγήκαν δύο τόμοι, κριτική έκδοση και γίνονται προσπάθειες και για τα υπόλοιπα.
 
Αν δείτε την ιστορία της θεολογίας επί τουρκοκρατίας, θα δείτε ότι η συντριπτική πλειοψηφία είναι άνθρωποι οι οποίοι μορφώνονται από τους Ρωμαιοκαθολικούς με μία πολύ συγκεκριμένη διαζευκτική στάση απέναντι στην παράδοση τους. Αντιπαρατίθενται στην παράδοση και απομένουν κάτι Κολυβάδες και αυτοί είναι ελάχιστοι μέσα στους αιώνες, και μόνο στο τέλος της τουρκοκρατίας, τον 17ο – 18ο αιώνα. Τα προηγούμενα χρόνια τι γινότανε; Διεκόπη η συνέχεια. Και στο επίπεδο των Βαλκανίων, χαμός! Έπρεπε να έρθει ο Παΐσιος Βελικόφσκι, τον 16ο - 17ο αιώνα, για να φέρει μερικά κείμενα. Οι άνθρωποι, οι μοναχοί δεν είχαν τίποτα να διαβάσουν για αιώνες! Πού είναι λοιπόν η συνέχεια του Ησυχασμού, που είναι η Φιλοκαλία που βγήκε μόλις τον 19ο αιώνα και δεν τυπώθηκε αμέσως; Εξεδόθη στην Ελλάδα στην Ελλάδα το 1960 από τις εκδόσεις ΑΣΤΗΡ, από τον πατέρα Επιφάνειο Θεοδωρόπουλο.
 
Η Φιλοκαλία που επανακαλύφθηκε από της Ρώσους της διασποράς στη Γαλλία…
 
Ναι, από τους Ρώσους της διασποράς, μα δεν υπήρχαν εκδόσεις. Τη δεκαετία του 60 όχι μόνο η Φιλοκαλία, ούτε η πατρολογία δεν υπήρχε, ούτε ένα αντίτυπο στην ελληνική βιβλιοθήκη. Γενιές θεολόγων βγήκαν χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα όχι από τη Φιλοκαλία αλλά ούτε από τους πατέρες της εκκλησίας, τον Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Γρηγόριο τον Παλαμά, δεν τους ήξερε κανένας! Όταν ήρθε το 1959 στη Θεσσαλονίκη ο Ρώσος στην καταγωγή πατέρας Γεώργιος Φλωρόφσκι από το Χάρβαρντ και τους είπε «έχετε εδώ κάποιον μεγάλο πατέρα της εκκλησίας που λέγεται Γρηγόριος Παλαμάς», δεν τον ήξερε κανείς και στη συνέχεια ξεκίνησε ο Χρήστου να εκδίδει τα συγγράμματα του Παλαμά τη δεκαετία του 60 και ο τελευταίος τόμος βγήκε το 1995.
 
Μιλάμε για πράγματα που είναι τωρινά και τα οποία δεν έχουν διαβαστεί ακόμη. Δεν έχουν ακόμη κατανοηθεί, επιμένω σ' αυτό, και κυρίως στην υπόθεση ότι αυτή η συνέχεια που θα μας επέτρεπε να αποδώσουμε τη συμφορά μας δεν υπήρξε, δεν υπήρξε! Διεκόπη απολύτως - για αιώνες!
 
Όλα αυτά, οι σκέψεις των μεγάλων πατέρων, η Φιλοκαλία, πώς μπορούν να επικοινωνηθούν σήμερα; Ιδίως σήμερα, δεδομένου ότι υπάρχει μια απώθηση του πνευματικού.
 
Κοιτάξτε έχω πει και σε μια συνέντευξή μου, που εμπεριέχεται στο τελευταίο μου βιβλίο που δημοσιεύθηκε στα ελληνικά πριν από λίγες ημέρες «Η ιστορία της Αγάπης του Θεού», ότι η θεολογία όταν είναι πραγματική είναι συνταρακτική πάντοτε και για όλους και όταν εμφανίζεται συνεπαίρνει, αλλά πρέπει να βρεθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να το κάνουν αυτό. Δεν το κάνουν αυτό οι επαγγελματίες του Θεού, αλλά αυτοί που είναι πονεμένοι. Μπορούν να το κάνουν και αυτοί που βρίσκονται στους χώρους τους ακαδημαϊκούς και τους θεολογικούς αλλά θα πρέπει να έχουν διανύσει ένα δρόμο υπαρξιακό για να φτάσουν εκεί και η θεολογία τους να προσφέρει εσωτερικό παράδεισο και αυτόν να τον μεταδώσουν προς τα έξω. Το θέμα είναι ότι σήμερα έτσι όπως διεξάγεται η συζήτηση για τα θέματα αυτά είναι υπερβολικά άστοχη με μερικές εξαιρέσεις.
 
«Η εθνική μας κατάθλιψη δεν προέρχεται ούτε από τη Φιλοκαλία, ούτε από τον ησυχασμό…» Μας βάζει η θεολογία μας σε κόντρα με τη Δύση;
 
Να σας πω κάτι δεν είμαι αντιδυτικός καθόλου, προσωπικά, δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη Δύση. Η Δύση πήρε το δρόμο της και αν δούμε την ιστορία καταλαβαίνουμε ότι πάντα τα ιστορικά υποκείμενα, πάντα επιβουλεύονται το ένα το άλλο. Αν διάβασε την ιστορία θα δείτε ότι και η Άννα η Κομνηνή στο Βυζάντιο τα ίδια έκανε στους άλλους λαούς. Στη Δύση είχανε φυσικά πρόβλημα, μετά τον Καρλομάγνο ήθελαν την αυτοκρατορία, τη διεκδικούσαν, τα ξέρετε, και πολλά από τα όργανα τα θεολογικά όπως το Filioque, ήταν ένα ιδεολογικό όργανο ουσιαστικά κατά της ιστορικότητας της αυτοκρατορίας. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι πέρα από αυτά υπάρχει μια δυνατότητα γόνιμου διαλόγου. Εγώ αυτό υπηρετώ, γι' αυτό και γράφω στ' αγγλικά αυτήν τη στιγμή, γι' αυτό και μετέχω στους διάλογους με τα άλλα δόγματα. Δεν είμαι κάποιος που είναι κλεισμένος, που φωνάζει κρυμμένος πίσω στα ταμπούρια μας, ή φωνάζει πίσω στη ρωμαίικη καταγωγή μας. Υπάρχει όμως και αυτό από την άλλη, όμως υπάρχει εν διαλόγω.
 
Αν και δεν ξεφύγαμε, να επανέλθουμε πάλι στο θέμα της ταυτότητας. Πώς μπορούμε να ορίσουμε σήμερα την ταυτότητά μας ξεφεύγοντας από τον διχασμό που έχουμε σχετικά με το που ανήκουμε, ποιοι είμαστε;
 
Οι πραγματικές ταυτότητες είναι ταυτότητες πάντοτε εν διαλόγω. Και για να γυρίσω πίσω σ' αυτά που είπα στην αρχή, πρέπει να ξεπεράσουμε όλα αυτό το ψυχαναλυτικό μπουντρούμι της δήθεν χαμένης πληρότητας την οποία κάποιος μας την πήρε και επομένως, πρέπει να είμαστε εχθροί ενάντια σ' αυτόν τον κάποιον, όποιοι και εάν είναι αυτοί, οι Τούρκοι, οι Φράγκοι, όποιος και αν τελοσπάντων. Υπάρχει και μια άλλη δυνατότητα. Να πω ότι στη φάση της ωριμότητας που βρίσκομαι, της ιστορικής ωριμότητας που πρέπει να είμαστε όλοι μετά απ' όσα τραβήξαμε, να πω λοιπόν ότι η ταυτότητα είναι κάτι το οποίο είναι πραγματικά ένα ιστορικό γεγονός και έρχεται από το μέλλον. Δηλαδή δεν είναι απλά αυτό που μου συνέβη. Προσέξτε, στην κοινή μας λογική φαίνεται ότι ιστορική ταυτότητα είναι αυτό το οποίο συνέβη, οπότε σας βγάζω μια εικόνα του Κολοκοτρώνη, σας τη δείχνω και σας λέω αυτός είμαι εγώ. Αυτή είναι η φανταστική στην πραγματικότητα ταυτότητα. Η πραγματική ταυτότητα είναι αυτή η οποία έρχεται μέσα από το διάλογο με βάση αυτό που υπήρξα, στο τώρα όμως, και έρχεται από το μέλλον, δηλαδή είναι κάτι το οποίο διαμορφώνεται μέσα στην πορεία αυτού του διαλόγου και είναι επερχόμενη πάντοτε.
 
Πώς την προβάλλετε εσείς αυτή την ταυτότητα από το μέλλον; Εξηγήστε μου λίγο…
 
Το μέλλον δεν το ξέρουμε, αλλά σας είπα οι ταυτότητες έρχονται συνεχώς. Δηλαδή η ταυτότητα είναι ένα γεγονός γύρω από έναν πυρήνα και ανανεώνεται συνέχεια, όπως και ο άνθρωπος, όπως και εσείς και εγώ τώρα που μιλάμε, συνεχώς διαμορφωνόμαστε ως προσωπικότητες. Μέσα στο διάλογο που γίνεται, αλλάζουμε. Γίνονται μικρές αλλαγές προσανατολισμού και εμπλουτισμού της ταυτότητας με βάση αυτό που είναι ο καθένας μας. Συναντάς έναν άλλο άνθρωπο και, με βάση το παρελθόν σας, αλλάζετε και αποκτάτε μια νέα ταυτότητα μέσα στη νέα σχέση. Έτσι δημιουργείται ένας μεγάλος έρως ή μία καλή φιλία. Έτσι δημιουργούνται οι ταυτότητες. Οι ταυτότητες λοιπόν δεν είναι μια ανόητη μετάνοια για ό,τι δήθεν στραβό μου συνέβη, ούτε είναι μία κήρυξη πολέμου ενάντια στον αποδιοπομπαίο τράγο ή επειδή είμαστε καταθλιπτικοί στην Ελλάδα ενάντια στον εαυτό μας. Γίνεται με την ανάπτυξη γόνιμων στοιχείων και τον διάλογο με τον άλλον, εδώ και τώρα με τον Άγγλο, τον Γάλλο, τον Γερμανό…
 
Χρειάζονται όμως κάποιες προϋποθέσεις και ορισμένα ψυχοδιανοητικά εργαλεία για να μπορέσεις να κάνεις τη συζήτηση με τον άλλον.
 
Όχι, δεν χρειάζεσαι ψυχοδιανοητικά εργαλεία, γίνεται σε πολλά επίπεδα ο διάλογος. Μπορεί να γίνει διάλογος κουλτούρας, διάλογος συνηθειών, γίνεται με αυτό που συμβαίνει με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που έρχονται εδώ και τους περιθάλπουν οι Έλληνες. Είναι ένας διάλογος πολιτισμών, μια απλή πράξη, αυτό που προσπαθώ να κάνω στο Κέιμπριτζ και αλλού και όχι μόνο εγώ αλλά και άλλοι και αυτός ένας διάλογος είναι. Αυτού του είδους οι διάλογοι δίνουν ταυτότητα και ισχυρή ταυτότητα μάλιστα. Εγώ την έχω ζήσει αυτήν τη χαρά που σας περιγράφω. Ξέρετε τι φοβερό είναι να γίνεσαι απαραίτητος σε ένα διάλογο, να σου λέει ο άλλος μου είσαι πολύτιμος με αυτά που μου λες ή από αυτά που βγαίνουν από τη δική σου παράδοση και να σου πει και ο άλλος τι έχει; Αυτό είναι ισχυρή ταυτότητα μέσα στο τώρα και αυτό είναι που δεν κάνει αυτή η ομάδα που είναι πέριξ του κύριου Ράμφου, η οποία θεωρεί ότι για να κάνεις διάλογο πρέπει να εγκαταλείψεις αυτό που υπήρξες, διότι ήταν όλο λάθος και να τρέχεις πίσω από την ωραία ερωμένη σου ας πούμε, η οποία θα σε περιφρονεί γιατί δεν έχεις εαυτό. Ποια ωραία γυναίκα ή ποιος ωραίος άντρας αγάπησε κάποιον που λέει ότι δεν υπάρχω, δεν είμαι τίποτα, υπάρχω μόνο επειδή με κοιτάς εσύ;
 
«Οι πραγματικές ταυτότητες είναι ταυτότητες πάντοτε εν διαλόγω. Και για να γυρίσω πίσω σ' αυτά που είπα στην αρχή, πρέπει να ξεπεράσουμε όλα αυτό το ψυχαναλυτικό μπουντρούμι της δήθεν χαμένης πληρότητας την οποία κάποιος μας την πήρε και επομένως, πρέπει να είμαστε εχθροί ενάντια σ' αυτόν τον κάποιον, όποιοι και εάν είναι αυτοί, οι Τούρκοι, οι Φράγκοι, όποιος και αν τελοσπάντων»
Πώς φτάνουμε σε αυτό το σημείο, πώς πάμε στο επόμενο επίπεδο χωρίς να περάσουμε από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή, καθώς όπως είπατε είμαστε σε κατάθλιψη και λαμβάνοντας υπόψη μας ότι ο λόγος στην Ελλάδα είναι διχαστικός τόσο σε επίπεδο ηγεσίας όσο και σε επίπεδο λαού;
 
Εγώ δεν προσφέρω ψυχαναλυτική θεραπεία, η ψυχανάλυση βοηθάει μόνο στη διαπίστωση. Η λύση η οποία προσφέρουμε είναι λύση πολιτισμού, λύση παιδείας. 
Σας λέω ειλικρινά ότι σ' αυτό το επίπεδο του πολιτισμού, της κοινωνίας των ιδεών, της επιστήμης σήμερα, ο ελληνισμός θάλλει. Υπάρχουν Έλληνες του εξωτερικού που έχουνε διαπρέψει, είναι άπειροι, πρόκειται για έναν τεράστιο αριθμό, είναι πάρα πολλοί, όλοι αυτοί. Δεν προέρχονται από αυτόν εδώ τον τόπο; Δεν έχουν την ασθένεια αυτή που περιγράφει ο κύριος Ράμφος και η παρέα του; Πώς την ξεπέρασαν και έγιναν τόσο δημιουργικοί. Την ξεπέρασαν επειδή έφτυσαν τον εαυτό τους κατάμουτρα;
 
Όχι, αλλά μπορεί να έφτυσαν αυτόν εδώ τον τόπο κατάμουτρα και να τα κατάφεραν…
 
Ακούστε κάτι και εγώ έχω φύγει και έχω φύγει άπειρες φορές, αλλά ξαναγυρίζω συνέχεια. Δεν έφτυσαν τον εαυτό τους απλά βρήκαν τα δημιουργικά εκείνα στοιχεία τα οποία είχαν πάρει από τον τόπο αυτό, απλό είναι…
 
Σας λέω ειλικρινά ότι από ψυχολογικής πλευράς αυτοί που αισθάνονται χωρίς πατρίδα δεν είναι καθόλου δημιουργικοί, έχουν κατάθλιψη. Οι Έλληνες που είναι έξω και πάρα πολλούς από αυτούς τους γνωρίζω και προσωπικά, είναι άνθρωποι που έκαναν αυτό που λέμε. Πήραν τα πολλά δημιουργικά στοιχεία, ενός πολύ δημιουργικού λαού, που ήταν αυτός εδώ και είναι ακόμη και τα έφεραν αυτά τα πράγματα σε μία γόνιμη συζήτηση με ό,τι βρήκαν έξω και κόλλησαν και δημιούργησαν και μεγαλούργησαν. Όχι επειδή έφτυσαν από πάνω τους αυτό που ήταν τελείως, γιατί σας είπα στην αντίθετη περίπτωση θα είχαν κατάθλιψη αυτοί άνθρωποι.
 
Δημιουργικός γίνομαι όταν συναντήσω κάποιον που γονιμοποιεί αυτό που είμαι. Δημιουργικός δεν είμαι όταν συναντήσω κάποιον ο οποίος απορρίπτει αυτό που είμαι, ή όταν, εξαιτίας του, αναγκάζομαι να απορρίψω αυτό που είμαι. Δημιουργικός γίνομαι όταν διαλέγομαι με κάτι το οποίο βαθύτερα μέσα μου έχω και είμαι, ό,τι καλύτερο έχω.
 
«Δημιουργικός γίνομαι όταν συναντήσω κάποιον που γονιμοποιεί αυτό που είμαι. Δημιουργικός δεν είμαι όταν συναντήσω κάποιον ο οποίος απορρίπτει αυτό που είμαι, ή όταν, εξαιτίας του, αναγκάζομαι να απορρίψω αυτό που είμαι. Δημιουργικός γίνομαι όταν διαλέγομαι με κάτι το οποίο βαθύτερα μέσα μου έχω και είμαι, ό,τι καλύτερο έχω»
Σήμερα θα χρειαζόμασταν ανθρώπους οι οποίοι να μας λένε αυτά που συζητάμε τώρα. Το πόσο σημαντική υπήρξε αυτή η κληρονομιά, το πόσο σημαντικά πράγματα έγιναν στη βυζαντινή κοσμόπολη, το πόσο σημαντικά ήταν τα κατορθώματά που συνέβησαν στον ελληνικό κοσμοσύστημα και αυτά τα πράγματα να τα φέρουμε σε ώριμο διάλογο με αυτό που γίνεται σήμερα, τι πιο απλό και στη συνέχεια να τα αξιοποιήσω και στη δική μου πρακτική. Η χειρότερη υπηρεσία που μπορούμε να προσφέρουμε σ' αυτόν τον τόπο, αυτή τη στιγμή, είναι το να πείσουμε τους τραυματισμένους συνανθρώπους μας και συμπολίτες μας ότι δικαίως είναι τραυματισμένοι γιατί είναι και βλαμμένοι μαζί. Να τους πούμε ότι επειδή ανήκουν στο χώρο αυτό είναι κουτσουρεμένοι και ανάπηροι. Ε, λοιπόν δεν είναι! Είναι ακριβώς το αντίθετο!
 
Γι’ αυτό και έξω οι Έλληνες διαπρέπουν παντού, έχω μεγάλο επιχείρημα στο θέμα αυτό. Όλοι οι Αμερικανοί φοιτητές μου που κατά καιρούς έχω και είναι πολλοί θεωρούν τους Έλληνες ότι είναι ικανή ράτσα.
 
Σε συνομιλία μου με την κα Αρβελέρ, πριν από εσάς, εξέφρασε την ελπίδα της στους νέους εκείνους που είναι μορφωμένοι αλλά δεν ξέρουν ιστορία γιατί είναι λευκή σελίδα και μπορούν να μας πάνε αλλού.
 
Δεν κατάλαβα, η κυρία Αρβελέρ υμνεί τους νέους που δεν ξέρουν ιστορία; Δηλαδή δεν μου λέτε, ο νέος ενός άσημου και άγνωστου κεντροαφρικανικού κράτους είναι το ίδιο πράγμα με τον Έλληνα νέο; Ντρέπομαι ειλικρινά, ντρέπομαι, ντρέπομαι…Σας είπα είναι αυτή η απίστευτη συλλογική κατάθλιψη που μας έχει καταλάβει. Πριν από λίγο καιρό μιλούσα με έναν φίλο, Έλληνα του εξωτερικού που έχει διαπρέψει και μου έλεγε ότι ακόμα στην εποχή της κρίσης η Ελλάδα έχει επίπεδο ζωής και σχέσεων καλύτερο απ’ ό,τι στη Δύση. Ο συγκεκριμένος ζει σε μια από τις οκτώ πλουσιότερες χώρες της Δύσης. 
Ειλικρινά σας μιλάω, εδώ και χρόνια περνώ μήνες στο εξωτερικό και έτσι έχω ακούσει πάρα πολύ πετυχημένους Έλληνες να λένε «αχ να ξέρανε οι Έλληνες τι έχουν στα χέρια τους, αχ να ξέραμε τι έχουμε στα χέρια μας! Φεύγουμε μετά και δεν μπορούμε να το δείξουμε αυτό».
 
Τι έχουμε στα χέρια μας, πείτε μου σας παρακαλώ τι έχουμε στ' αλήθεια...
 
Έχουμε ακριβώς τα κατάλοιπα, που είναι πολύ σοβαρά, μιας κοινωνικότητας πολύ σοβαρής, μιας εκκλησιαστικής ζωής και μιας ενορίας η οποία ακόμα λειτουργεί, μιας πνευματικότητας που είναι πάρα πολύ ανθρώπινη και πάρα πολύ ελεύθερη, μιας κατάφασης στο σώμα και στην υλικότητα και στην ιστορία, μια τελείως μη νομική εκδοχή των σχέσεων μετά του Θεού, μη νομικίστικη και μη ηθικιστική και την παράδοση μιας φοβερής γλώσσας η οποία ακόμα και στην αρχαία εκδοχή της είναι δημιουργική, γιατί συνεχώς όλοι οι νέοι όροι είναι στα αρχαία ελληνικά. Πάρτε, για παράδειγμα, τη λέξη αεροδρόμιο, ή τη λέξη τηλεόραση, παίρνουμε αρχαίες ελληνικές λέξεις για να εκφράσουμε πολύ σημερινά και σύγχρονα πράγματα. Θυμάμαι όταν ήμουν στη Γαλλία μου απαριθμούσαν χιλιάδες ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους γλώσσα.
 
Κι εμένα μου εξηγούσαν, επίσης, στη Γαλλία από πού προκύπτει η λέξη ενθουσιασμός, από το ένθεος μου έλεγαν και ήταν περήφανοι που το ήξεραν.
 
Μα βέβαια, τεράστιος πλούτος! Η μεγαλύτερη έκπληξη των ξένων φοιτητών που μαθαίνουν ελληνικά είναι όταν συνειδητοποιούν πόσες ελληνικές λέξεις χρησιμοποιούν, χωρίς να το ξέρουν. Ο Καστοριάδης, λοιπόν, ένας άλλος μεγάλος Έλληνας, που εκτιμούσε όμως την ελληνική του ρίζα πάρα πολύ, έλεγε ότι ο δυτικός κόσμος είναι ελληνοδυτικός κόσμος, όπως και είναι. Η Δύση είναι βαθύτατα ελληνική και εάν εδώ είναι Ανατολή είναι Ανατολή της Δύσης, το τονίζω αυτό. Επομένως η Ελλάδα είναι παρούσα σε κάθε βήμα και σε κάθε εκατοστό και σε κάθε επιστήμη και σε κάθε θεσμό στον δυτικό χώρο, είναι δική μας η Δύση τελείως, με την καλή έννοια. Γιατί όλη αυτή η άγνοια της ιστορίας; Και γιατί η ιστορία του τόπου αυτού είναι τόσο χειρότερη απ’ όλες τις άλλες ιστορίες, τις οποίες εγώ θα τις χαρακτήριζα πολύ φριχτότερες; Να σας πω κάτι; Θαυμάζουμε αυτό το υπερ-εξειδικευμένο υποκείμενο, αυτό το Εγώ, το οποίο δεν το θαυμάζει κανένα σοβαρός άνθρωπος στη Δύση. Αυτό όμως δημιούργησε συνεχείς ιστορικές συγκρούσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι δυτικές αυτοκρατορίες, όλες, ουδεμίας εξαιρουμένης, ήταν αποικιακές αυτοκρατορίες, πηγαίνανε και αρπάζανε τα πράγματα των άλλων λαών και τελικά με βίαιο τρόπο κάποια στιγμή τους πέταξαν έξω με κλωτσιές και γροθιές. Λοιπόν αυτά τα μοντέλα βασίζονται στον συλλογικό ατομικισμό. Είναι αυτά μοντέλα στα οποία πρέπει να προσχωρήσουμε για να βρούμε τι; Το κακό τέλος που βρήκαν αυτοί που τα κάνανε;
 
Και το πληρώνουν ακόμη...
 
Ναι και το πληρώνουν ακόμη και δεν μπορούν να συνέλθουν ακόμη ιστορικά. Γιατί πραγματικά να μην κάνουμε ένα βήμα και να βρεθούμε δίπλα τους, ή μπροστά με την παράδοση την οποία έχουμε, δουλεμένη όμως με σημερινό τρόπο; Λυπάμαι που αυτά τα πράγματα που λέμε είναι τόσο δύσκολο να γίνουν κατανοητά. Εν τω μεταξύ σήμερα ο ατομικισμός έχει περάσει σε άλλη φάση, έχει περάσει σε φάση ναρκισσισμού, η επανάσταση του οτιδήποτε. Είναι ένα βούλιαγμα μέσα στην επιθυμία του «εγώ θέλω» και η σχολή της Φραγκφούρτης έχει δείξει με μεγάλη ακρίβεια το πώς έγινε. Θα χρειαζόταν μια δεύτερη συνέντευξη γι’ αυτό το ζήτημα. Όπως και να έχει, αυτό παράγεται μέσα από μια διαδικασία και είναι παγκόσμιο γεγονός, δεν είναι στην Ελλάδα μόνο. Αυτά τα θέματα θα ήθελα να κουβεντιάζουμε με τους Έλληνες συναδέλφους μου.
 
Επαναφέρετε την παράδοση. Πριν μου είπατε για το πώς λείπει από εμάς ο ηθικισμός και ο νομικισμός. Κι όμως η εκκλησία, που είναι φορέας μιας παράδοσης, δεν μπορεί να πείσει γι’ αυτά τα ζητήματα τον κόσμο, αδυνατεί να ακουμπήσει τις καρδιές των ανθρώπων...
 
Κοιτάξτε κάτι, όταν η επίσημη εκκλησία, οι κορυφές της, είναι τελείως υπόλογες σε αυτήν την αντιθεολογία του ηθικισμού που πέρασε μέσα από τις οργανώσεις και επεβλήθη για δύο τρεις γενιές… Αυτά θα αλλάξουν όταν φύγουν αυτοί από τη μέση και έρθουν άλλοι άνθρωποι που μιλάνε τη γλώσσα που μιλάμε εμείς τώρα. Και υπάρχουν ήδη αυτοί οι άνθρωποι, είναι ιερωμένοι, είναι συγγραφείς. Δεν θέλω να πω ονόματα γιατί θα αποκλείσω άλλους. Όμως σας είπα η καταθλιπτική αυτή αντίδραση είναι καταστροφική. Αυτή τη στιγμή ο τόπος αυτός καταστρέφεται από κατάθλιψη.
 
Προτάσσετε στα γραπτά σας και στους λόγους σας την έννοια ευχαριστιακός. Θα μπορούσε να είναι το αντίδοτο σε αυτή την κατάθλιψη. Ωστόσο, πώς εξηγείτε αυτή την έννοια σε κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με αυτό τον θεολογικό όρο;
 
Ευχαριστηριακός σημαίνει διαλογικός, σημαίνει ότι ο Θεός με παίρνει τόσο πολύ στα σοβαρά ώστε μου δίνει έναν πλήρη εαυτό και τη δυνατότητα να του απαντήσω και περιμένει. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, χθες τον γιορτάζαμε (21 Ιανουαρίου) είναι ο πατήρ της Δύσης, είναι αυτός που γέννησε πραγματικά τη Δύση.
 
Αλήθεια, για εξηγήστε μου…
 
Έχετε ακούσει για την αγία ελευθερία της βουλήσεως; Είναι γέννημα θρέμμα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, γεννήθηκε εδώ σε αυτό τον τόπο και αυτή. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής ήταν άνθρωπος του βασιλέως Ηρακλείου και μετά έγινε μοναχός και ο μεγαλύτερος πατέρας της χριστιανικής εκκλησίας, Δύσης και Ανατολής. Εγώ είμαι ειδικός στον Άγιο Μάξιμο τον Θεολόγο και πρέπει να σας πω ότι κάθε χρόνο έχουμε και ένα διεθνές συνέδριο, φέτος είχαμε στην Οξφόρδη, πέρυσι είχαμε στο Βερολίνο, πρόπερσι είχαμε στο Ελσίνκι και πάει λέγοντας… Για ποιον λόγο νομίζετε; Γιατί έχουμε λαμπρούς Μαξιμολόγους σε όλες τις μεγάλες δυτικές χώρες; Διότι είναι ο συγγραφέας που μίλησε για τον άνθρωπο με τον πιο μοντέρνο τρόπο. Μίλησε για το όλον αυτού, το οποίο παραπέμπει σε πολύ σημερινά πράγματα, ή για τη θεολογία των λόγων των όντων, δηλαδή οι προτάσεις οι δημιουργικές του Θεού στον κόσμο με τις οποίες εξηγεί τη δημιουργία. Γιατί λόγος στα ελληνικά σημαίνει πάντα διάλογος. Σου μιλάω σημαίνει, σου λέω και μου λες. Διαλογική αμοιβαιότητα, όπως την αποκαλώ σε ένα από τα βιβλία μου και σημαίνει ότι είναι ο άνθρωπος παρών, έχοντας έναν εαυτό, μιλώντας στο Θεό όπως και ο Θεός μιλάει σε αυτόν, και τελικά η δημιουργία του ανθρώπου, όπως και του κόσμου, είναι κάτι που συνεχίζεται και είναι κάτι που συμβαίνει συνεχώς με τη δική μου συμμετοχή.
 
Προτείνω στον Θεό και μιλάω στον Θεό και μου απαντά ο Θεός και με τον τρόπο αυτό υπάρχει μια συνεργασία αγαπητική και δημιουργώ έναν εαυτό, έναν κόσμο, μια πατρίδα και έναν τόπο. Αυτού του είδους τα ανοίγματα είναι που κάνει, μαζί με την ελευθερία της βουλήσεως. Ο Μάξιμος είναι ο πατέρας της θεολογίας των δύο θελημάτων, πατέρας της έκτης οικουμενικής συνόδου. Είναι ο άνθρωπος που μίλησε για την ακεραιότητα του φυσικού θελήματος και έδειξε ότι χωρίς ελεύθερο θέλημα μια λογική ουσία στη ζωή είναι ανύπαρκτη. Αυτό με αφορμή τη χριστολογία ενάντια στον μονοθελητισμό της εποχής. Πλην όμως αυτό αποτέλεσε το έναυσμα, το αναγνωρίζουν οι πάντες δεν είναι δική μου ανακάλυψη, ότι η ελευθερία της βουλήσεως ως συστατικό του ανθρώπου στη Δύση κατάγεται από τον Μάξιμο τον Ομολογητή.
 
Γιατί όλα αυτά τα στοιχεία, ξαναέρχομαι στο αρχικό ερώτημα, να μην αξιοποιηθούν δημιουργικά και να μην έχουν να κάνουν με την παιδεία, που όλη μας η παιδεία είναι μία άρνηση, είναι μία τεράστια εκχώρηση; Όλοι έχουν δίκιο στην Ελλάδα, εκτός από τους Έλληνες. Όπως έλεγα πρόσφατα σε κάτι φίλους ξένους, η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που ξέρω, διότι εάν για παράδειγμα ήμασταν Γάλλοι και λέγαμε τα αντίστοιχα που λέμε εδώ για την ιστορία της χώρα μας, θα μας κρέμαγαν. Εδώ η αυτοσυνειδησία είναι καταθλιπτική. Βρίσκεται σε συλλογική νευρωτική κατάθλιψη αυτός ο λαός, γι' αυτό και ο αποδιοπομπαίος τράγος δεν είναι εκτός όπως είναι στους άλλους λαούς, είναι εντός, είμαστε εμείς οι ίδιοι και λυπάμαι που το λέω αυτοί οι διανοούμενοι που τους ονομάσαμε πολλές φορές σήμερα και συνεχίζουν αυτό του είδους την κατάθλιψη δεν έχουν την παραμικρή ιδέα πόσο κακό κάνουν. Είναι στην κυριολεξία η τελική καταδίκη, δε φτάνει που είσαι άρρωστος σε καθιστούν και υπεύθυνο της αρρώστιας σου και σου λένε δεν μπορείς να μην είσαι άρρωστος, γιατί κατάγεσαι από μια οικογένεια αρρώστων.
 
Μπορούμε να βγούμε από αυτό;
 
Εάν δεν βγούμε εμείς, θα βγούνε άλλοι. Ο ελληνισμός είναι παγκόσμιο γεγονός. Εγώ είμαι έξω από αυτά που λέμε τώρα. Εσείς μείνετε μέσα (γέλια). Εγώ νιώθω υπέροχα, δεν έχω κανένα πρόβλημα και δεν είμαι ο μόνος.
 
Ναι, όμως όπως είπατε μέσα σε αυτό βρίσκεται η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό δεν σας ενοχλεί;
 
Δεν είναι όλοι. Αυτοί που έχουν καταλάβει λίγο βαθύτερα τα πνευματικά πράγματα, νιώθουν άρχοντες. Οι μόνοι άνθρωποι που είναι υγιείς στην Ελλάδα σήμερα είναι όσοι, ως χριστιανοί ορθόδοξοι, έχουν εμβαθύνει στο θέμα αυτό και νιώθουν ευτυχισμένοι και εξακολουθούν να έχουν αισιοδοξία.
 
Μήπως μιλάτε για ανθρώπους οι οποίοι έχουν θωρακιστεί ψυχολογικά με την εκκλησία;
 
Όχι, δεν μιλώ γι’ αυτούς που έχουν θωρακιστεί ψυχολογικά. Αυτοί ούτως ή άλλως δεν μας ενδιαφέρουν, γιατί δεν λαμβάνουν μέρος στην ιστορία. Ούτε βέβαια και αυτοί που θεωρούν ότι ως ορθόδοξοι είναι ενάντια και έξω και απέναντι σε όλους, αν και υπάρχουν και μερικοί διανοούμενοι, στον δημόσιο χώρο που είναι καταγγελτικοί και λένε ότι φταίει η Δύση για όλα κτλ… Και αυτό το σύμπτωμα καταθλιπτικό είναι, απλά η κατάθλιψη για να μη σε κυριαρχήσει την πετάς λιγάκι στον άλλο (γέλια)! Από την άλλη αυτό ψυχολογικά είναι καλύτερο από το να θεωρείς τον εαυτό σου τον μοναδικό υπεύθυνο και να μην έχεις καμία διέξοδο από το να γίνεις ο άλλος. Εδώ αν τους αφήνανε τους Έλληνες, όπως έχουν καταντήσει, θα γινόντουσαν άλλοι Τούρκοι, άλλοι Γάλλοι, Άγγλοι…
 
Όλα αυτά έχουν σοβαρό αντίκτυπο στα νέα παιδιά…
 
Ξέρετε τα παιδιά έξω τι τραβάνε; Εάν πάτε στην μητρόπολη στην Αγγλία θα δείτε έναν τεράστιο αριθμό νέων ανθρώπων και θα απορήσετε. Θα πείτε τι γίνεται εδώ, είναι όλοι Έλληνες, νέοι. Ξέρετε, οι φοιτητές μας ετοιμάζονται όλοι για να φύγουνε. Όμως δεν φεύγει κανείς από το σπίτι του επειδή είναι φτωχό, από το σπίτι του φεύγει διότι δεν αξίζει το σπίτι, η οικογένεια του. Αυτή η τάση φυγής που έχει καταλάβει τους Έλληνες, τους νέους, δεν προέρχεται τόσο από τη δυσκολία ευρέσεως εργασίας ή μόνο από αυτή, αλλά και από την ενδότερη πεποίθησή τους ότι όλα όσα συμβαίνουν εδώ, είναι όλα άρρωστα και όλα κατεστραμμένα. Αυτός ο λαός πάει για αυτοαφανισμό και πάνε έξω και κάποια στιγμή δοκιμάζουν οδυνηρές εκπλήξεις και φτάνουν να πούνε, κάτσε δεν είναι αυτό το πράγμα που νομίζαμε ότι είναι εδώ. Νόμιζαν ότι έξω θα βρουν ένα παράδεισο αξιοκρατίας, καθαρών θεσμών, τέλειων ανθρώπων και βλέπουν την ίδια μιζέρια, ακόμη πιο βαθιά και μεγαλύτερη, τρομακτική, θα έλεγα, όσον αφορά στις σχέσεις. Ξέρετε, στην Αγγλία οι άνθρωποι ονομάζουν κατάθλιψη την αδυναμία να συνομιλήσουν μεταξύ τους και υπάρχουν άνθρωποι που έχουν 40 χρόνια να μιλήσουνε με κάποιον.
 
Ο θεσμός έξω λειτουργεί αποτελεσματικά γιατί τον έφτιαξαν κάποτε μαζί. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εμψυχώνεται πια από ζωντανές υπάρξεις οι οποίες περνάνε καλά. Υπάρχει τεράστια καχυποψία σε όλα τα επίπεδα, τα πανεπιστήμια τους τσακίζουν, τους απορροφούν και την παραμικρή ικμάδα, άγριος καπιταλισμός, ανθρωπιά πουθενά, η παραμικρή έστω! Μόνο όσο ο θεσμός στο επιτρέπει και ο νόμος και μετά από λίγο, έπειτα από μερικά χρόνια, το 'χω ακούσει άπειρες φορές, λένε μα «τι συμβαίνει επιτέλους, μα τι γίνεται, γιατί φύγαμε, τι είναι αυτό που βρήκαμε εδώ;» και θέλουν να γυρίσουν πίσω. Είναι κάτι σαν το μύθο του σπηλαίου που βγαίνει κάποιος έξω στο φως, βλέπει πράγματα, εν τω μεταξύ έχει τυφλωθεί από το φως, δηλαδή την αλήθεια, και όταν πάει να τους τα πει κάτω, δεν τον πιστεύουνε, του λένε «άντε από δω πέρα! Δεν βλέπεις τίποτα μπροστά σου, δεν βλέπεις τα χάλια μας;»
 
Δηλαδή πιστεύω ότι οι μεγάλοι εθνικοί αναμορφωτές αυτού του τόπου θα είναι εκείνοι που θα ελευθερώσουν αυτό τον τόπο από την κατάθλιψη του, θα τον βοηθήσουν να ελευθερωθεί από την κατάθλιψη και αυτοί θα είναι οι μεγάλοι δάσκαλοι και οποίοι θα τον βοηθήσουν να στραφεί προς όλα τα πολλά θετικά στοιχεία τα οποία κουβαλά μέσα του αυτός ο λαός, μέσα στην παράδοση του και με τον τρόπο αυτό να ανοιχτεί θετικά στον άλλον με εμπιστοσύνη.
 
Ένας Αμερικανός φοιτητής μου πριν από χρόνια, ο οποίος ανακάλυψε την ορθοδοξία, μου είπε το εξής, θα σας το πως όπως μου το είπε. Ήρθε και προσκολλήθηκε σε εμένα, έκανε ένα διδακτορικό μαζί μου, και μου λέει «Θέλετε να σας πω γιατί ήρθα σε σας;» Ρωτάω: «Γιατί;» και μου απαντά: «Πήγα στη θεολογική εδώ, στη Θεσσαλονίκη και συνάντησα καθηγητές οι οποίοι με κοιτάγανε με δέος, με σαφές κόμπλεξ κατωτερότητας, με θαυμάζαν, με ζηλεύαν που ήμουν Αμερικανός. Εγώ ήρθα εδώ για να μάθω από αυτούς. Ενώ εσείς με κοιτάξατε σαν ίσος προς ίσο». Καταλάβατε τι εννοώ;
 
Μπορεί κανείς να βοηθήσει αυτόν το λαό να κοιτάξει τους άλλους όχι σαν κατώτερος, όχι σαν ανώτερος, όχι σαν διαμαρτυρόμενος, όχι σαν δούλος, όχι ως αδικημένος, αλλά ως ίσος και να πάρει και την ευθύνη των λαθών του ταυτόχρονα, γιατί ο ίσος, είναι και λεβέντης, παίρνει και ευθύνη. Ξέρετε κάτι; Υπάρχουν πολλοί στην Ευρώπη που θα το εκτιμούσαν αυτό πάρα πολύ σε όλα τα επίπεδα. Αλλά τι να πω; Το παράπονό μου με τον Ράμφο και τους άλλους είναι ότι έχουν χάσει την επαφή με τη Δύση.
 
Γενικότερα πιστεύω ότι αυτά τα ζητήματα συζητιούνται με όρους περασμένων δεκαετιών.
 
Ναι, γίνεται με όρους περασμένων δεκαετιών και πρόκειται για έναν διάλογο που δεν βγάζει πουθενά. Δεν ξέρω εάν παρακολουθούν καν τι συμβαίνει στη Δύση σήμερα. Δεν ξέρω εάν διαβάζουν αυτά που βγήκαν στη Γαλλία πριν από δύο μήνες. Να μιλάμε με το σήμερα, το σήμερα παρακαλώ! Μπορούμε να το βάλουμε αυτό σε έναν λογαριασμό; Και στα θεολογικά πράγματα, υπήρχαν Έλληνες αντικαθολικοί θανατεροί και από την άλλη άνθρωποι που είναι τελείως υποτεταγμένοι και με διάθεση υποταγής, το έχω ονομάσει σε ένα αγγλικό μου κείμενο ως cultural submission, είναι πολιτιστική υποταγή και είναι εύκολοι να ακούσουν τι θα πει ο άλλος, επειδή είναι ο άλλος. Στάσου λίγο, έχει και αυτός τα βάσανά του, δες τον από μέσα…Αυτά είναι όλα συμπτώματα τα οποία, όπως σας είπα αφορούν ουσιαστικά στην αδυναμία του Έλληνα να φτιάξει ταυτότητα. Διότι αν κάνουμε αυτό που λένε αυτοί οι κύριοι, δεν πρόκειται να αποκτήσουμε καμία ταυτότητα. Αντίθετα είναι μια προσπάθεια να τρέξεις πίσω από κάποιον που έχει κατά τη γνώμη σου τη ζωή στο χέρι, όπως κάτι ελληνικές ταινίες του παρελθόντος που μας κάνανε και γελάγαμε και κλαίγαμε ταυτοχρόνως και στο τέλος θα φας μία γερή κλωτσιά και θα περάσεις οριστικά στο περιθώριο. Εκτός αν είσαι ένας ευτυχισμένος δούλος και γυαλιστής υποδημάτων. Δεν πρόκειται να σε εμποδίσει κανένας να το κάνεις αυτό και να υποδέχεσαι εδώ τους τουρίστες που έρχονται να ξεκουραστούν απ

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Easter Greetings fro Italy

 

In questo triste giorno di lutto per gli avvenimenti di Bruxelles ci ritroviamo a inviare gli auguri di Pasqua.
Preghiamo per un mondo più pacifico.

In this sad day of mourning for the events in Brussels we are left to send Easter greetings.
We pray for a more peaceful world.

Fr. Nadir Balilla Tontini, Fr. Andrea Pini e tutto il Priorato di San Martino

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Οι σκέψεις δομημένες πάνω στην πίστη

Τα τελευταία χρόνια ,με τις διάφορες επιλογές των ιθυνόντων ,η πρωϊμη μου θρησκευτική παιδεία ήταν σκέτη καταστροφή τουλάχιστον παιδαγωγικά.Η αυστηρή καθολική αντίληψη,μέσω της εκκλησίας που ανήκε η οικογένιά μου εκείνα τα πέτρινα χρόνια,ήταν εμποτισμένη με ένα άκαμπτο,αμετακίνητο αυταρχισμό,που με έκανε να επαναστατίσω ,εκφράζοντας πάντα την δυσαρέσκειά μου.Το αποτέλεσμα ήταν για μένα ,και νωρίς να χάσω την πιθανότητα να αποκτίσω μια ορθή πίστη .Βέβαια ο Σοπενάουερ αναφέρεται ,πώς η θρησκευτική πίστη πρέπει να φυτευθεί σε τρυφερή ηλικία του ατόμου,και έχω το έχασα ,και φταίει η Εκκλησία για αυτό
Επομένως αφού φυτεύθηκε στραβά,για μένα ήταν ένας χαμένος χρόνος -ένα περιττό βάρος ,όπως τόσες άλλες παράλογες πεποιθήσεις και φόβοι.
Στο ζήτημα αυτό ,συνέβαλλαν και οι κατηχητές μου,που σαν κοντόφθαλμοι και ανιαροί θρησκευτικοί διδάσκαλοι,που είτε  παρανοούν την αλληγορία και τη μεταφορά,θεωρώντες  ιστορικές αλήθειες,είτε επιλέγουν φανατικά να διδάξουν  έτσι αντικαθεστώντας κάθε μορφή λογικής  με τη λογική μιας βιβλικής αυθεντίας ,συεπεικουρουμένη με τον φόβο και την τιμωρία ,διώχνωντας κάθε μορφή κουλτούρας και ανδειφέροντος.
Χωρίς να το καταλάβω "συντονίσθηκα " σε μεγάλο βαθμό με τις απόψεις  του Βολταίρου ,Νίτσε Σοπενάουερ ακόμη και του Φρούντ.
Εχθές  ,μου δόθηκε η ευκαιρία και πάλι να ανατρέξω στον Φρόυντ στο πόνημα :Το μέλλον μιας παραίσθησης .Και κατάλαβα γιατί οι θέσεις μου ήταν τόσο ανατρεπτικές .
Μεγάλωσα μέσα στα Εκπ/κά Ιδρύματα πιστεύοντας ,ότι η θρησκευτική και επιστημονική κοσμοθεωρία είναι ασύμβατες μια που για μένα η θρησκεία είναι μια πυγολαμπίδα που φέγκει μόνο τη νύχτα, και ότι όταν η επιστήμη  με το φώς της επιστημονικής ανακάλυψης,η  θρησκευτική πίστη θα εξαφανισθεί.
΄Ομως διαψεύθηκα ,γιατί έβλεπα μέρα με τη μέρα  μια τεράστια στροφή στη πίστη και στην παράδοση.
Και κατέληξα οπαδός μιας αξιοθρήνητης ασάφειας.
Τελικά ,σε ένα συνέδριο Βιοτεχνολογίας στο Παρίσι απόλαυσα τίς θέσεις του Νομπελίστα Francis Crick ,με θέμα "Εκπληκτικές Θεωρίες " ,όπου κατα την έναρξη ,ένα απόσπασμα μας δόθηκε και συμφώνησα κατάκαρδα δηλ. "οι εκλπηκτικές θεωρίες είναι ότι εσείς,οι χαρές σας ,οι λύπες σας ,οι αναμνήσεις και οι φιλοδοξίες  σας ,η αίσθηση της ελέυθερης βούλησής σας ,δεν είναι στην πργματικότητα μια τεράστια συνάθροιση νευρικών κυττάρων και μορίων που συνδέονται με αυτά.
Και έτσι με αυτη τη θέση κατόρθωσα πρωϊμα να εξηγήσω πολλά βιωματικά φαινόμενα όπως την αίσθηση του Ατμαν,τη θεϊκή φλόγα,τη φύση του Βούδα,τη ψυχή ,τα ιερά χώματα,καθώς  και τη λαχτάρα  για σατόρι ( ζεν ) ,νιρβάνα ,φώτηση και σωτηρία.
Και ομολογώ πώς ενω ήμουν σε μια αξιοθρήνητη κατάσταση μπερδεμένος και ταπεινωμένος στο μένος των επιθετικών ιερέων με ποινές και κατάρες,θα ήθελα να είχα και εγώ αυτή τη θείκη φλόγα να λαχταρώ και να είμαι ένα αδιάσπαστο μέρος του θείου,να βιώνω μια λατρεία ένα θαύμα ,μια προοπτική,χωρίς τιμωρίες απειλές για την Κόλαση και την αιώνια τιμωρία,....
Σε αυτό το χάος συνέπραξε και η Κολεγιακή μου μόρφωση,μια προ-μηχανική επιστημονική εκπαίδευση σε θεματα καλπάζουσας υψηλής τεχνολογίας .Παράλληλα γοητευμένος από τον εκλεκτισμό των ψυχολόγων του εκπαιδευτικού προγράμματος του Πανεπιστημίου Τζωνς Χοπκινς συνάντησα ,τους μεγάλους καθηγητές και στοχαστές Dr,John  Whitehorn et Jerome Frank,ξεκίνησα μια μακρά ορθόδοξη ατομική ανάλυση,αλλά η άκαμπτη και απρόσωπη τάση μερικών εκείνης της εποχής με άφησαν ανικανοποίητο.Υπήρξαν για παράδειγμα ,οπαδοί μιας ψεύτικης ιστορίας,με την έννοια του καταπιεσμένου και διωκόμενου πολίτη δαμάσμένου από ακρότητες και λάθη,μαζί με μια θρησκευτική εκπροσώπηση του απόλύτου μηδενός ,τότε αρρίστου,που καταράκωσε κάθε φιλοδοξία μου.Ενθυμούμαι όταν βρισκόμουν στοδεύτερο έτος των σπουδών μου κυκλοφόρησε ένα αιρετικό για την εποχή εκείνη βιβλίο του μεγάλου Rollo May "Existence " ,δηλ."ύπαρξη",που είχε τεράστια επίδραση επάνω μου ανοίγοντας μια εντελώς νέα προοπτική στη θεώρηση και στην ανακούφηση εκείνης της απόγνωσης που κάτι εκκλησιαστικά  άτομα μου παρέδωσαν.Και σαν νέος φοιτητής σε μια μετα-τρυφερή ηλικία ,μαζί με τον προσωπικό μου έρωτα εκείνης της εποχής ,ένα άγγελο της νειότης μου ,που έκανε την διατριβή της πάνω στην συγκρητική λογοτεχνία  με θέμα τον Κάφκα και τον Καμύ !,ενισχυσαν πολύ το ενδειαφέρον μου για τους υπαρξιστές συγγραφείς.΄Ετσι πηγαίνοντας στο τρίτο έτος σπουδών παρακολούθησα και μάθήματα φιλοσοφίας ,μια και γαμώτο ¨ελληνας στην καταγωγή και παιδεία είμαι.
Παρά ταύτα ,είδα πώς κανείς φιλόσοφος δεν αγκάλιασε τον όρο "υπαρξιστής " και δέχθηκα και απορόφησα ,την νεωτερίστικη έννοια  των lebens -philosoph,( φιλόσοσφος της ζωής ),και γεμάτος γοητεία χάθηκα  μέσα στους προσωκρατικούς ,τους στωϊκούς,ο Λουκρήτιος,ο Σοπενάουερ,ο Σάρτρ,Ο Καμύ ,ο Χαιντέγκερ ,ο Νίτσε ,και βέβαια ο αξιογάπητος Κορλί Λαμον και γιατί όχι ο ,..,Σανταγιάνα.Με λίγα λόγια όλα αυτά επαιζαν ένα καθοριστικό λόγο στίς Αλκυονίδες μέρες της ζωής μου.
Και όμως,εκείνη την εποχή , μελετώντας Σανταγιάνα ,΄Οτσο,και βέβαια κάθε Βουδιστή διδάσκαλο ενός φωτισμένου μονοπατιού ,τούτο ήταν μια αιρετική στάση ,και έβλεπα τους κριτές -παπάδες ,να με κουνούν απειλητικά το δάκτυλό αγνοώντας αυτοί οι δύστυχοι ότι από την άλλη υπήρχαν άλλα τέσσερα δακτυλα που τα κουνούσαν πρός αυτούς 'αλλοι!
Σήμερα  ,ευρισκόμενος στο τέλος αυτής της βιοματικής πορείας,μιλώ με ευκολία ,γιατί έτσι το αισθάνομαι ,για τις έσχατες έγνοιες ,τον χαμένο χρόνο,το θάνατο,το νόημα,την ελευθερία ,τη μοναξιά ,μια και πλησιάζω την περιοχή,που αποτελεί την ουσία κάθε θρησκευτικής παράδοσης.
Η θρησκευτική πίστη  πρακτική και πρακτική με όλα τα λάθη εγκλήματα και παραλείψεις ,υπήρξε αναμφισβήτητα ένα παγκόσμιο φαινόμενο όλων των εποχών-ανακαλύφθηκε ποτέ κανένας ποτέ πολιτισμός που να μην περιλάμβανε κάποιας μορφής θρησκευτκή λατρεία ?Και εγώ σε αντίθεση με πολλά ,στέκομα στα απλά ,στο άγχος που κυριεύει λαούς  ,που αντιμετωπίζουν έσχατες έγνοιες και βάσανα,πάνω στο βίωμα της ανημπόριας του θανάτου  και γιατί όχι της έλλειψης νοήματος ..και εδώ ξεπετιέται και ξεπροβάλλει η θρησκεία σαν μια μέθοδος μα και δύναμη να καθησυχάσει τούτο το θεμελιώδες άγχος της ύπαρξης.Οπότε διωκώμενος και μόνος από τους ιερο-εξεταστές μου κατέληξα και το πέταξα στα μούτρα των δεσποτάδων ότι :Η αιτία που η θρησκευτική πίστη είναι παναθρώπινη είναι ότι το υπαρξιακό άγχος είναι πανανθρώπινο "και διώχθηκα για αυτό.
και βέβαια αυτό που με πόνεσε είναι η διαπίστωση ότι αντί να έχουμε δημιουργηθεί από τονΘεό,εμείς τον δημιουργούμε καθ΄ομοίωσή μας  μόνο και μόνο για την ανακούφηση και απάντηση σε πολλά ερωτήματα και δή υπαρξιακά.Και τούτο με επειρέασε ο προσωκρατικός Ξενοφάνης που τον αγάπησα και που πρέβευε : αν τα λιοντάρια μπορούσαν να ζωγραφίσουν,ο θεός τους θα είχε την δική τους μορφή !!!"
Οι σπουδές μου φθάσαν στο τέλος,και σαν βλάκας και εγώ πήγα κατ΄ευθείαν στον μετ΄πτυχιακό κόσμο,γιατί κατάλαβα πώς η ζωή μου δεν είχε καμιά απολύτως συνοχή,καθ΄ότι δεν παθιαζόμουν με τίποτα ,και με τον πανικό μην καταλήξω ο βλάκας της τηλεόρασης.
Εκεί λοιπόν συνάντησα,αυτήν την έννοια της εκγόσμιας θεότητας ,με ανθρώπους αληθινούς ,γνήσιους καθορισμένους με προσχεδιασμένο σκοπό ζωής,με ένα διαρκές χαμόγελο,κι μια που το πρόβλημα του βιωματικού νοήματος με είχε συντρίψει,αμμέσως καλοδέχθηκα την θρησκευτική αποκάλυψη ,γαι τον Θεό της αγάπης.Και σε αυτό τον Θεό πίστεψε ο αντι-θρησκευτικός θρησκευόμενος Καζαντζάκης,ο Ραμόν Οζούμα, και ο Αη Φραγκίσκος που τα κατάφερε να μετουσιώσει την ύλη σε πνεύμα.
Και βέβαια μια και καταβρόχθησα τον Καζαντζάκη από την τρυφερή μου ηλικία,διάλεξα ένα οδηγό για την ζωή μου την αντίθεση με την έννοια ενός διαρκούς θανάτου ,τη ρήση από την Αναφορά στον Γκρεκο :Να μην αφήσω  στο Χάρο τίποτα να μου πάρει-μονάχα λίγα κόκαλα
Επομένως για τον καθένα μας θα υπάρχει μια προοπτική μια amor fati ,,την αγάπη για μοίρα του καθενός .
Πάντα θα υπάρχουν πολλά δοξαστικά για τη ζωή παραδείγματα ευλογημένα από τον Θεό της αγάπης ,μέσα στην κοινωνία τους μίσους

Με αγάπη
Χ.Γεώργιος Παπαθανασίου
Αρχιεπίσκοπος

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Δημήτρης Γ. Ιωάννου
 
Είναι γνωστή η επιστημονική θεωρία και διδασκαλία του Μητρ. Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, κορυφαίου θεολόγου της εποχής μας, για το ότι ο  Επίσκοπος αποτελεί το ορατό σύμβολο ενότητας της εκκλησίας, όντας «εις τύπον και τόπον Χριστού». Κατά τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη, το εξαιρετικό χάρισμα του Επισκόπου στην Εκκλησία, είναι ακριβώς ότι «εικονίζει» τον Χριστό. Ερμηνεύοντας μερικοί αυτήν την διδασκαλία,  θεωρούν ότι η θεία Λειτουργία είναι «επισκοποκεντρική» (αντίθετα από άλλους που εκλαμβάνουν αυτό ως μια υπερβολή και μιλούν για «χριστοκεντρισμό»). Μάλιστα, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι κορυφαίοι επίσης θεολόγοι και πνευματικοί πατέρες της εποχής μας διαφοροποιούνται ως προς αυτό έναντι του Μητροπολίτη. Έχω υπόψη μου εδώ τα παραδείγματα του μακαριστού πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη, καθώς και του αγίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, που αναπτύσσουν μια άλλη θεωρία περί του επισκόπου. Οι δύο τελευταίοι θεολόγοι μιλούν περισσότερο για το «διοικητικό» έργο του Αρχιερέως, ενώ δίνεται περισσότερη έμφαση και στο ζήτημα της προσωπικής αρετής που πρέπει να διαθέτει αυτός, ώστε να επιτελείται αξίως το έργο του.
Το ζήτημα αυτό είναι καθαρά θεολογικό, και θα επιλυθεί ασφαλώς από τους θεολόγους. Ωστόσο, όπως θεωρώ, έχει ένα φιλοσοφικό ενδιαφέρον, και η φιλοσοφία μάλιστα θα μπορούσε να συμβάλει ώστε η φαινόμενη, ή πιθανόν και φαινομενική διαφορά, να μπορέσει να αμβλυνθεί, τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου. Και αυτό γιατί στο όλο ζήτημα εμπλέκεται  η έννοια του «εικονισμού», καθώς ο Επίσκοπος νοείται, στο έργο του Μητρ. Περγάμου, αλλά ασφαλώς και στους άλλους, ως «εικόνα» Χριστού. Τι μπορεί να σημαίνει εδώ ο όρος «εικόνα»; Πριν επιχειρήσουμε μια κάποια διερεύνησή του, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την ερμηνεία εκείνη κατά την οποία «εικόνα» Χριστού, σημαίνει ότι ο εκάστοτε Επίσκοπος είναι ο «αντιπρόσωπος» του Θεού στη γη, δεδομένου μάλιστα ότι ο ίδιος ο Χριστός «απουσιάζει» στον ουρανό, και θα πρέπει κάποιος να τον αναπληρώνει. Η έννοια αυτή της «εκπροσώπησης» έχει αναπτυχτεί κυρίως, ως γνωστόν, στον ρωμαιοκαθολικό κόσμο, όπου ο Επίσκοπος Ρώμης διαθέτει την λειτουργική και νομοκανονική «εξουσία» να τελεί τα μυστήρια και να διοικεί την  Εκκλησία, επιβάλλοντας μια αυστηρή και άκαμπτη ιεραρχία παντού. Απόντος του Χριστού, είναι ο Επίσκοπος Ρώμης, και δι’ αυτού όλοι οι άλλοι Επίσκοποι, που τελούν τις ιερουργίες. Περαιτέρω, ο Επίσκοπος είναι ο οικονόμος και του μυστηρίου της άφεσης των αμαρτιών, με το ρητό δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες –δυτικότροπες μάλιστα ορθόδοξες ευχές του μυστηρίου της Εξομολόγησης ακολουθούν μια παρόμοια φρασεολογία. Είναι όμως αυτή η έννοια της «αντιπροσώπευσης» στον ορθόδοξο χώρο;
Όλα αυτά όμως είναι , όπως είπαμε, θεολογικά ζητήματα, οπότε είναι καιρός να περάσουμε στην φιλοσοφία. Η έννοια του «εικονισμού», λοιπόν, απασχόλησε τα μέγιστα την βυζαντινή σκέψη, πρωτίστως στην περίοδο της εικονομαχίας, και έλαβε μάλιστα συστηματοποίηση κατά την εποχή του αγίου Θεόδωρου Στουδίτη (και λίγο πριν με τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό), ο οποίος και αναπτύσσει μια ολόκληρη «εικονολογία». Ας προστρέξουμε λοιπόν εκεί, καθότι πρόκειται για την πιο χαρακτηριστική και από πλευράς ιστορικής εξέλιξης σημαντική πατερική «εικονολογία», μολονότι υπάρχουν και άλλες το ίδιο σπουδαίες από θεωρητική άποψη (πχ του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη). Πώς έχουν λοιπόν τα πράγματα; «Ο Στουδίτης υποστηρίζει ότι η εικόνα αποτελεί τον …πόλο μιας αμφίδρομης σχέσης: η εικόνα αναφέρεται στο αρχέτυπο, αλλά και η χάρη του πρωτοτύπου κατεβαίνει στην εικόνα», παρατηρεί ένας ειδικός στον Στουδίτη μελετητής [1]. «Οι εικόνες αποτελούν αποτυπώσεις προσαρμοσμένες στις αντιληπτικές κατηγορίες της ανθρώπινης διάνοιας, ώστε να λειτουργήσουν αναγωγικά και να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη θεωρία της εν πνεύματι λατρείας », γράφει ο ίδιος  περαιτέρω [2]. Και μάλιστα, το πιο σημαντικό (κάτι που δεν λαμβάνουν υπόψη ορισμένοι μελετητές των αναφερθέντων θεολόγων), η εικόνα λειτουργεί δια μέσου της «φαντασίας» [3]: βλέποντας δηλαδή τον Επίσκοπο, ο πιστός δεν καθηλώνεται στην εικόνα του ορατού εκπροσώπου, αλλά φαντάζεται ακριβώς τον Χριστό. Το κτιστό πρόσωπο εικονίζει το άκτιστο – όπως και η κτιστή ύλη της αγιογραφίας λειτουργεί αναγωγικά προς το αρχέτυπο. Και μάλιστα, τελείως αντίθετα από το ρωμαιοκαθολικό παράδειγμα (όπου η ιεραρχία διατηρεί το δικαίωμα της «αυθεντίας» και της εξουσιαστικής επιβολής ), δεν παύει καθόλου, κατά την στιγμή της θέας της ορατής εικόνας, να λειτουργεί η προσωπική κρίση και η διανοητική λειτουργία του πιστού, αλλά αυτή οξύνεται και εντείνεται. «Στη βυζαντινή γνωσιολογία, που φαίνεται να ακολουθεί εδώ ο Θεόδωρος Στουδίτης, υπάρχει μία ολόκληρη ψυχολογική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία τα αισθητά γνωρίζονται διά των αισθητηρίων οργάνων και τα αισθητά προκαλούν στην ψυχή το πάθος της φαντασίας. Ό,τι έχει αντιληφθεί (η ψυχή), (δηλαδή) η δόξα, παραδίδεται στο διανοητικό, και απ’ εκεί παραλαμβάνεται από τον ενδιάθετο λόγο, ο οποίος κρίνει και αξιολογεί τη δόξα. Στη συνέχεια το κριθέν ως αληθές, που αποκαλείται νους (νοητική παράσταση), παραπέμπεται στο μνημονευτικό, μία αποθήκη της μνήμης, της φαντασίας, που άφησε κάποια αίσθηση. Τέλος, η μνήμη διασώζει τους τύπους που αντελήφθη η ψυχή» [4]. Η εικόνα είναι λοιπόν ένα «μέσο», που κινητοποιεί όλο το ψυχοδυναμικό πεδίο του πιστού. Κατά συνέπεια, ο Επίσκοπος, εικονίζοντας τον Χριστό, ανάγει απλά προς το πρωτότυπο, βοηθώντας το ποίμνιό του να γίνει σώμα Χριστού. Δηλαδή, όσο πιο πολύ παρατηρεί κανείς τον Επίσκοπο, στην ορθόδοξη λειτουργία, τόσο πιο πολύ ο νους του «διανοίγεται» προς τον Θεάνθρωπο. Η τιμή της εικόνας, πληροφορούμαστε, κάτι βέβαια που είναι πασίγνωστο, αναβαίνει προς το αρχέτυπο.
                                 **************
Όλα αυτά μπορεί να τα ανεύρει κανείς, και κάνει αυτό ισχυρή εντύπωση, στον σύγχρονο γάλλο φαινομενολόγο φιλόσοφο, Ζαν-Λυκ Μαριόν, ο οποίος αντιδιαστέλλει ρητά την εικόνα από το «είδωλο». «Το είδωλο», γράφει, «γοητεύει και αιχμαλωτίζει το βλέμμα, ακριβώς επειδή πάνω του δεν υπάρχει τίποτε που να μην πρέπει να εκτεθεί στο βλέμμα, και να το έλξει, να το πληρώσει (=γεμίσει), να το συγκρατήσει» [5]. Αυτό που εννοεί εδώ ο Μαριόν είναι ότι τα ξόανα και τα ειδωλολατρικά αγάλματα εν γένει «αιχμαλωτίζουν», παγώνουν το βλέμμα, το καθηλώνουν, απομαγεύοντάς το, σε ένα και μοναδικό χωρικό σημείο, που ωστόσο υποδουλώνει. Και ο θεατής βέβαια που το ατενίζει ως είδωλο, περιμένει εξαρχής την απολιθωματοποίηση του βλέμματός του, γιατί το μόνο που αποζητά είναι να υποταχθεί στο άγαλμα της θεότητας. «Αυτό που κάνει το είδωλο είδωλο οφείλεται στο βλέμμα. Η ορατότητά του είναι θαμβωτική (=εκ-θαμβώνει, καθηλώνει) στο μέτρο μόνο που το βλέμμα το βλέπει με σεβασμό. Δεν τραβά το βλέμμα παρά μόνο αν το βλέμμα το έχει τραβήξει ολόκληρο μέσα στο βλεπτό, και εκεί το εκθέτει και το εξαντλεί. Το βλέμμα και μόνο, αυτό κάνει το είδωλο, ως έσχατη συνάρτηση του βλεπτού» [6]. «Η … προθετικότητα», προσθέτει ο Μαριόν, «αποβλέπει (=στοχεύει) στο θείο, και το βλέμμα εντείνεται για να δει το θείο, να το δει παίρνοντάς το λοιπόν μέσα στο πεδίο του βλεπτού». Το είδωλο, εννοεί εδώ ο συγγραφέας, στην ουσία προσπαθεί να «αδράξει» και να κυριεύσει, να παγώσει το θείο, να το μεταβάλλει σε κάτι απτό, περατό, όπως είπαμε, να το αιχμαλωτίσει. Του επιβάλλει όρια, πέραν των οποίων δεν μπορεί να διανοιχτεί. Το βλέμμα σταματά μπροστά στο άγαλμα, και δεν επιτρέπεται να δει κανείς τίποτε παραπέρα. Το άγαλμα απλώς εκ-στασιάζει τον θεατή, τον γοητεύει-«γητεύει» με το οπτικό του θάμβος, τόσο που είναι έτοιμος ο ειδωλολάτρης να προσκυνήσει την θεότητα και να πέσει κάτω, συγκλονισμένος από το τρομερό βίωμα. Βρισκόμαστε ενώπιον του φαινομένου της ειδωλο-«λατρείας», όπου αιχμαλωτίζεται κανείς στην  λάμψη του λατρευόμενου γλύπτου.
Αντιθέτως, η εικόνα, όπως ισχυρίζεται ο  γάλλος φαινομενολόγος, «δεν προκύπτει από μια θέαση, προκαλεί μια θέαση» [7]. Ποτέ η μορφή μιας εικόνας (και ως τέτοια θεωρεί ο Μαριόν πχ το πρόσωπο του άλλου) δεν «παγώνει» την ετερότητα σε κάτι στατικό, αλλά παραπέμπει πάντα στο αόρατο. «Αντί να προχωρεί το ορατό προς την κατάκτηση του αοράτου…, θα λέγαμε μάλλον ότι το αόρατο φτάνει μέχρι μέσα στο ορατό, ακριβώς επειδή το ορατό προκύπτει από το αόρατο» [8]. Βρισκόμαστε στην καρδιά του φαινομένου της «εικόνας», που είναι πάντα να παραπέμπει αλλού, και ως εκ τούτου να διανοίγει την «κοινωνία». «…Ακόμα και όταν το παρουσιάζει η εικόνα, το αόρατο παραμένει αόρατο».  
Το ζήτημα είναι ασφαλώς το αόρατο να γίνει μορφή πάντα μένοντας αόρατο. Η εικόνα λοιπόν δεν γίνεται ποτέ να εξαντικειμενίσει τον άλλο, που θα παραμένει για μας, πάντα εν κοινωνία, έτερος. Χάρη σ’ αυτήν, το βλέμμα δεν σταματά ποτέ σε κάτι ορατό, αλλά διερευνά τα ανεξερεύνητα οντολογικά βάθη του υπαρκτού, που θαυμαστά μπορεί ωστόσο να γίνεται μορφή: το αόρατο καθοράται. Ο Επίσκοπος λοιπόν δεν λειτουργεί ως ειδωλικό άγαλμα, αλλά παραπέμπει στο αρχέτυπο: τον μέγα Αρχιερέα. 
Τελειώνοντας, ειρήσθω εν παρόδω ότι ο εικονισμός στην Δύση έχει περιορισμένη σημασία, καθώς εκεί ποτέ δεν κατανοήθηκαν επαρκώς οι δογματικές αποφάσεις της Ζ Οικουμενικής Συνόδου. Τα αγάλματα, που έχουν ως γνωστόν πολύ περιορισμένη αναγωγική δυνατότητα, και παράλληλα αδυνατούν να φέρουν εσχατολογικό περιεχόμενο, έχουν δυστυχώς αντικαταστήσει τις εικόνες. 
                                 --------
Κατόπιν όλων αυτών, μπορεί να καταλάβει κανείς ότι η διδασκαλία του Σεβ. Πέργαμου πως ο Επίσκοπος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού», δεν σημαίνει παρά ότι αυτός διανοίγει για τους πιστούς, ως αληθής εικόνα, τον «φαινομενολογικό», δηλαδή  οντολογικό εκείνον ορίζοντα, που λέγεται «Χριστός». Η θεία Λειτουργία είναι λοιπόν όντως χριστοκεντρική. Τώρα, η διδασκαλία αυτή μπορεί να συμβιβαστεί, πιστεύω, με την άποψη των πατέρων Ρωμανίδη και Σωφρονίου, ότι σπουδαιότατο είναι για την Εκκλησία το διοικητικό έργο του Επισκόπου, καθότι ο Επίσκοπος, όντας εικόνα Χριστού, πράττει και λέγει ό,τι και ο Χριστός. Δηλαδή, το διοικητικό έργο του Επισκόπου είναι μάλλον προέκταση του καθαρά λειτουργικού. Τέλος, η έμφαση που δίνουν και οι δύο στην προσωπική αρετή του  Επισκόπου, σχετίζεται με το ότι ο Αρχιερεύς  πρέπει και να έχει, κατά το δυνατόν, ήθος Χριστού. Τέλος, αν σκεφτούμε αυτό που λέγει ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ότι δηλαδή στην εικόνα εικονίζεται το δοξασμένο, και όχι προαναστάσιμο, σώμα του Χριστού, καταλαβαίνει κανείς γιατί ο εικονισμός του Χριστού από τον Επίσκοπο στην Θεία Λειτουργία είναι πράγματι εσχατολογικός , και όντως υπερβαίνει τόσο το καθαρά διοικητικό, όσο και το ζήτημα της προσωπικής αρετής του εκάστοτε Επισκόπου, που τελεί το μυστήριο. Αυτό ως γνωστόν είναι έγκυρο, άσχετα από το πόσο άγιος είναι αυτός που το επιτελεί.
 
[1] Γ. Τσιγαρά, Η εικονολογία του Θεοδώρου Στουδίτη, Π. Ι. Π. Μελετών, Θεσ/κη 2011, σελ. 163
[2]ό.π. σελ. 164
[3]αυτόθι
[4]ό.π. σελ.164-5
[5]J-L Marion, Ο Θεός χωρίς το Είναι, Πόλις, Αθήνα 2012, σελ. 21
[6]ό.π. σελ. 22
[7]ό.π. σελ. 33
[8]ό.π. σελ. 34
 
Εικόνα: Ο Χριστός ως Μέγας Αρχιερεύς

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

The Church of Christ


The Properties of the Church

The Church's properties are those qualities which flow from its very essence and are a necessary part of it. Authors differ somewhat in enumerating these properties; and some distinguish between properties and endowments. But the difference seems to concern method and terminology rather than the matter itself. Seven properties, then, can be listed: visibility, indestructibility, infallibility, unity, holiness, catholicity, and apostolicity. Since visibility and indestructibility have already been considered, there remain for discussion only the last five.

Article I

THE CHURCH'S INFALLIBILITY

1. Meaning of the Term

The word infallibility itself indicates a necessary immunity from error. When one speaks of the Church's infallibility, one means that the Church can neither deceive nor be deceived in matters of faith and morals, It is a prerogative of the whole Church; but it belongs in one way to those who fulfill the office of teaching and in another way to those who are taught. Hence the distinction between active infallibility, by which the Church's rulers are rendered immune from error when they teach; and passive infallibility, by which all of Christ's faithful are preserved from error in their beliefs.
Passive infallibility depends on and is caused by active infallibility: for the faithful are kept free from error in religious matters only by loyally following their rulers. Consequently, it is limited by the same restrictions as is active infallibility, and it will therefore suffice to treat only the latter. Active infallibility may be defined as follows: the privilege by which the teaching office of the Church, through the assistance of the Holy Spirit, is preserved immune from error when it defines a doctrine of faith or morals.

The words through the assistance of the Holy Spirit indicate that this freedom from error is something derived; the words when it defines a doctrine of faith or morals limit this inerrancy to definite subject matter.

II. Errors

1. Protestants in general ascribe infallibility to no church, at least to no visible church. The Puseyists were willing to grant it to some sort of ideal Church made up of the Roman Catholic, Greek, and Anglican communions. The Pistoians asserted that infallibility, like all sacred power, had been given principally and directly to the whole body of the faithful, but to rulers only as agents of that body. The Jansenists of Holland seem to follow the same opinion, since they demand for an infallible decree: (a) that delegates or representatives of the whole “Church” be gathered together for a ecumenical council; (b) that these delegates agree that the doctrine belongs to the deposit of faith and that it has always been accepted by the whole Church; (c) that their judgment be ratified universally by the Church throughout the world.

2. Modernists, since they acknowledge not even a divinely established teaching office, naturally do not admit that the privilege of infallibility was granted this office. The doctrinal or dogmatic authority which they themselves grant the Church's rulers means only this: that these rulers are to be watchfully alert for what may, at any given period, be going on in the Christian consciousness, so that they may give it apt formulation. Of course the formulae must be modified as soon as they no longer correspond with the new mentality and the evolution of religious consciousness. In fact, in the Modernist system, the duty of doctrinal authority is not to see to it that there is never any change in the believing or in the understanding of the absolute and immutable truth preached from the beginning by the apostles. This authority is rather to take care that that be maintained which may seem best adapted to the cultural level of each generation. (1)

The first step in the treatment to follow will be a demonstration of the fact of infallibility. Next in order will be a study of its object or extent, and finally an investigation into its nature. The special discussion of the subject of infallibility fits more conveniently into the second section of this treatise. Suffice it to mention here, in anticipation of the fuller discussion, that that subject is both the body of the Church's rulers together with its head, in other words, the Roman Catholic college of bishops, and the supreme ruler of the whole Church, the Roman pontiff.

Ill. The Fact of Infallibility (2)

PROPOSITION: When the teaching office of the Church hands down decisions on matters of faith and morals in such a way as to require of everyone full and absolute assent, it is infallible.

This is a dogma of faith.

The teaching office of the Church or, as they say, “the teaching Church,” is made up of those to whom God entrusted the right and the duty to teach the Christian religion authoritatively. The words “in matters of faith and morals in such a way as to require of everyone full and absolute assent” are included in the proposition because, according to Catholic teaching, the Church's rulers are infallible not in any and every exercise of their teaching power; but only when, using all the fulness of their authority, they clearly intend to bind everyone to absolute assent or, as common parlance puts it, when they “define” something in matters pertaining to the Christian religion. That is why all theologians distinguish in the dogmatic decrees of the councils or of the popes between those things set forth therein by way of definition and those used simply by way of illustration or argumentation. For the intention of binding all affects only the definition, and not the historical observations, reasons for the definition, and so forth. And if in some particular instances the intention of giving a definitive decision were not made sufficiently clear, then no one would be held by virtue of such definitions, to give the assent of faith: a doubtful law is no law at all.

Although this proposition has never been defined in the precise form in which it is here stated, it is a dogma of faith by reason of the universal teaching of the Church. Moreover, the Vatican Council did define that the Roman pontiff “enjoys that infallibility with which the divine Redeemer wished His Church to be equipped in defining a doctrine of faith or morals.” (3)

Proof:

1. From the promises of Christ. (a) Christ said to the apostles in the Last Supper discourse, “And I will ask the Father, and he will grant you another Advocate to be with you for all time to come, the Spirit of Truth … he will make his permanent stay with you and in you … but the Advocate, the Holy Spirit, whom the Father will send in my name, will teach you all things, and refresh your memory of everything I have told you” (John 14:16-17, 26). “But when he, the Spirit of truth, has come, he will conduct you through the whole range of truth” (John 16:13). Then, after His Resurrection, He added, “…you shall be baptized with the Holy Spirit not many days hence … you shall receive power when the Holy Spirit comes upon you, and you shall be my witnesses in Jerusalem and in all Judea and Samaria and even to the very ends of the earth” (Acts 1:5, 8).

Two things are promised in these texts: the Holy Spirit, as the Teacher of truth (a) will come upon the apostles to imbue them with an exceedingly rich knowledge of the Christian religion; (b) He will remain with them forever. The purpose and the result of both these aids is that the apostles will preach Christ's religion pure and unabridged “even to the very ends of the earth.”

The former promise has in view especially the first communication of the Christian religion and, furthermore, at least in the strict and full sense, refers to the apostles alone. The latter promise, which is concerned more directly with the practice and preservation of this religion, cannot, in view of the words themselves(4) and of the purpose intended, be limited to the apostles personally; but embraces the apostolic college as it is to continue forever. But if the Holy Spirit is to remain with the successors of the apostles forever, and is to be in them that they may be witnesses of Christ to the ends of the earth, He will doubtless keep them from error when they define Christian doctrine. For would they really be witnesses of Christ if they corrupted His doctrine in even one point and unjustifiably demanded the assent of all to a falsehood?

(b) “Absolute authority in heaven and on earth has been conferred upon me. Go, therefore, and initiate all nations in discipleship … and teach them to observe all the commandments I have given you. And mark: I am with you at all times as long as the world will last” (Matt. 28:20). These words contain a promise to the apostolic college, as to a perpetual institution, of continuous and effective aid in teaching all nations the religion of Christ (see no. 20). But this aid certainly includes infallibility, for if they could err at times in defining Christian doctrine, the purpose of the aid would not be realized.

Furthermore, the force of Christ's promise is highlighted in an extraordinary manner by the obligation enjoined on all men to accept the doctrine preached by the apostles and by their successors throughout all ages: “He that believes … will be saved, but he that does not believe will be condemned” (Mark 16:16). Could our Lord have imposed this obligation without any limitation or restriction, and under the threat of eternal damnation, if He had left to posterity a teaching authority which was liable to error?

2. From the testimony of the Apostle. St. Paul: I write these instructions to you, so that … you may know what your conduct should be in the house of God which is the Church of the living God, the pillar and bulwark of truth (I Tim. 3:14-15). Truth purely and simply is the whole body of truth leading to eternal salvation: Christian doctrine in its entirety. The Church considered absolutely, i.e., the universal Church, is called a thoroughly solid pillar of this truth,(5) because it bears and supports the truth as an unshakably solid pillar supports a building. But it would not be the pillar and bulwark of the truth if it could shift from the truth in even one matter. Therefore we have here a direct statement of the infallibility of the Church as a whole; but one can immediately deduce from this the infallibility of the teaching office, since the whole Church depends on this office for its knowledge and profession of the truth.

3. From the testimony of the early fathers. They have left, in unmistakably clear or at least equivalent terms, testimony to their belief in the infallibility of the teaching office or, what actually comes down to the same thing, of the Church itself.

St. Ignatius:

Live in harmony with the mind of God. Surely, Jesus Christ, our inseparable life, for His part in the mind of the Father, just as the bishops, though appointed throughout the vast, wide earth, represent for their part the mind of Jesus Christ.—Epistula ad Ephesios 3. 2; ACW translation.

Now, if those who do this to gratify the flesh are liable to death, how much more a man who by evil doctrine ruins the faith in God, for which Jesus Christ was crucified! Such a filthy creature will go into the unquenchable fire, as will anyone who listens to him. The Lord permitted myrrh to be poured on His head that He might breathe incorruption upon the Church. Do not let yourselves be anointed with the malodorous doctrine of the Prince of this world.—Ibid. 16. 2-17. 1; ACW translation.

St. Irenaeus:

One should obey the presbyters [bishops] of the Church, for they are the successors of the apostles and along with episcopal succession have received the sure charism of truth according to the good pleasure of the Father.(6)

Tertullian makes sport of the thesis that

the Holy Ghost sent by Christ and asked of the Father for this very purpose, viz., to teach the truth, neglected His duty by allowing the Church to understand and to believe otherwise than what He Himself taught the apostles. — De praescriptione 28.

St. Athanasius: “The only words you need for answering those [paradoxes of the heretics] are the following: 'This is not the teaching of the Catholic Church'” (Epistula ad Epictetum 3).

St. Jerome: “I was able to dry up all the rivulets of false assertions with the one sun of the Church” (Altercatio luciferiani et orthodoxi 28).

St. Augustine:

Many tongues and various heresies speak in opposition … hasten to the tabernacle of God, hold fast to the Catholic Church, depart not from the rule of truth, and you will find in this tabernacle asylum from the tongues which wag in opposition. — Enarrationes in Psalmos 30. 3. 8.

The Catholic Church wages war against all heresies. It can give battle, but it can never be vanquished. All heresies have gone forth from it [the Church] like useless branches pruned from a vine; but it remains itself firmly fixed in its roots, in its vine, in its love. The gates of hell will not prevail against it. (7)

4. Theological argument. The Church, according to Christ's promises, is indestructible (no. 19); but it would fail through corruption if it strayed from the true teaching of Christ; and it would so stray, indeed inevitably, if its teaching authority were to err at any time in defining points of doctrine.

Corollary

Since even in the Old Testament period the revealed religion was to be piously safeguarded, theologians usually bring up at this juncture the question of the infallibility of the Synagogue. Opinions vary, but, here, in sum, is that of Cardinal Franzelin.(8) (a) The Aaronic priests undoubtedly exercised authoritative teaching power in sacred matters; but there is no sufficient proof that the charism of infallibility was granted this ordinary teaching body. However, (b) even at that time God was watching over the preservation of sacred doctrine, and He did so in a manner suited to the special character of that stage of religious development, when revelation was not only to be safeguarded but also to be steadily increased. He effected this increase through new revelations made to the prophets, whose mission, however, was directed no less to the safeguarding of already promulgated revelation than to its further unfolding. Consequently the teaching office of the Old Testament comprised two elements, the ordinary teaching office of the priests and the extraordinary teaching office of the prophets; and so, considered in its entirety, it guarded the deposit of faith with infallible sureness, inasmuch as the prophets corrected any mistakes which the ordinary teachers might possibly have made.

IV. The Object of Infallibility

In the definition given above the object of infallibility was expressed in these words borrowed from the Vatican Council: “when it defines a doctrine of faith or morals.” It remains now to fix more accurately the meaning and the scope of this formula. This will be done on the basis of the words of Christ and of the apostles cited in the course of the proof; and on the basis, too, of the purpose for which the privilege of infallibility was granted.

It is important to pay attention above all to the word doctrine; for infallibility concerns the teaching office and so has as its special object doctrines, or at least doctrinal decisions by which some truth is presented to be believed or maintained by everyone.

The formula, “a doctrine of faith or morals,” comprises all doctrines the knowledge of which is of vital concern to people if they are to believe aright and to live uprightly in accordance with the religion of Christ. Now doctrines of this sort have either been revealed themselves or are so closely allied with revelation that they cannot be neglected without doing harm to the latter. Consequently the object of infallibility is twofold: there is a primary and a secondary object.

PROPOSITION 1: The primary object of infallibility is each and every religious truth contained formally in the sources of revelation.

By a religious truth is meant anything (doctrine or fact) which pertains to religion, i.e., to faith and morals, and insofar as it does pertain to it. The various ways in which a truth can be formally contained in the sources of revelation will be explained in the treatise on Faith. According to all Catholics, the present proposition is a dogma of faith.

Proof:
That religious truths contained formally in the sources of revelation are the object of infallibility calls for no explicit demonstration.

That infallibility extends to each and every one of these truths, whether they be matters of intellectual concern or of practical action, is clear: (1) from the words of Christ, who promised His assistance to the apostles and sent them forth to teach the nations “to observe all the commandments I have given you,” and who promised them the Spirit of truth who “will teach you everything.” (2) from the express purpose of infallibility. If the latter did not embrace all these truths, one could be doubtful about almost any single truth; for where could one find a criterion for distinguishing fundamental from not-so-fundamental truths?

Sequel

To the primary object of infallibility belong specifically:
1. Decisions on the canon, or the material extent, of Sacred Scripture, or on its true meaning in passages dealing with faith or morals.
2. Decisions acknowledging and explaining the records of divine tradition.
3. Decisions on the selection of terms in which revealed truth is to be presented for belief (dogmatic terminology, creeds, dogmatic decrees).
4. Decisions on doctrines directly opposed to revealed truth (condemnation of heresies). For he who knows with infallible certainty the truth of a proposition knows with the same infallibility the falseness of a contradictory or contrary proposition.

PROPOSITION 2: The secondary object of infallibility comprises all those matters which are so closely connected with the revealed deposit that revelation itself would be imperilled unless an absolutely certain decision could he made about them.

The charism of infallibility was bestowed upon the Church so that the latter could piously safeguard and confidently explain the deposit of Christian revelation, and thus could be in all ages the teacher of Christian truth and of the Christian way of life. But if the Church is to fulfill this purpose, it must be infallible in its judgment of doctrines and facts which, even though not revealed, are so intimately connected with revelation that any error or doubt about them would constitute a peril to the faith. Furthermore, the Church must be infallible not only when it issues a formal decree, but also when it performs some action which, for all practical purposes, is the equivalent of a doctrinal definition.

One can easily see why matters connected with revelation are called the secondary object of infallibility. Doctrinal authority and infallibility were given to the Church's rulers that they might safeguard and confidently explain the deposit of Christian revelation. That is why the chief object of infallibility, that, namely, which by its very nature falls within the scope of infallibility, includes only the truths contained in the actual deposit of revelation. Allied matters, on the other hand, which are not in the actual deposit, but contribute to its safeguarding and security, come within the purview of infallibility not by their very nature, but rather by reason of the revealed truth to which they are annexed. As a result, infallibility embraces them only secondarily. It follows that when the Church passes judgment on matters of this sort, it is infallible only insofar as they are connected with revelation.

When theologians go on to break up the general statement of this thesis into its component parts, they teach that the following individual matters belong to the secondary object of infallibility: 1. theological conclusions; 2. dogmatic facts; 3. the general discipline of the Church; 4. approval of religious orders; 5. canonization of saints.

Assertion 1: The Church's infallibility extends to theological conclusions.
This proposition is theologically certain.

A theological conclusion is a proposition which by genuinely discursive reasoning is deduced with certainty from two premises, one of which is formally revealed, the other known with natural certitude. It can be strictly a matter of intellectual knowledge, like the fact that the Son proceeds from the Father by a process of intellectual generation; or it can be a matter of practical knowledge, like the fact that one may not directly abort a foetus to save the life of the mother. To assert that the Church is infallible in decreeing these conclusions is to affirm implicitly that it is infallible in rejecting errors opposed thereto; the principle is the same for both.

Proof:

1. From the purpose of infallibility. The Church is infallible in matters so closely connected with revelation that any error in these matters would constitute a peril to the faith. But theological conclusions are matters of this type. The conclusion is obvious.

Major.
It is evident from Christ's promises that the teaching office of the Church was endowed with infallibility so that it might be able to carry out its mission properly: to safeguard reverently, explain confidently, and defend effectively the deposit of faith. But the realization of this purpose demands the extension of infallibility to related matters, in the sense explained above. Here is the reason. The security of the deposit requires the effective warding off or elimination of all error which may be opposed to it, even though only indirectly. This would be simply impossible without infallibility in related matters. If the Church were infallible only in the field of revealed truth and not in that of matters annexed thereto, it would be like a general who was assigned to defend a city but was given no authority to build up defenses or to destroy the material which the enemy had assembled. It would be like a caretaker to whom the master of the house had said, “Take care that my house doesn't burn down; but don't put out any flames as long as they remain merely nearby”!

Minor. Every conclusion is so connected with its premises that a denial of the conclusion involves necessarily the denial of at least one of those premises. Now one of the premises upon which every theological conclusion rests is a truth evident from reason, and since no one can very well deny such a premise, there is danger that an error in the conclusion may give rise to an error about the revealed premise.

2. From the mind of the Church. The Church surely makes no mistake when it determines the force and extent of its infallibility, for the greatest of harm would result if the Church, by stretching infallibility beyond its limits, could force everyone to give unqualified assent to a matter about which it is liable to be mistaken. But the fact is that the Church has often and openly expressed its conviction of being infallible in the matter of theological conclusions. It has expressed this conviction at least in an active, practical way, by irrevocably repudiating doctrines which, while not directly opposed to revealed truths, are opposed to theological conclusions. See, e.g., DB 602, 679, 1542, 1748.

Assertion 2: The Church's infallibility extends to dogmatic facts.

This proposition is theologically certain.

A dogmatic fact is a fact not contained in the sources of revelation, on the admission of which depends the knowledge or certainty of a dogma or of a revealed truth. The following questions are concerned with dogmatic facts: “Was the Vatican Council a legitimate ecumenical council? Is the Latin Vulgate a substantially faithful translation of the original books of the Bible? Was Pius XII legitimately elected bishop of Rome?” One can readily see that on these facts hang the questions of whether the decrees of the Vatican Council are infallible, whether the Vulgate is truly Sacred Scripture, whether Piux XII is to be recognized as supreme ruler of the universal Church.

From the time of the Jansenist controversies, theologians have understood by the term “dogmatic fact” especially the following question: “Is such and such a doctrine (orthodox or heretical) really contained in such and such a book?” The Jansenists in fact admitted the Church's infallibility in a question of right or of dogma, i.e., the Church could decide whether this or that doctrine (considered in itself and prescinding from the book in which it was said to be expressed) was heretical. But at the same time they denied its infallibility in a question of fact, e.g., whether this (heretical) doctrine was really stated in such and such a book, as, e.g., Jansen's Augustinus.(9) One can readily see that a determination of this fact would determine whether one could or could not maintain and defend the doctrine of this book.

Proof:


1. From the purpose of infallibility. The Church is infallible in those related matters in which an error would constitute a danger to the faith. But dogmatic facts are matters of this kind. The reason should be obvious from the examples alleged above. What good would it do to proclaim in theory the infallible authority of ecumenical councils if one could licitly doubt the legitimacy of a specific council? What good would it do to acknowledge the inspiration of the Sacred Books in their original forms — forms long ago extinct — if one could not definitively establish the substantial fidelity of copies of the original, and of the translations which the Church has to use? Could Christians be effectively protected against errors in their faith if the Church could not warn them against poisonous fare, such as are books which contain heresy or errors in religious matters?

2. From the practice of the Church, which (a) often resolutely and officially repudiated heretical writings as e.g., the Thalia of Arius in the Council of Nicaea and the works of Nestorius in the Council of Ephesus; (b) declared the Vulgate to be authentic at the Council of Trent,(10) and the Canon of the Mass to be free of any error; (11) (c) asserted specifically in the case of Jansen that “reverent silence” about a dogmatic fact is not at all adequate, “but that all faithful Christians must condemn as heretical in their hearts as well as with their lips the opinions [which the Church has] condemned in the five aforementioned propositions of Jansen's book, opinions which the very words of those propositions quite clearly state.” (12)

A famous objection is that concerned with the Three Chapters (Theodore, bishop of Mopsuestia and his works; some of the works of Theodoret, bishop of Cyrrhus, and the letter of Ibas, a priest of Edessa, to Mans of Persia, all of which works favored Nestorianism). The Council of Chalcedon is said to have approved these works and the Second Council of Constantinople and Pope Vigilius subsequently to have condemned them. Consequently, they say, at least one of them was in error about a dogmatic fact. But this conclusion is not justified, for although the fathers of Chalcedon, after having expressly condemned Nestorianism, accepted Theodore and Ibas as members of the Council, they passed no explicit decision regarding the Three Chapters.(13)

Corollary

The Church does not usually pass judgment directly on the dogmatic fact itself; but on the proposition which, through the medium of a dogmatic fact, is deduced from a revealed premise (either through a true reasoning process or through a merely explanatory syllogism). Of course, whatever the Church declares directly must be maintained by everyone, e.g., that the Vulgate contains the word of God; that Pius XII is head of the Church; that the doctrine of this or that book is heretical. It arrived at these decisions in the following manner: every faithful translation of the inspired books contains the words of God; but the Vulgate is a faithful translation; therefore, … Anyone legitimately elected bishop of Rome is head of the Church; but Pius XII was legitimately elected; therefore, … Any book containing this doctrine is heretical; but such and such a book contains this doctrine; therefore, … Since then, the Church's decision is concerned more directly with the conclusion deduced from revelation with the help of a dogmatic fact, rather than with the dogmatic fact itself (which is assumed in the decision rather than directly affirmed), dogmatic facts can rightly be called not only secondary but also indirect objects of infallibility.

It may help to mention that several theologians treat this question a bit differently. For they understand by the term “dogmatic fact” not a premise drawn from history, on which the conclusion would depend, as in the examples above, but the conclusion itself, e.g., that the Vulgate contains the word of God or that such and such a book is heretical. If one prefers this view of the matter, he will then define a dogmatic fact, in the words of the illustrious de Groot, as “a fact in which a doctrine is expressed.” (14)

One may wonder what name is to be given the conclusion, following the view proposed above. To answer that, a distinction is necessary. If the conclusion is the result of a real reasoning process, it is to be called a theological conclusion. But if the syllogism is merely explanatory, then it expresses a truth formally but implicitly revealed. The precise meaning of this distinction will be explained in the treatise on Faith (no. 200).

Assertion 3: The Church's infallibility extends to the general discipline of the Church. This proposition is theologically certain.

By the term “general discipline of the Church” are meant those ecclesiastical laws passed for the universal Church for the direction of Christian worship and Christian living. Note the italicized words: ecclesiastical laws, passed for the universal Church.

The imposing of commands belongs not directly to the teaching office but to the ruling office; disciplinary laws are only indirectly an object of infallibility, i.e., only by reason of the doctrinal decision implicit in them. When the Church's rulers sanction a law, they implicitly make a twofold judgment: 1. “This law squares with the Church's doctrine of faith and morals”; that is, it imposes nothing that is at odds with sound belief and good morals. (15) This amounts to a doctrinal decree. 2. “This law, considering all the circumstances, is most opportune.” This is a decree of practical judgment.

Although it would he rash to cast aspersions on the timeliness of a law, especially at the very moment when the Church imposes or expressly reaffirms it, still the Church does not claim to he infallible in issuing a decree of practical judgment. For the Church's rulers were never promised the highest degree of prudence for the conduct of affairs. But the Church is infallible in issuing a doctrinal decree as intimated above — and to such an extent that it can never sanction a universal law which would be at odds with faith or morality or would be by its very nature conducive to the injury of souls.

The Church's infallibility in disciplinary matters, when understood in this way, harmonizes beautifully with the mutability of even universal laws. For a law, even though it be thoroughly consonant with revealed truth, can, given a change in circumstances, become less timely or even useless, so that prudence may dictate its abrogation or modification.

Proof:

1. From the purpose of infallibility. The Church was endowed with infallibility that it might safeguard the whole of Christ's doctrine and be for all men a trustworthy teacher of the Christian way of life. But if the Church could make a mistake in the manner alleged when it legislated for the general discipline, it would no longer be either a loyal guardian of revealed doctrine or a trustworthy teacher of the Christian way of life. It would not be a guardian of revealed doctrine, for the imposition of a vicious law would be, for all practical purposes, tantamount to an erroneous definition of doctrine; everyone would naturally conclude that what the Church had commanded squared with sound doctrine. It would not be a teacher of the Christian way of life, for by its laws it would induce corruption into the practice of religious life.

2. From the official statement of the Church, which stigmatized as “at least erroneous” the hypothesis “that the Church could establish discipline which would be dangerous, harmful, and conducive to superstition and materialism. (16)

Corollary

The well-known axiom, Lex orandi est lex credendi (The law of prayer is the law of belief), is a special application of the doctrine of the Church's infallibility in disciplinary matters. This axiom says in effect that formulae of prayer approved for public use in the universal Church cannot contain errors against faith or morals. But it would be quite wrong to conclude from this that all the historical facts which are recorded here and there in the lessons of the Roman Breviary, or all the explanations of scriptural passages which are used in the homilies of the Breviary must be taken as infallibly true.(17) As far as the former are concerned, those particular facts are not an object of infallibility since they have no necessary connection with revelation. As for the latter, the Church orders their recitation not because they are certainly true, but because they are edifying.

Assertion 4: The Church's infallibility extends to the approval of religious orders. This proposition is theologically certain.

The religious state is essentially the observance, under obligation of a vow, of the evangelical counsels recommended by our Lord Himself. But every congregation or order follows its own constitution, its own laws for living the evangelical counsels and for attaining its own special purposes. The present discussion, therefore, has to do with the approval of this constitution, and furthermore, with that solemn and definitive approval which is reserved for the sovereign pontiff and by which a congregation is established as a religious order in the strict sense of the word.(18)

Practically the same thing is to be said about the approval of orders as was said about the general discipline of the Church: it is an indirect object of infallibility by reason of the doctrinal judgment which it implies. No one claims that the Church is infallible in the decree of practical judgment — as, for instance, whether, in view of the circumstances, it would be expedient to allow the foundation of the new order — but only in the doctrinal judgment — as, for instance, whether such and such a constitution is an apt instrument for the acquiring of Christian perfection.

Proof:

1. From the purpose of infallibility. The Church was endowed with infallibility that it might be forever a trustworthy teacher of Christian truth and perfection. But it would certainly not be, if it could approve, by a definitive decision, a constitution opposed to the gospel or to the natural law. It is useless to object that an error in this sort of affair would harm not the universal Church, but only the members of this particular order. Of course it would harm the latter immediately and most of all, but indirectly it would affect the whole Church; for when an order is solemnly approved, it is recommended to the whole Church as a fit means for acquiring perfection, so that no one may licitly impugn it from this point of view.

2. From the solid conviction of the Church, which, when approving orders, expresses itself in such a way as to make it sufficiently clear that it considers decisions of this type to be infallible. For an example of such a decision, see Pesch, Praelectiones dogmaticae, I, 545.

Assertion 5: The Church's infallibility extends to the canonization of saints. This is the common opinion today. (19)

Canonization (formal) is the final and definitive decree by which the sovereign pontiff declares that someone has been admitted to heaven and is to be venerated by everyone, at least in the sense that all the faithful are held to consider the person a saint worthy of public veneration. It differs from beatification, which is a provisional rather than a definitive decree, by which veneration is only permitted, or at least is not universally prescribed. Infallibility is claimed for canonization only; (20) a decree of beatification, which in the eyes of the Church is not definitive but may still be rescinded, is to be considered morally certain indeed, but not infallible. Still, there are some theologians who take a different view of the matter.

Proof:

1. From the solid conviction of the Church. When the popes canonize, they use terminology which makes it quite evident that they consider decrees of canonization infallible. Here is, in sum, the formula they use: “By the authority of our Lord Jesus Christ and of the apostles Peter and Paul and by our own authority, we declare that N. has been admitted to heaven, and we decree and define that he is to be venerated in public and in private as a saint.”

2. From the purpose of infallibility. The Church is infallible so that it may be a trustworthy teacher of the Christian religion and of the Christian way of life. But it would not be such if it could err in the canonization of saints. Would not religion be sullied if a person in hell were, by a definitive decree, offered to everyone as an object of religious veneration? Would not the moral law be at least weakened to some extent, if a protégé of the devil could be irrevocably set up as a model of virtue for all to imitate and for all to invoke? But it cannot be inferred: therefore the Church must also be infallible in authenticating the relics of the saints; for (a) the Church never issues so solemn a decree about relics; and (b) the cases are not parallel, for in the case of relics, it is a question of relative cult, while in that of the saints it is one of absolute cult.(21)

Corollory

Several considerations urge the conclusion that the Church's infallibility extends also to equivalent canonization, formerly quite common. By this means, without any formal decree of canonization, a deceased person gradually came to be venerated by the universal Church. However, formal and equivalent canonizations arc not at all on the same plane; in the latter the consent of the supreme pontiff can be taken as purely permissive, in much the same way as the veneration of a beatified person is sometimes permitted the universal Church. Some scholars are led by this observation to think that it is not absolutely impossible that someone who is not a saint might appear among those who, without being formally canonized, have a commemoration or even a full office in the Breviary. The papal approval of the Breviary, they say, as far as they who have not been formally canonized are concerned, amounts to nothing more than an order that no change be made therein. This is not a definitive decree, but rather permission to continue the traditional cult.(22)

Scholion: Is the fact of the Church's infallibility in matters related to revealed truth itself a revealed truth?

In each instance we have proved the infallibility of the Church's teaching office in matters related to the deposit of revelation from the express purpose of infallibility and from the mind of the Church. It is, consequently, clear that this infallibility is at least a conclusion from revelation; indeed a conclusion whose validity the Church itself has sanctioned at least by its practical attitude and mode of action. But serious reasons incline us to state that this extension of infallibility — not of course to each of the items considered individually above, but to related matters in general — is a formally revealed truth. There is no doubt that our Lord promised His Church the “Spirit of truth” (John 14:17), who would teach “the whole range of truth” (John 16:13); the apostle calls the Church the pillar and bulwark of truth (I Tim. 3:15).(23) What, then, does the word “truth” or the phrase “the whole range of truth” mean in these texts: just revealed truth, or all the truth which the Church, in view of its special purpose, must know with certainty? The answer seems to be that since the terms are general, and the purpose of the Church militates against their being restricted to revealed truths, they must doubtless be understood as referring to all doctrines which concern Christian faith and morality either directly or indirectly. In other words, they must include also matters connected with revealed truth.

This is why Cardinal Franzelin could in the following way describe the general proposition of infallibility in related matters: this assertion, “as all theologians agree, is so certain that its denial would be an error, or even, in the opinion of many, a heresy, even though it has not as yet been explicitly condemned as heretical.”(24)

V. The Nature of Infallibility

1. The privilege of infallibility is not merely actual absence of error, but the impossibility of erring. It is of course a supernatural gift, and since it works not to the advantage of the recipients themselves but to that of the whole Church, it is a gratia gratis data or charism. It is often called “the charism of truth.”

2. Infallibility must not be thought of as a habit permanently residing in the minds of the Church's officio! teachers, a habit which would express itself in the making of a dogmatic definition, as e.g., the habit of faith expresses itself in an act of supernatural faith. It is rather a privilege which depends for its exercise on some objective external help. This privilege can be called habitual in the sense that it was promised by a definite divine decree. But it is in actual existence only when something is being defined.

3. The efficient cause of infallibility is the assistance of God or of the Holy Spirit. This assistance:

a. is a help inferior in nature to revelation and inspiration; furthermore,
b. it can involve any kind of influence which God may choose to use in order to turn away the teacher's mind from what is false and to lead him to a sure knowledge of the truth.

As for a: this assistance differs from revelation, through which some new doctrine is received from God. “For,” says the Vatican Council,(25) “the Holy Spirit was promised to Peter's successors [and the same holds good for the Roman Catholic episcopate] not that they might, as a result of His revelation, make known a new doctrine, but that with His assistance they might reverently safeguard and faithfully explain the revelation handed down by the apostles, i.e., the deposit of faith.”

It is different from inspiration, through which a document is written in such fashion as to be the Word of God and comes from the mouth of God in such a way that God is its principal author and man the instrumental author only. A decree issued under divine assistance, however, is the word of the Church, and its principal author is the pope or a council. It is a question here of inspiration in the strict sense, such as that which the sacred authors enjoyed; any divine assistance could be loosely referred to as inspiration.

As for b: God assists at least negatively by preventing an arrival at an erroneous definition. But it seems that we must go further and say that whenever, and to the extent that it is necessary, God also positively guides the Church's teachers to a correct knowledge and presentation of the truth He has entrusted to the Church. The means, natural or supernatural, which divine Providence selects for this purpose, can be quite varied, and can operate internally or externally.(26)

4. The divine assistance does not render at all superfluous the hard work and study of men, the investigation of the sources of revelation, etc.; it rather supposes and includes these elements. In actual practice, the usual preamble to doctrinal definitions includes not only the request for divine light, but also the most careful theological research. Consequently, those who object that the promise of divine assistance fosters indolence do so without justification. However, infallibility (or the inability to err) does not depend formally on human industry, but on divine assistance. And so no one can spurn a definition of the Church on the pretext that it is not backed up by adequate research; when a definition has once been issued, one can be sure that the Church's official teacher did not act precipitously, but did all the necessary preliminary research; or else, if he did act rashly, that his rashness did not adversely affect at least the truth of the definition. All this is, of course, only a supposition, for it seems much more reasonable to hold that the Holy Spirit would never allow the Church's rulers to act rashly in issuing doctrinal definitions.

5. The assistance promised the Church's rulers extends to the threefold function which they must fulfill with regard to religious truth. (a) They are infallible witnesses of revelation, in that they always reverently safeguard the deposit entrusted to the Church; (b) they are infallible teachers of religious truth, in that they always faithfully interpret and explain revealed doctrine; (c) they are infallible arbiters of controversies, in that they always decide without error questions which have arisen on matters of religion.

Sequel

The rule of faith. It seems timely to add here a few remarks on the rule of faith. This term signifies the standard or norm according to which each individual Christian must determine what is the material object of his faith.
Protestants claim that the written Word of God, Holy Scripture, and that alone, is the one rule of faith. Catholics, on the other hand, even though they, too, admit that our faith must be regulated in the final analysis by the Word of God — including tradition as well as Scripture — hold that the proximate and immediate rule of faith — that rule to which each of the faithful and each generation of the faithful must look directly — is the preaching of the Church. And so, according to Catholics, there exists a twofold rule of faith: one remote and one proximate. The remote rule of faith is the Word of God (handed down in writing or orally), which was directly entrusted to the Church's rulers that from it they might teach and guide the faithful. The proximate rule of faith, from which the faithful, one and all, are bound to accept their faith and in accordance with which they are to regulate it, is the preaching of the ecclesiastical magisterium.(27) The following assertions concern the proximate rule of faith.
1. The Church's preaching was established by Christ Himself as the rule of faith. This can be proved from Matthew 28:19—20 and Mark 16:15—16; the command to teach all nations certainly implies a corresponding duty on the part of the nations to believe whatever the apostles and their successors teach, On the other hand, there is no notice anywhere of Christ's having commanded the apostles to give the people the doctrine of salvation in writing, and never did He command the faithful as a whole to seek their faith in the Bible.(28)
2. The Church's preaching is a rule of faith which is nicely accommodated to people's needs. For (a) it is an easy rule, one that can be observed by all alike, even the uneducated and unlettered. What could be easier than to give ear to a magisterium that is always at hand and always preaching? (b) It is a safe rule, for the Church's teaching office is infallible in safeguarding and presenting Christ's doctrine. (c) It is a living rule, in accordance with which it is possible in any age to explain the meaning of doctrines and to put an end to controversies.


Notes.

1. See the decree Lamentabili, propositions 6, 62-64; encyclical Pascendi (DB 2093); Oath against Modernism (DB 2147).
2. See J. C. Fenton, “The Church and Catholic Dogma,” AER, 120 (1949), 123 ff.
3. Constitution Dc ecclesia, chap. 4,
4. It is with utter improbability that some have tried to interpret the words of John 14:16, “for all time to come” and those of Matt. 28:20, “as long as the world shall last” — as “to the end of this age,” i.e., the apostolic age.
5. In vain some Protestants, basing themselves on no good reasons, but forced by the need to holster their position, have tried to refer the words “the pillar and bulwark of truth” either to Timothy or to the mystery of the Incarnation. They would read as follows: “... the Church of the living God. The pillar and bulwark of truth and something clearly great is the sacrament of piety which has been manifested in the flesh.”
6. Adversus haereses iv. 26. 2; see iii. 24. 1.
7. De symbolo ad catechumenos 1. 6.
8. De ecclesia, Thesis 3, 2.
9. It was, then, not a question of this fact, viz., whether the five condemned propositions (DB 1092 ff.) can be found verbatim in the book Augustinus; much less whether Jansen maintained in the secret of his soul and intended to teach the doctrine expressed in the five propositions. Obviously the “mind of the author” which is condemned is nothing other than the meaning which the words of the author objectively express according to the usual norms of interpretation.
10, Session 4.
11. Session 22, chap. 4; and canon 6.
12. Constitution Vineam Domini of Clement XI (DB 1350).
13. See Hefele, Conciliengeschichte (2nd ed.), II, 798 if.; Hergenrother-Kirsch, Kirchengeschichte, I, 602 if. See P. Hughes, op. cit., I, 342 ff.; H. M. Diepen, O.S.B., Les trois chapitres au Concile de Chalcédoine (Oosterhout, 1953).
14. De ecclesia (3rd ed.), p. 318.
15. An example may help to clarify the matter. If the whole Christ were not present under the appearances of bread alone, the law forbidding lay people to drink from the chalice would offend against the faith. Or if the words increase and multiply (Gen. 1:28) constituted an ordinance binding every individual man, then the law of celibacy would be opposed to right morals. The same conclusion would hold if virginal purity were morally impossible for men.
16. The bull Auctorem fidei (DB 1578).
17. See Benedict XIV, De servorum Dei beatificatione, lib. IV, pars II, chap. 13, nos. 7-8. Very many bishops asked the Vatican Council for an appropriate revision of the Breviary on some points “which seem not at all square with established historical fact and sound scriptural exegesis” (Coll. Lac., VII, 874; see VII, 844, 882). There should be nothing surprising about this. At the time the Roman Breviary was edited, the critical apparatus now our disposal was simply not available.
18. On a lower plane than this solemn approbation, there are also: (a) episcopal approbation; (b) permissive papal approbation; (c) commendatory papal approbation. These are all treated in works on canon law.
19. See N. Scheid, “Die Unfehlbarkeit des Papstes bei der Heiligsprechung,” ZkTh (1890), p. 599; F. Spedalieri, Dc Ecclesiae infallibilitate in canonizatione sanctorum quaestiones selectae (Rome, 1949); for a critique of latter work see TS, 12 (1951), 249.
20. The names of canonized saints are inserted in the Roman Martyrology, but this work contains other names besides. That is why scholars, following the lead of Benedict XIV, warn us that the presence of a person's name in the Martyrology is not conclusive proof that that person is enjoying the bliss of heaven. See N. Paulus, “Martyrologium und Brevier als historische Quellen,” Der Katholik, I (1900), 355.
21. Absolute cult or worship is directed to a person; relative cult is directed to some object or other, not because it possesses any intrinsic worth in itself, as a person would, but because it is connected in some way with a sainted person. See A. Aldama, S.J., Sacrae theologiae Summa, III (Madrid, 1953), 469.
22. See N. Paulus, art. cit., p. 359; A. Spaldak, “Zur geplanten Emendation des romischen Breviers,” Der Katholik, I (1905), 290; Bainvel, De magisterio, p. 111.
23. See J. C. Fenton, “New Testament Designations of the Church and of its Members,” CBQ, 9 (1947), 286.
24. De Traditione et Scriptura (3rd ed.), p. 123.
25. Constitution De ecclesia, chap. 4.
26. See Heinrich, Dogmat. Theol. II, par. 90.
27. The Symbols (Creeds, i.e., those formulae in which the Church's teaching authority sums up the chief points of its preaching in view of the needs of different ages), are also called rules of faith. But they are material rules of faith, while the formal rule of faith is the preaching itself.
28. An appeal to John 5:39 is in vain: (a) from the context, the verb ereunate seems to be the indicative rather than the imperative (Kleist-Lilly: You have the Scriptures at your finger ends; Confrat. NT: You search the Scriptures); (b) even granting that it is the imperative, the text still proves nothing. From the fact that Christ refers the unbelieving Jews, the Scribes and Pharisees, to the sacred books of the Old Testament that they may learn therein of his divine mission, it does not at all follow that He intends every individual Christian to draw his faith directly from the Scriptures.


X.Georges-Gregoire Papathanasiou PhD
Archbishop