Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Αυτά η σιωπή....

Αυτή η σιωπή δεν ήταν ποτέ τόσο βροντερή.
Ο Σωτήρας ,ο Μεγάλος Αγαπημένος Χριστός ,περνά από τη ζωή στο θάνατο ,για να φέρει και πάλι τη ζωή.Και όλα αυτά για την σωτηρία μας ,αυτή που οι αμαρτίες και παραλήψεις μας κατέστρεψαν.
Ποτέ τούτη η Σιωπή δεν ήταν τόσο Βροντερή.
Ας βιιώσουμε με ειληκρίνεια το διαρκές Θείο Πάθος.Αυτό της καθημερηνότητας.
Της θρυμματισμένης ζωής μας.
Με αγάπη
Χ.Γεώργιος Παπαθανασίου
Αρχιεπίσκοπος

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Η Ηθική και η Εκκλησία

Πρόσφατα μεγάλα θλιβερά γεγονότα έχουν στιγματίσει την χριστιανική πίστη με τα σοβαρά κρίματα διαφόρων λειτουργών της.Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα σκάνδαλα ομοφυλοφιλίας μέσα και έξωθεν του Βατικανού ,τα φρικτά εγκλήματα από την παιδεραστία κ.α.
Τούτα τα ελεεινά φαινόμενα δεν περιορίζονται μόνο στην Καθολική Εκκλησία αλλά γενικεύονται και σε άλλες Εκκλησίες ,Ορθόδοξες ,προτεσταντικές κ.α.
Πρόσφατα λάβαμε μια φωτογραφία με συμπαθή καλοντυμένη κυρία ,που μετά από προσεκτική παρατήρηση με έκπληξη και αηδία καταλάβαμε ότι ή κυρία αυτή δεν ήταν άλλος από τον επικεφαλής μιας άθλιας κάστας ανωμάλων που συνυπάρχουν δυστυχώς κάτω από τον μανδύα του παλαιο-καθολικισμού.
Αυτή η "ανακάλυψη " είναι περισσότερο μιαρή δεδομένου ότι ο Παλαιο-καθολικισμός είτε αυτός που αρνείται τα διατάγματα της Αης Συνόδου του Βατικανού ,είτε όχι ( παλαιά Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία),δίνει την δυνατότητα του γάμου στους κληρικούς της οιανδήποτε βαθμού ιεροσύνης δυνάμει Πρός Τιμόθεον Επιστολή Α:Κεφ.γ .1-7.
Κατά συνέπειαν οι κολασμένες αυτές πράξεις όχι μόνον εκπορεύονται από τον πονηρό ,αλλά συνιστούν διαστροφή και δη μεγίστη.
Επίσης ένα άλλο φαινόμενο είναι η λεγόμενη μοναστική κατάθλιψη.Είναι γνωστό πώς ο κληρικός έχοντας την σεπτή του οικογένεια βρίσκεται μέσα σε μια οικογενειακή θαλπωρή και αγάπη των δικών του ,της συζύγου και των παιδιών του,εγγονιών του κλπ.
Ο μοναχός ( -χή) έχει την κοινότητά της.
Την στιγμή όμως που είτε οι μοναστικές κλήσεις μειώνονται ,είτε το φαινόμενο της εκκοσμίκευσης καταστρέφει τα αισθήματα συμπόνοιας -αγάπης-κατανόησης και απο την άλλη μη έχοντες κληρικούς ,μετατίθενται ιερομόναχοι στις ορφανές Ενορίες,τότε λόγω την μοναξιάς και άλλων αισθημάτων ,επέρχεται η σοβαρή κατάθλιψη και πολλές φορές και η σχιζοφρένεια.
Οι ηγεσίες των Εκκλησιών πρέπει να σταματήσουν να είναι άκαμπτες σε ζητήματα τόσο σοβαρά.Πρέπει με μια δυναμική να το λύσουν το φαινόμενο αυτό,γιατί ακολουθεί ένα τρομακτικό φαινόμενο ,που καλούνται οι πιστοί να βιώσουν την ιδιοτροπία ,την αδιαφορία ,ακόμη και την διαστροφή.
Βέβαια σε εξέχουσες μορφές αγιοσύνης υπάρχουν οι εξαιρέσεις.Ομως μιλούμε ,για την καθημερινότητα ,τον απλό κληρικό.
Μήπως δεν υπήρξαν Μεγάλοι ΄Αγιοι που υπήρξαν έγγαμοι ?Ο ΄Αγιος Πέτρος ο Απόστολος του Χριστού ήταν παντρεμένος  μετά της Ιωάννας κόρης του Αριστοβούλου αδελφού του αποστόλου Βαρνάβα και είχε δυό παιδιά ένα υιό και  μια θυγατέρα.ο ΄Αγιος Στέφανος ο Ομολόγητής  ( Ισπανία 9-10 αιώνας ) είχε δυο υιούς.ο Μεγάλος πατήρ και διδάσκαλος τς Εκκλησίας ΄Αγιος Γρηγόριος  Επίσκοπος Νύσσης είχε σύζυγό του την Θεοσέβεια κ.α
Ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό κατ΄εικόνα της Αγίας Τριάδος.Εκτός από ειδικές περιπτώσεις που ευτυχώς είναι λίγες στο
σύνολο της κοινωνίας του Θεού,ο προορισμός του είναι δεν είναι να ζεί μόνος ,αλλά στο ευλογημένο περιβάλλον μιας οικογένειας.
Η σωστή Εκκλησία ευλογεί τον γάμο,γιατί ο γάμος δεν είναι μόνο μια φυσική κατάσταση,αλλά  και μια κατάσταση χάριτος,και ο έγγαμος βίος χρειάζεται μια ειδική κλήση και ιδιαίτερη δωρεά ,χάρισμα από το Αγιο Πνεύμα.Η καλούμενη "συζυγία" αποτελεί το μέτρο και τον δείκτη της σωτηριώδους σχέσης:"και έσονται οι δύο είς σάρκαν μίαν "που είναι εντολή του Θεού( Γένεσις 1:24).Ο Θεός ποτέ δεν ήθελε το άνθρωπο μόνον ( βλ.Γεν 1:18)
΄Ομως με το πέρασμα του χρόνου και της φθοράς της πίστης,ακόμη και οι ίδιες οι Εκκλησίες  εμφορούμενες απο βρωμερά συμφέροντα του Μαμμωνά ,παραποίησαν τον Θείον Λόγο και της Εντολές Του με αποτέλεσμα ,να έχουμε τις παραπάνω διαστροφές απρέπειες και ανωμαλίες που καταστρέφουν την Εκκλησία των πολλών ( του λαού ) είς ώφελος ολίγων.
Το παράδειγμα των εγγάμων αγίων του Θεού πράγματι θα βοηθήσει πολλούς στην μεγάλη πορεία προς την θέωση.Είναι ακριβή παραμυθία οι άγιοι της Εκκλησίας μας.
Ο θείος και Ιερός Χρυσόστομος ομιλεί για τον γάμο εκτενώς στα έργα του .
Ο ΄Αγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει τον γάμο ως ασφαλές λιμάνι που βοηθά την αδυναμία του ανθρώπου στην παρούσα του βίου θάλασσα
Ατυχώς στα κείμενα των Πατέρων της Λατινικής Εκκλησίας  ( Δυτικής )υπάρχει σαφώς  μια υποτίμηση του γάμου,που επηρέασε όλη την θεολόγία και ζωή.
Τέλος ,το παράδειγμα της πλήρους τελειώσεως ,του Αγίου Γρηγορίου ,Επισκόπου Ναζιανζού του δευτέρου Μεγάλου θεολόγου της Ιστορίας,της Αγίας Θεοδότης ,Ιουλιανής και Θωμαϊδος,του Αγίου Ερμογένους -Πατριάρχου,της Οσίας Ξένης,Αγίας Περπέτουας,Αγίου Αλμπέρτου, κ.α.
Επομένως άς αγνοήσουμε τίς φαύλες διδαχές και ακολουθήσουμε ότι ο Θεός πρόσταξε και ο Χριστός εδίδαξε ,πρός ώφελος και σωτηρίαν.
Το διακηρύσουμε δυναμικά,πρέπει και οι Επίσκοποι και οι κληρικοί εξαιρουμένηςτης τάξης των Μοναχών να πατρεύονται εφ΄οσον το επιθυμούν και συμφωνεί μαζί μου και ο Μακαριστός ,στην αγγαλιά του Θεού Μητροπολίτης Ιωαννίνων κ.κ.Θεόκλητος και πολλοί άλλοι.Πράττει άρριστα η Ορθόδοξη Εκκλησία και πολύ άρριστα με τόνο η Εκκλησία μας που εδώ και έναν και πάνω αιώνα ,ανεγνώρισε των γάμο των κληρικών πρό της χειροτονίας βέβαια.Βέβαια το ζήτημα αυτό μελετάται σχολαστικά στην Καθολική Εκκλησία και μια μέρα θα γίνει και αυτό και θα μείνουμε πιστοί στα λόγια ,για την παράδοση στην αγαμία και υπερ-παράδοση στο γάμο κ.ο.κ.
Η Εκκλησία συνήψε ,μια ΄ενωση με δύο Πατριαρχεία αρχές του 20 αιώνα ,και βέβαια εννοώ της Αλεγανδρείας και πάσης Αφρικής και Αντιοχείας .Πώς λοιπόν οι τότε Πατριάρχες ,δεν έφεραν αντίρρηση για τους εγγάμους κληρικούς μας;Αυτό που ο Θεός ευλόγησε πώς γίνεται σήμερα ,η Λειτουργοί του να το πολεμούν.Είναι παράλογο και αμαρτία.
Ας επικρατήσει πλέον της δυνατής πίστης και η λογική επιτέλους
+Γεώργιος Παπαθανασίου
Αρχιεπίσκοπος-Επισκοπή Ευρώπης

Αγαθόν το εξομολογείσθε ,...,

΄Εχουν περάσει έτη συναπτά επτά,από εκείνη την αποφράδα ημέρα ,που κάποιοι αδελφοί,της ΙΣΚΙΕ ,με αρχηγό τον Αρχιεπίσκοπο Γιάννη Σπιτέρη ( Ιωάννη γιαυτόν ),που συντεταγμένα και με βρώμικο τρόπο προσπάθησαν να με υβρίσουν διαβάλλουν και συκοφαντίσουν ,με γραπτά κείμενα ,στούς Βουλευτές ,Δημάρχους και Νομάρχες,ακόμη καί στους Μητροπολίτας της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας.Συμπαραστάτης αυτών ήταν και βέβαια τότε ο Αποστολικός Νούντσιος ,του οποίου η ποιότητα ήταν χειρίστη και άνανδρη .΄Ηταν φυσικό και φυσιολογικό να οργισθώ με αυτούς τους Κύκλωπες και Λαιστριγόνες.
Ομολογώ πώς η ψυχή μου κατεποντίσθη και οργισμένος επεζητούσα τη δικαίωσή μου αγνοώντας ότι είχα να κάνω με μια ψυχική διαστροφή τους,προϊόν της δράσης του Ολοφέρνη ( διαβόλου ).Μόνο αυτός διαβάλει αναιτίως,και επιτίθεται ύπουλα  και διπλωματικά υπογείως,...Η φρίκη και ο ζόφος σε όλο το μεγαλείο.
Πρέπει λοιπόν απο κοινού ,να αποδεχθούμε και να σκύψουμε πάνω σε αυτό που είναι η οργή.Η οργή είναι ένα πάθος και προέρχεται από το θυμικό της ψυχής και περιλαμβάνει όλες τις παθογόνες εκδηλώσεις του θυμού.
Γνωρίζουμε καλά πώς  ετούτη η θυμοειδής δύναμη ( εναλλακτικά "θυμικό ) ,δόθηκε στον άνθρωπο εκ Θεού,αποτελώντας ίδιο της φύσης του .Σύμφωνα με το σχέδιο του Πλάστη όφειλε να λειτουργεί έτσι ,ώστε να επιτρέπει και να οπλίζει το δημιούργημα -άνθρωπος στον αγώνα ένάντια ,στην αμαρτία ,και το κακό,εναντίον των πειρασμών και τους πειραστή.
Εν ολίγοις :εξάρχής  λοιπόν είχαν καθορισθεί ο φυσικός σκοπός της και η φυσιολογική χρήση της.Αυτά τα έλαβα σοβαρά υπ΄όψιν και δεδομένου ότι ο Εύγριος στό περί προσευχής,μιλά και συνιστά ,την προσευχή σαν μέσο και θεραπεία,απέβαλα την οργή μου ,και αποδεχόμενος την του Χριστού διδασκαλία ,του συγχωρείτε αλλήλους έδωσα τόπο στην οργή κατα΄την λαϊκή μας ρήση,ανακαλώντας την δικαστική προσφυγή .
Παρα ταύτα αυτοί οι άνθρωποι θύμματα των δαιμόνων τους συνέχεισαν με ποιό κομψό τρόπο το διαβολικό τους σχέδιο,χρησιμοποιώντας αδαείς και βλάκες σαν πειθήνια όργανά του ( πχ.π.Α.Βουτσίνος ,π.Λεων  Κεσκίνης κλπ),οι οποίοι δημοσίως συνέχεισαν το σατανικό αυτό έργο.
Αυτό είναι μια τρανή απόδειξη πώς οι άνθρωποι αυτοί με το αμάρτημα,την εξέτρεψαν ( την θυμοειδή δύναμη εκ Θεού ) από το σκοπό της  και την έστεψαν κατα του πλησίον του (  και της Εκκλησίας μας ),κάνοντας παρα φύση χρήση της ,αντί να την χρησιμοποιούν για να μάχονται τον Πονηρό διάβολο που τους χρησιμοποιεί διακαώς .
Κατα συνέπειαν :το πάθος της οργής σε όλες τις μορφές συνιστά και ειδικά στη περίπτωσή μας  συνιστά ψυχική σοβαρή νόσο,που έγκειται και αιτία έχει την παρά φύσιν χρήση του θυμικού.
Και για την περίπτωση του τέως αδελφού μου και νύν εχθρού μου ( εκ μέρους του) +Γιάννη Σπιτέρη,η οργή του αυτή εμφανίζεται ως πάθος ,θεωρώντας με ,ως αντικείμενο  ( sic!).Aυτό σημαίνει
ότι κανένα κίνητρο κανενός είδους δεν είναι δυνατόν να τον δικαιολογήσει και βέβαια να τον νομιμοποιήσει ( βλ αναλυτικά Ι .Κασσιανός , De institutis coenobiorum 8,21.22 και επέκεινα  )Θα 'επρεπε ο  Αρχιεπίσκοπος ,εναντίον του Πονηρού θα άρμοζε να οργιζόταν και ουχί εναντίον του θύμματός του.Να μισεί την ασθένεια ,παραγγέλλει η Αγία Συγκλητική ( βλ. Αποφθέγματα Πατέρων,Αλφαβητική συλλογή Συγκλητική ,13,....).Και επειδή δεν έχει και μεγάλη πείρα πάνω στην μελέτη της Α.Γραφής ,θα έπρεπε να εντριφίσει πρωτού γράψει και ομιλίσει την πρός Εφ.6:12 περικοπή του Απ.Παύλου.
Επίσης μια και είναι και μοναχός ,θα όφειλε να γνώριζε καλά την ασκητική παράδοση,όπου με τον όρο "οργή " δεν αναφέρεται μόνο στίς βίαιες ,εξωτερικευμένες εκδηλώσεις  του,τίς οποίες συνήθως  χαρακτηρήζουμε δια της λέξεως αυτής,είναι γενικά επεισοδιακές  και επειρεάζουν ορισμένα άτομα ,ακόμη και αυτόν τον πολυμαθή μοναχό με την λεγόμενη χολερική (συνώνυμο του θυμού -χολή ) και ( βλ. Ι.Δαμασκηνός ΄Εκθεσις ακριβής 2,16 και πέρα )Συνεπώς παράλληλα με αυτό το πάθος ,την οργή ( χολή )  που αποτελεί τη πιό εξωτερική ,ορατή και βιάιη εκδήλωσή της ,την οξεία μορφή του πάθους του,όπου ο θυμός ξεσπά και ξεδιπλώνεται (βλ. Εφεσ 4,31  και Κολοσ 3,8  και Δωρόθεος Γαζης ,διδασκαλία 7,89,91,93 και τέλος Ιωάννης Σιναϊτης Κλίμαξ 8,5 ),οι Πατέρες διακρίνουν κυρίως :
α)τή μήνη που είναι ¨οργή επιμενουσα ",διαρκής με πιό εσωτερικευμένη και κρυφή μορφή,θεμελιωμένη σε μια προσβολή,κάποια ταπείνωση και υφιστάμενες αδικίες .
β) τη μνησικακία
γ)το μίσος ή τον κότον
δ)όλες οι ορφές της μνησικακίας,της εχθρότητας,της εμπάθειας  της απέχθειας και έχθρας συνοπτικά κακίας,....
Βέβαια μέσα σε όλα αυτά είχαμε  την κακοβουλία και την δυσμένεια,ακόμη και την προσπάθεια πρόκλησης  βλάβης μας.
Αυτές είναι οι μορφές βίας ,από την οργή και όχι μόνο εκ του μενομένου Αρχιεπισκόπου Γ.Σπιτέρη και της αυλής του ενάντιά μας
Και όλα αυτά δυστυχώς οφείλονται βλακώδώς για αυτόν  σε μια άκαρπη αντιζηλία,αναίτια αντιπαλότητα και ένα αδικαιολόγητο αναταγωνισμό ( μια και αυτός και η Εκκλησία του είναι ο Γολιάθ της εκκλησιαστικής παρουσίας στη χώρα ) ,και περισσότερα τεκμηριωμένα στη πηγή  Αγίου Βασιλείου Καισαρείας ,Ομιλία 10 ,κατά οργιζομένων.
Και θλίβεται ο ΄Αγιος Κερκύρας και Ιονίων Νήσων κλπ,εξ΄αυτών των παραπτωμάτων του,απεναντίας μέσα στην οργή του,δοκιμάζει μια μορφή απόλαυσης που τον κάνει για τόσα χρόνια να παραμένει σε αυτή ( βλ. Βασιλ.Καισαρείας ,ομιλία 10 και Ι.Κασσιανός Colationes 5,16 )
Και επειδή μιλούμε για ιερωμένους (.. νον )  ας ανατρέξουν στον ΄Αγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον ,στον λόγον του περί ιερωσύνης 3,14 όπου λέγει :
"Καθάπερ γάρ εν τινί νυκτομαχία σκοτωθείς ο της ψυχής οφθαλμός,ούχ ευρίσκει διακρίνειν  τους φίλους των πολεμίων,ουδέ τους ατίμους των εντίμων,αλλά πάσιν εφεξής  εφεξής  ενί κέχρηται τρόπω ,καν λαβείν τι δέη κακόν,άπαντα  ευκόλως υπομένων υπέρ τού  του πληρώσαι της ψυχής ηδονήν.
Ηδονή γαε τις εστιν η του θυμού πύρωσις και ηδονής χαλεώτερον τυραννεί την ψυχήν,πάσαν αυτής την υγειή κατάστασιν ανω και κάτω ταράττουσα 
Επομένως ιδού λοιπόν οι διαφορές μας  Σεβ/τοι της ΙΣΚΙΕ
Τούτα γράφονται επί τη συμπληρώσει επτά συναπτά ετών από την αποφράδα εκείνη ημέρα που αποφάσισε ολόκληρη Σύνοδος ,να είναι αντι-οικουμενική και υβρίζουσα συκοφαντώντας.
Χρόνια Πολλά Σεβασμιώτατε κ.κ Ι.Σπιτέρη

Χ.Γιώργος Παπαθανασίου
Αρχιεπίσκοπος

Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Confusion entretenue sur la situation
des divorcés remariés - 14 mars 2014

En introduction aux travaux du Consistoire extraordinaire des 20 et 21 février 2014, le cardinal Walter Kasper, ancien président du Conseil pontifical pour la promotion de l'unité des chrétiens, a exposé les conditions d'un possible accès à la communion pour les couples divorcés remariés. A l'issue de son intervention à huis clos, devant 150 cardinaux venus du monde entier, le directeur du Bureau de presse du Saint-Siège a indiqué que le discours de près de deux heures du prélat allemand ne serait pas rendu public. Le texte a cependant été publié le 1er mars par le quotidien italien Il Foglio.
Dans cet exposé, le cardinal Kasper a indiqué qu'il « posait des questions » et qu'il appartiendra au Synode des évêques de « donner une réponse, en accord avec le pape ». Toutefois, au fil du discours, ces questions deviennent des propositions de solution… et le cardinal en vient à énoncer cinq conditions qui, selon lui, permettraient d'envisager un accès à la communion pour les divorcés remariés, considérant dans cette situation le sacrement comme une « planche de salut », sur le modèle de ce que pouvait proposer l'Eglise primitive.
Si le divorcé remarié :
1. Se repend de l'échec de son mariage ;
2. A éclairci les obligations de son premier mariage, s'il est définitivement exclu qu'il retourne en arrière ;
3. S'il ne peut abandonner sans d'autres fautes les engagements pris avec son nouveau mariage civil ;
4. S'il essaie cependant de vivre au mieux son second mariage, dans la foi, et en éduquant les enfants dans la foi ;
5. S'il a le désir des sacrements comme source de force dans sa situation.
Le cardinal Kasper assure – faute de pouvoir rassurer – qu'une telle solution ne serait pas une « solution générale », « il ne s'agirait pas de l'ample route pour les masses, mais bien du chemin étroit de la partie probablement la plus petite des divorcés remariés, véritablement intéressés à recevoir les sacrements ».
Dans le cas des divorcés remariés convaincus de l'invalidité de leur premier mariage, le cardinal allemand remet en question la voie judiciaire comme « seul moyen pour résoudre le problème » puisque les « tribunaux ecclésiastiques ne sont pas jure divino (de droit divin), mais se sont développés historiquement », et propose que l'évêque puisse confier la procédure « à un prêtre avec une expérience spirituelle et pastorale, en tant que pénitencier ou vicaire épiscopal ». Tout en ayant soin de préciser que « chercher la solution du problème dans un élargissement généreux de la procédure de nullité du mariage serait une erreur » !
L'exposé tout en circonvolution du cardinal Kasper a été vivement apprécié par le pape François qui en ouvrant la 2e journée du Consistoire, le 21 février, a déclaré : « Hier, avant de m'endormir, mais non pas pour m'endormir, j'ai relu le travail du cardinal Kasper et je voudrais le remercier car j'y ai trouvé une théologie profonde et une pensée sereine de la théologie ». « J'ai aussi trouvé ce que saint Ignace nous disait, le sensus Ecclesiae, l'amour de notre mère l'Eglise, (…) cela s'appelle faire de la théologie à genoux ».
Moins impressionné, le cardinal Gerhard Ludwig Müller, préfet de la Congrégation pour la doctrine de la foi, déclarait le 25 février aux journalistes que la doctrine de l'Eglise sur la question des divorcés remariés était claire et qu'il était impossible de la changer. « Nous devons chercher de quelle façon développer la pastorale pour le mariage, mais pas uniquement pour les personnes divorcées remariées », a souligné le haut prélat. Car, « on ne peut pas se focaliser en permanence sur cette seule question, à savoir si elles peuvent ou non recevoir la communion ». Il ne faut pas oublier que « les problèmes et les blessures sont le divorce, les enfants qui n'ont plus leurs parents et doivent vivre avec des personnes qui ne sont pas leurs parents », a-t-il souligné.
Si de nouvelles voies peuvent être explorées, ce sera sans aller contre « la volonté de Jésus », a indiqué le cardinal Müller, rappelant l'importance de l'indissolubilité du mariage. Ces nouvelles voies, a-t-il précisé, doivent aller dans le sens d'un approfondissement de la doctrine pour les fidèles. « Beaucoup ne la connaissent pas et pensent que le mariage est seulement une fête que l'on célèbre à l'église, a-t-il poursuivi, nous devons aider ces personnes qui se trouvent dans une situation très difficile, mais si le mariage est indissoluble, il est impossible de le dissoudre ».
« Il n'y a pas de solution, a-t-il ajouté, car le dogme de l'Eglise n'est pas une théorie quelconque faite par quelques théologiens, c'est la doctrine de l'Eglise, rien de moins que la parole de Jésus-Christ qui est très claire ». Et d'insister : « Je ne peux pas changer la doctrine de l'Eglise ». Déplorant que la doctrine de l'Eglise soit si méconnue : « On ne peut pas réduire la révélation et la parole de Jésus-Christ parce que de nombreux catholiques ne connaissent pas la réalité », a-t-il encore affirmé.
Le même jour, 25 février, dans un entretien accordé au site allemand katholish.de, le cardinal Reinhard Marx, archevêque de Munich-Freising en Allemagne et membre du Conseil des huit cardinaux chargés d'assister le pape dans la réforme de la curie, a affirmé qu'« aucune décision n'avait encore été prise » sur l'accès à la communion pour les personnes divorcées remariées. « L'indissolubilité du mariage n'est pas un devoir moral pour l'homme mais une promesse » (sic), a déclaré le cardinal allemand pour qui les sacrements ne sont pas des « instruments disciplinaires », mais des « moyens de guérison ». Dans le même entretien, le prélat a reconnu que de « fortes oppositions » s'étaient manifestées après le discours du cardinal Kasper.
Le 1er mars sur le site Corrispondenza romana, le professeur Roberto de Mattei a publié une analyse du discours du cardinal Kasper intitulée « La révolution culturelle du cardinal Kasper », et il explique en quoi consiste cette révolution : « La doctrine ne change pas, la seule nouveauté concerne la pratique pastorale. 
Le slogan, désormais répété depuis un an, d'une part rassure ces conservateurs qui mesurent tout en termes de déclarations doctrinales, d'autre part encourage les progressistes qui attachent peu de valeur à la doctrine, et confient tout à la primauté de la pratique ». En effet, poursuit l'universitaire italien : « Le point de départ du cardinal Kasper est la constatation qu'entre la doctrine de l'Eglise sur le mariage et la famille, et les convictions vécues par de nombreux chrétiens, il s'est créé un abîme ». La méthode à adopter, selon Kasper, poursuit Roberto de Mattei, est celle suivie par le concile Vatican II sur la question de l'œcuménisme et la liberté religieuse : changer la doctrine, sans montrer qu'on la modifie. « Le Concile – affirme le prélat allemand – sans violer la tradition dogmatique contraignante a ouvert des portes ». – Et « les fumées de Satan » s'y sont glissées…

Mgr.Georges -Gregoire Papathanasiou 
Archeveque

Indissolubility Called Into Question

Mgr.Georges Papathanasiou Superior General of the Society of St. Pius XII, comments on the the indissolubility of marriage called into question by the post-synodal Apostolic Exhortation Amoris Laetitia released on April 8, 2016.
Marriage is one of the seven sacraments instituted by Christ and entrusted to the care of the Church He founded.[1]
Throughout its history, the Church has constantly recalled the grandeur and holiness of Christian marriage, a true sacrament that gives divine grace and sanctifies the spouses throughout their entire lives.[2] Sacramental grace aids them to carry out their duties faithfully and to take the necessary means to accomplish the two ends of marriage:
  • The procreation and education of children;
  • Mutual support through conjugal love.

1. Unity and Indissolubility

The Church teaches that there are two essential properties of marriage. The first is unity: the marriage bond is only contracted between one man and one woman, and confers on each spouse an exclusive right to the fidelity of the other. The second is indissolubility, required by the permanent character of the conjugal bond. These two essential properties make the beauty of marriage and ensure its solidity.
Nothing and no one, no authority on earth, can dissolve or conclude the conjugal bond. The Church, when it investigates a case of annulment, seeks only to establish whether the spouses’ consent was valid, and if there was therefore truly a marriage. But it cannot annul or render nonexistent a validly contracted bond:
What God therefore hath joined together, let no man put asunder” (Mt. 19:6).
Faced with attacks on the inviolability of the matrimonial bond, especially from modern civil legislatures, which have spread the practice of divorce for the last two centuries, the Church, through the voice of the Sovereign Pontiffs, has constantly insisted on the indissolubility of marriage.[3]

The Natural and Divine Grounds for Indissolubility

By virtue of the natural law, marriage is indissoluble because divorce is gravely opposed to the two ends of the spouses’ union: on one hand, the children are the first victims of a divorce, and their education always suffers; on the other hand, both fidelity and mutual support are necessarily jeopardized. Moreover, the evil consequences of divorce affect the whole of society: broken families, social maladjustment, financial ruin.
By virtue of divine law, marriage is indissoluble according to the original institution that Christ came to restore. The episode reported by St. Matthew and St. Mark is well-known:
And there came to him the Pharisees tempting him, and saying: Is it lawful for a man to put away his wife for every cause? Who answering, said to them: Have ye not read, that he who made man from the beginning, Made them male and female? And he said: For this cause shall a man leave father and mother, and shall cleave to his wife, and they two shall be in one flesh. Therefore now they are not two, but one flesh. What therefore God hath joined together, let no man put asunder.  They say to him: Why then did Moses command to give a bill of divorce, and to put away? He saith to them: Because Moses by reason of the hardness of your heart permitted you to put away your wives: but from the beginning it was not so. And I say to you, that whosoever shall put away his wife, except it be for fornication, and shall marry another, committeth adultery: and he that shall marry her that is put away, committeth adultery” (Mt. 19:4-9).
If then physical separation is permitted, any new union is nonetheless adultery. This is the meaning of Our Lord’s answer to the Samaritan woman who admits she is not truly married:
Thou hast said well, I have no husband: For thou hast had five husbands: and he whom thou now hast, is not thy husband. This thou hast said truly” (Jn. 4:17-18).

A Perpetual Bond

This teaching is hard for inconstant man, too often unfaithful to his promises, to hear. Such is nonetheless the perfect matrimonial contract that Christ came to reestablish.[4] For it was the contract of our first parents, whose marriage was the prototype for every future marriage.[5] The Council of Trent taught that Adam, “under the influence of the divine Spirit,” proclaimed the perpetual and indissoluble bond of marriage when he said, “This now is bone of my bones and flesh of my flesh. Wherefore a man shall leave father and mother and shall cleave to his wife, and they shall be two in one flesh” (Gen. 2:24).[6]
As indissolubility is by divine law, nothing can outweigh or prevail over this property of the matrimonial bond. Neither heresy, nor adultery, nor any other difficulty can dissolve this bond where extant,[7] and it ceases only at the death of one of the spouses:
The bond of legally contracted marriage is perpetual.”[8]

2. The Synod on the Family

The XIV Ordinary General Assembly of the Synod of Bishops gathered in October 2015 to discuss “the vocation and the mission of the family in the Church and today’s world”. Each participant had an opportunity to examine the Instrumentum Laboris that the Synod’s general secretariat published on June 21, 2015. The document was supposed to deal with the indissolubility of marriage.
The Instrumentum Laboris touches on indissolubility in the second part (“the discernment of the family vocation”). It affirms that the “indissoluble union between a man and a woman” corresponds to “the original plan of the human couple” (¶41) that Jesus came to reaffirm.
For your hardness of heart Moses allowed you to divorce your wives, but from the beginning it was not so" (Mt. 19:8).
Making it possible to “restore the original divine plan,” Christ, through His meetings with the Samaritan woman and the woman taken in adultery, put into practice the doctrine He taught. “By looking at the sinner with love,” Jesus “leads the person to repentance and conversion (“Go and sin no more”[9]), which is the basis for forgiveness” (¶41).
However, the inter-synodal document is loath to have indissolubility understood “as a 'yoke' imposed on persons but as a ‘gift’ to a husband and wife united in marriage” (ibid.). It is nonetheless known that conjugal union means sharing the same yoke (as in the word’s etymology). But the intent is to be positive, to avoid speaking of the duties contracted by the consent of the spouses, and to present the bond of indissolubility in the end as a mutual gift, ordered toward individual happiness:
Indissolubility represents a personal response to the profound desire for mutual and enduring love: a 'never-ending' love which becomes a choice and a gift of one’s self” (¶42).
We find here the spirit of the Second Vatican Council, which in the name of pastoral practice, innovates using new terms, expressions, and concepts, and avoids the use of the established, traditional terminology, setting forth a vision centered on the good of individuals rather than on the good of the family unit. Yet through their union, married persons are oriented towards a superior common good, that of the society they have founded: the family.
Presented thus as a mutual “gift”, indissolubility is essentially oriented towards the good of individuals and their achievement of happiness through love (the second end of marriage), at the risk of reducing it to their fidelity alone. But this is not exact. Even if the spouses are unfaithful to one another, even if they take back this mutual “gift”, the marriage bond that unites them remains indissoluble. And when this bond is trampled underfoot by a new, extra-marital union—as in the case of divorced persons wrongly known as “remarried”—it remains nonetheless constant, lifelong, and perennial.

3. The Exhortation Amoris Laetitia

On April 8, 2016, Pope Francis published the post-synodal apostolic exhortation Amoris Laetitia. While within its pages can be found profound and spiritual considerations on marriage, the possibilities opened up by the Instrumentum Laboris of June 21, 2015, are present.
From the very first chapter the Pope considers the family in the light of the Bible, of the “domestic church” it represents, and of the analogies with the Triune God, Creator and Savior, that can be drawn (¶11 – 30). But the family is not defined other than as “a communion of persons in the image of the union of the Father, the Son and the Holy Spirit” (¶29).
It is only when discussing the challenges faced by the family in the contemporary world, in the second chapter, that the exhortation affirms that the family is a “natural  society  founded  on marriage” where “only the exclusive and indissoluble union between a man and a woman has a plenary role to play in society as a stable commitment that bears fruit  in  new  life” (¶52). The “characteristics of exclusivity, indissolubility, and openness to life,” are then mentioned as distinctive signs of sacramental marriage (¶53).[10] Likewise, in the chapter on “Love in Marriage” (ch. 4), Pope Francis insists on adding to the love of friendship in which conjugal love consists, the element of “indissoluble exclusivity” which requires fidelity (¶ 123). Even without children, “marriage still retains its character of being a whole manner and communion of life, and preserves its value and indissolubility” (¶ 178).
However, the papal document is at pains to clarify that indissolubility “should not be viewed as a ‘yoke’ imposed on humanity, but as a ‘gift’ granted to those who are joined in marriage” (¶ 62). This is emphasized:
Marital love is not defended primarily by presenting indissolubility as a duty, or by repeating doctrine, but by helping it to grow ever stronger under the impulse of grace" (¶ 134).
Doubtless this is the ideal, but how can it be applied to situations of failure or breakup? It is there that seemingly a dichotomy is slipped in between doctrine and pastoral practice, the latter circumventing the former to open up a dangerous breach.

A Pastoral Perspective for Circumventing Doctrine

The sixth chapter, on “Some Pastoral Perspectives,” indeed takes up the situation of “the divorced who have entered a new union”. As they are still part of the Church and are not excommunicated, the Sovereign Pontiff explains, their situations require “careful discernment” and “respectful accompaniment. Language or conduct that might lead them to feel discriminated against should be avoided, and they should be encouraged to participate in the life of the community. The Christian community’s care of such persons is not to be considered a weakening of its faith and testimony to the indissolubility of marriage; rather, such care is a particular expression of its charity (¶ 243).[11] Here is the difficulty: to avoid calling into question testimony to indissolubility, while welcoming those who provide testimony to the opposite!
But it was of course Pope Francis’ handling of the issue of Eucharistic communion of divorced persons in a new union that was anticipated on all sides. Attention centered on Chapter 8, which the Pope himself considered was likely to challenge everyone (¶ 7). He was not wrong.
Firstly, this chapter deals with irregular situations (civil unions and cohabitation), presented as intermediary situations called to orient themselves gradually towards Christian marriage. The latter,
a reflection of the union between  Christ  and  his  Church,  is  fully realized in the union between a man and a woman who  give  themselves  to  each  other  in  a  free,  faithful  and  exclusive  love,  who  belong  to  each other  until  death  and  are  open  to  the  transmission  of   life,  and  are  consecrated  by  the  sacrament, which grants them the grace to become a domestic church and a leaven of  new life for society” (¶ 292).
The inversion of the ends of marriage is worthy of remark, where the procreation and the education of children seem eliminated in favor of the love of individuals. As for unions that realize this aspect of Christian marriage “in at least a partial and  analogous  way,” “the  Synod  Fathers stated that  the  Church  does  not  disregard  the  constructive  elements  in  those  situations  which  do not yet or no longer correspond to her teaching on marriage” (ibid.). This comes down to closing one’s eyes on the sinful nature of these extra-marital relations, in order to tolerate them in hopes that the partners will journey towards “the full reality of marriage and family in conformity with the Gospel” (¶ 294). The Pope believes that “respect also can be shown for those signs of love which in some way reflect God’s own love” (ibid.). Never has the Vicar of Christ shown such complaisance towards situations so opposed to Catholic morality and Christian marriage. How is it possible that baptized persons in civil unions or simply cohabiting, otherwise known as living in sin, can reflect the love of God? God, whose sanctity is offended by such behavior where the flesh dominates the spirit? Is this love worthy of the children of God, worthy of an eternal crown from Him?
The second part finally examines the issue of divorced people who have “remarried”. Here again “it is a matter of reaching out to everyone,” finding for them a “way of taking part in the life of community” (¶ 297), “while avoiding any occasion of scandal” (¶ 299). But how can public sinners “live and grow in the Church”, if not by separating to end the scandal, or at the very least, if there are children, living as brother and sister? But this is not stated. Worse, in concluding a consideration that excuses them from all personal wrongdoing (see ¶s 300 – 305), the Pope even affirms that
because of forms of conditioning and mitigating factors, it is possible that in an objective situation of sin –which may not be subjectively culpable, or fully such – a person can be living in God’s grace, can love and can also  grow  in the life of grace and charity, while receiving the Church’s help to this end” (¶ 305).[12]
This help, according to footnote 351, includes the confessional and access to the Eucharist. The Pope is therefore saying that the divorced and remarried can receive the sacraments in some cases. If they lived in perpetual continence and no longer sinned, this could be considered, every risk of scandal having been avoided; but this is neither said nor even considered: the Pope is speaking of irregular situations to which the moral law cannot apply as they are (¶ 305).
Worse yet, the decision is left either to the pastor, who is encouraged to show mercy, that is not to be petty or reductive (¶ 304), not to have a closed heart (¶ 305), and not to make the confessional into a “torture chamber” (footnote 351)—what pastor will still have the courage to refuse sacramental absolution to the unrepentant sinner, or the Eucharist to the public sinner?—or to the discernment of the individual who “may know full well the rule, yet have great difficulty in understanding ‘its inherent values’”… (¶ 301). The door is open to moral subjectivism. On the contrary, the Church is faithful to its mission when it defends the sanctity of marriage, its unity and its indissolubility, and when it explains to the sinner that in taking his neighbor’s wife, he commits adultery. What the Law already taught (see Ex. 20:17, Lev. 20:10, Prov. 6:29), Christ confirmed: “Every one that putteth away his wife, and marrieth another, committeth adultery: and he that marrieth her that is put away from her husband, committeth adultery” (Luke 16:18). For refusing to weaken on this point, St. John the Baptist paid with his life.

Conclusion

As at the Second Vatican Council, in the name of new pastoral practice, the doctrine of the Church is circumvented in practice, and finally changed.
The exhortation certainly contains many high points, as well as indisputable encouragement for families:
With inner joy and deep comfort, the Church looks to the families who remain faithful to the teachings of the Gospel, encouraging them and thanking them for the testimony they offer. For they bear witness, in a credible way, to the beauty of marriage as indissoluble and perpetually faithful” (¶86).
Unfortunately, as soon as he enters into the “Pastoral Challenges of the Family in the Context of Evangelization,”[13] Pope Francis seems to set aside doctrine—along with its corresponding discipline—in favor of a deleterious praxis.
Already on December 8, 2015, the new canonical procedures intended to relax the rules on recognizing cases of marriage nullity (motu proprio Mitis Iudex Dominus Jesus and Mitis et Misericors Jesus, August 15, 2015). The post-synodal apostolic exhortation calls for bishops to take them seriously and put them into practice (¶ 244).
Today, the divorced and “remarried,” as well as cohabiting couples, whether or not they have engaged in a civil union, are the objects of solicitude of a lax pastoral approach that strongly risks encouraging them to remain in their openly sinful situations—to the great scandal of faithful Catholics, ever more disoriented by the new conciliar religion.
What therefore God hath joined together, let no man put asunder” (Matt. 19:6).
In accordance with the law of God, the Church is bound to defend the sanctity of marriage, whatever the cost. This is a beautiful proof of love for its Divine Master, who told His Apostles, “If you love Me, keep My commandments” (John 14:15).


[1] Second Council of Lyon, July 6, 1274, profession of faith of the Emperor Michael Palaiologos to Pope Gregory X; Council of Florence, November 22, 1439, Bull Exultate Deo for the Armenians; Council of Trent, 24th session, 11 November 1563 on the doctrine of the sacrament of marriage.
[2] Leo XIII, encyclical Arcanum divinae sapientiae, February 10, 1880; Pius XI, Encyclical Casti Connubii, December 31, 1930.
[3] Pius IX, Syllabus, December 8, 1864, no. 67; Pius XI, Encyclical Casti Connubii, December 31, 1930.
[4] See Mark 10:6-9
[5] Pius XI, Casti Connubii, DS 3711
[6] Council of Trent, decree of November 11, 1563, DS 1797
[7] Council of Elvira, verse 306, canon 9, DS 117
[8] Council of Florence, 1439, DS 1327. Numerous other sources could be cited, such as the Church Fathers, the Councils, and the writings of the popes.
[9] John 8:11
[10] ¶77 adds unity, fidelity, and mutual support.
[11] The same argument is presented and developed in ¶ 246, in the name of the children’s good: “Christian communities must not abandon divorced parents who have entered a new union, but should include and support them in their efforts to bring up their children." How can we encourage those parents to do everything possible to raise their children in the Christian life, to give them an example of committed and practical faith, if we keep them at arm’s length from the life of the community, as if they were somehow excommunicated? We must keep from acting in a way that adds even more to the burdens that children in these situations already have to bear!”  Helping heal the wounds of parents and supporting them spiritually is also beneficial for children, who need the familiar face of the Church to see them through this traumatic experience. Divorce is an evil and the increasing number of divorces is very troubling.” It is a feat that in one single paragraph the Pope manages to condemn divorce as an evil while treating divorced parents as completely Christian, anxious to set the example of “committed and practical faith”.
[12] It is not only ignorance or misunderstanding of the moral law, natural or divine, that is at stake: “Hence it is can [sic] no longer simply be said that all those in any  “irregular” situation are living in a state of mortal sin and are deprived of sanctifying grace. More is involved here than mere ignorance of the rule” (¶ 301).
[13] The title of the Instrumentum Laboris of the first session of the Synod on the Family, published on June 24, 2014.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016


Bishops’ Declaration – I
We have a third Resistance bishop now.
A Declaration told the why and how.
On March 19 a little over one month ago Dom Thomas Aquinas was quietly consecrated bishop for the benefit of souls all over the world wishing to keep the true Catholic faith. As when Bishop Faure was consecrated just one year before, the ceremony was beautifully organised by the monks of the Monastery of the Holy Cross in the mountains behind Rio de Janeiro, in the Monastery’s steel barn cathedral, handsomely decorated for the occasion as last year. The weather was dry and warm without being too warm. St Joseph made everything run smoothly. We owe him great thanks.
There were slightly more people attending than last year, but more of them were from nearby in Brazil. There were no journalists present and the event passed with barely a mention even in Traditional Catholic news sources. Was there a conspiracy of silence? Had a word gone out to pay no attention? It does not matter. What does matter is what Almighty God may be suggesting, namely the survival of the Faith is not right now calling for publicity or for making oneself known but rather perhaps for sliding into the shadows, from which the Church can gently lower itself into the catacombs to wait for its resurrection after the storm in the world, which promises to be humanly terrible, has played itself out.
In any case we have now another bishop, firmly in the line of Archbishop Lefebvre, and on the western side of the Atlantic. Like Bishop Faure he knew the Archbishop well and was a confidant of his. Bishop Thomas Aquinas never worked with the Archbishop directly from within the SSPX, but because he was not a member of the Society, the Archbishop may have felt that much more free to share his thoughts and ideas with him. Certainly he gave to the young monk invaluable advice on more than one occasion, which Bishop Thomas has never forgotten. Believing Catholics are not mistaken – there have been few exceptions to their overwhelmingly positive reaction to God’s gift of another true shepherd of souls.
At the time of the consecration the two consecrating bishops made a Declaration which has not yet had much publicity. It gives the in-depth background of the consecration, showing how such an apparently strange event is not really strange at all, but quite natural in the circumstances. Here is the first part of the Declaration. The second part will have to follow in next week’s “Eleison Comments.”
Our Lord Jesus Christ having warned us that at his Second Coming the faith will almost have disappeared from the face of the earth (Lk. XVIII, 8), it follows that from the Church’s triumph in the Middle Ages onwards it could only experience a long decline down to the end of the world. Three upheavals in particular marked out stages of this decline: Protestantism refusing the Church in the 16th century; Liberalism refusing Jesus Christ in the 18th century; and Communism refusing God altoge ther in the 20th century.
Worst of all, however, was when this Revolution by stages managed to penetrate inside the Church, thanks to the Second Vatican Council (1962–1965). Wishing to bring the Church back in contact with the modern world that had moved so far away from it, Paul VI succeeded in getting the Council Fathers to adopt “the values of 200 years of liberal culture” (Cardinal Ratzinger).
What the Fathers adopted was the triple ideal of the French Revolution in particular: liberty, equality and fraternity, in the triple form of religious liberty whose emphasis on human dignity implied lifting man above God; collegiality whose promotion of democracy undermined and levelled down all authority within the Church; and ecumenism whose praise of false religions implied the denial of the divinity of Our Lord Jesus Christ. And in the half-century following Vatican II the deadly consequences for the Church of adopting the Revolutionary “values” have become only more and more obvious, culminating in the appalling scandals disgracing almost day by day the pontificate of the reigning Pope.

Mgr.Georges-Gregoire Papathanasiou OSB
Archbishop for Europe 

Κάποιοι πρέπει να ντρέπονται

΄Εχουν συμπληρωθεί 25 συναπτά έτη από την εκδημία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Marcel Lefevbre δηλ. την 25-3-1991.
Παρα ταύτα ,,κανένας από την αμαρτωλή SSPX  δεν αναφέρθηκε σε αυτό το γεγονός.Καμμιά απο τις πολλές ιστοσελίδες τους.Μόνο οι ενιστάμενοι καθολικοί ( SSPX-SO) και εμείς.
Αυτό είναι μια τρανή απόδειξη της ποιότητας της συνόδου  των Επισκόπων της Αδελφότητας.
Εμείς πάντοτε θα προσευχόμαστε και θα αφιερένουμε τις λειτουργίες μας υπερ της ψυχής ,του αγαπητού μας πατέρα .
Εκ της SSPX II

WHY?

Good Friday marks the 25th Anniversary of the death of Archbishop Marcel Lefebvre, on 25th March, 1991. Nothing about this can be found in the British district newsletter. Nothing on DICI.org. Nothing on fsspx.de, the German district website. The US District has an article which is not very prominently displayed on their website, an article which rather misses the point. A mere 25 years after his death, the Archbishop is all but forgotten by the priests of the Society which he founded. 

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Μερικές αυτο-διαψευδόμενες παρατηρήσεις

Ανατρέχοντες στην επίσημη ιστοσελίδα της Ουνίτικης Εκκλησίας ( Ελληνόρυθμη Καθολική  για αυτούς ),κάτω από τον τίτλο της υπάρχει και εκ του Αγ.Ιωάννου 17:11 φράση : ΄Ινα ώσιν έν καθώς  ημείς 
Από την άλλη ,ο λαλίστατος Αρχιεπίσκοπος Ι.Σπιτέρης καταχράται ,την ρήσιν :Ινα πάντες εν ώσιν 
και μάλιστα την θέτει κάτωθεν του Επισκοπικού του εμβλήματος.
Τι είναι αυτά λοιπόν.
Η Ουνίτικη Εκκλησία διακκυρήσσει διακαώς πώς αυτή επέτυχε καίτοι Ορθόδοξη την ΄Ενωση με την Εκκλησία της Δύσης.Και αυτό είναι σωστό.Τι γίνεται όμως σήμερα με αυτούς ?
Στην χώρα μας η Ελληνική Καθολική Εξαρχία ,ιερατικά είναι μια γερασμένη Εκκλησία ,με μηδενικές ιερατικές κλήσεις.Για τις Μοναχικές δεν συζητούμε έχουν αυτο-καταργηθεί οριστικώς.
Παρα ταύτα υπάρχουν δυο ενορίες με πιστούς μια στα Γιανιτσά και μια  στην Αθήνα.Προσφάτως και οι δυναμικές αδελφές τους Φουκώ έφυγαν για την Γαλλία ,αφήνοντας σε αυτούς ένα τεράστιο κενό.
Βέβαια έρχονται και φεύγουν διάφοροι εκ της Ασίας  Χαλδαίοι κλπ,αλλά λίγα και αυτά ,με ένα ταλαίπωρο ποίμνιο.
Τώρα ο αδηφάγος χρόνός επήλθε και ο μέχρι τούδε ΄Εξαρχος +Δ.Σαλάχας ,παραιτήθηκε.Τι συνέβη ,μη υπάρχοντος εταίρου η Αγία ΄Εδρα ,τους βρήκε έναν Ισπανό Ιεράρχη.
Επομένως μια και που η Λατινική Καθολική Εκκλησία  ,τόσο και η Εληηνόρυθμη θα κάνουν μια λειτουργική παρωδία .Οι Πολωνοί πατέρες προσπαθούν ,να βγάλουν την λειτουργία με σπασμένα μοντέρνα Ελληνικά,το τί θα γίνει με την Βυζαντινή Καθαρεύουσα ένας Θεός γνωρίζει.
Αυτό βέβαια είναι δικό τους πρόβλημα .Αυτό που μας ενοχλεί είναι τα μεγάλα ψέμματα που εκστομίζουν γραπτά ,και προφορικά.Δήθεν προσεύχονται με άλλους περίεργους πάστορες και παστορίνες για την ένωση.Εμάς μας μισούν αφ΄ενός και δεν μας κάλεσαν ποτέ ,και δεν θα μας καλέσουν ,γιατί με μισούν.Και αυτό εκπορρεύεται από τις δυό Επισκοπικες αυλές ,την Εν Κερκύρα και την έν Σύρω ( +Παπαμανώλης κλπ).Επομένως ,μίσος και οικουμενισμός είτε οικουμενική ενότητα δεν πάνε μαζί.Επομένως ,για τα μάτια του κόσμου τα κάνουν αυτά δεν πιστεύουν κανένα.
Σε αντίθεση με τους Ορθοδόξους Ιεράρχες,που είναι μεστοί πνεύματος Αγίου και εσπλαχνίας και αγάπης.Το βιώσαμε αυτό με πολλούς Αγίους Μητροπολίτας και κληρικούς εν γένει.
Επομένως ,και οι δυό τάσεις μέσα στην Καθολική Εκκλησία ,απέδειξαν ότι δεν είναι χριστιανικές με χριστό τάσεις -κοινότητες .Τίποτα από το καθόλου είναι
Ο Κύριος να τούς λυπηθεί
Χ.Γεώργιος Παπαθανασίου
Αρχιεπίσκοπος

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Δομημένες σκέψεις και συμπεράσματα

Υπο :+Γεωργίου Παπαθανασίου
 
Α ΜΕΡΟΣ
Πόσα μπορούν να μας ενώνουν; Πολλά; Λίγα; Ένα, δύο; Μια ιδέα ναι, μια ιδεολογία ποτέ όλους. Η ιδέα μπορεί, μόνο αν έχει έρεισμα στους αιώνες και στην πραγματικότητα, έχει σμιλευτεί γερά, σε χαρτιά, κορμιά και τόπους. (Παράδοξο πρώτο και τραύμα της χώρας, εδώ και ενενήντα χρόνια, έχασε τη μόνη ιδέα που είχε σχηματίσει, τη Μεγάλη Ιδέα. Το να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του είναι μόνο καταστροφικό, όπως φυσικά και το να εξαρτάται από δόσεις. Ούτε την απώλεια του ενός μισού μας, της μικράς Ασίας εσωτερικά ξεπεράσαμε, ούτε τον προηγούμενο διχασμό θεραπεύσαμε. Η χώρα ζει το σκόρπισμα, και το μεταμφιέζει τεχνηέντως, άλλοτε με λόγια, άλλοτε με πράξεις, άλλοτε γίνεται συμπαθητική ιδιαιτερότητα που καλύπτεται πίσω από εκλογές, άλλοτε βαθαίνει σε τραύματα θανατηφόρα, σε εμφύλιο και δικτατορίες, όχι μόνο τις πολιτικές, μα και τις καθημερινές προσωπικές του καθενός μας. Δεν είναι αυτές λιγότερες, γιατί αν δεν υπήρχαν αυτά τα τραύματα και αυτά τα πατήματα, οι άλλες δε θα έβρισκαν ποτέ έδαφος να πραγματοποιηθούν). Παράδειγμα γενικό. Ενώ είναι αδύνατον να βρούμε παγκόσμια επαρκή ορισμό της ελευθερίας, είναι αδύνατον να την αφαιρέσουμε από την ανθρώπινη ψυχή, νου και καρδιά. Άνθρωποι που με δυσκολία θα έγραφαν το όνομα τους ή θα έκαναν μια περιγραφή της ημέρας τους σε μια σελίδα, απολύτως ορθά θα είχαν σχέση μαζί της, θα την κατανοούσαν, θα την ένιωθαν, θα ζούσαν με αυτήν, θα πέθαιναν για αυτήν. Η θρησκεία μπορεί να ενώνει; Είτε αρέσει στον σημερινό κάτοικο αυτού του τόπου, είτε πιο συχνά όχι, η θρησκεία ενώνει επιτυχώς λαούς.
Η γλώσσα; Αυτό είναι σχεδόν μυστήριο. Η γλώσσα δεν ενώνει, ορίζει και ξεχωρίζει, καθορίζει ένα μη γεωγραφικό τόπο, συχνά πιο ισχυρό από οποιοδήποτε υλικό αντίστοιχο, μα αυτό δεν αρκεί να την κάνει συνδετικό κρίκο. Ή μάλλον κρίκος είναι, αλλά όσο ισχυρός και να είναι ο δεσμός κάποιου με αυτήν, δεν αρκεί για να κρατά ενωμένη μια κοινωνία. (Παράδοξο, το μόνο κοινό χαρακτηριστικό της δικής μας περίπτωσης είναι η γλώσσα, η καθημαγμένη, φτωχική, κουρελιασμένη, διαλυμένη γλώσσα των τελευταίων χρόνων. Μια προσβεβλημένη γλώσσα, που σε βάρος των σωμάτων και των ψυχών ημών, απόλεσε το πιο ισχυρό της έρεισμα, τη σχέση της  με το παρελθόν -βλέπε μορφωμένους και το ανεπιτέλεστό τους έργο που είναι η καλλιέργεια η γλωσσική- οπότε χάνεται η μια όχθη. Και τότε η γέφυρα μένει να κρέμεται. Η επιστημονική-λογοτεχνική-πανεπιστημιακή κοινότητα δεν είναι κοινότητα. Ο λαός -μη λαός πια και αυτός- χαμένος στα μικροαστικά του κέντρα, αποκομμένος από λειτουργίες δομές και τον φυσικό του γεωγραφικό και πνευματικό τόπο, φυσικό είναι να χάνει τον έσω τόπο και τον Λόγο. Άρα χάνεται και το άλλο άκρο, το μέλλον. Η γέφυρα έχει απολέσει και τα δυο της άκρα, την λειτουργία της. Ένα ρημάδι ψευτοστηριγμένο σε κολώνες (αρχαιοελληνικές παρεμπιπτόντως) που κι αυτές καταρρέουν. Όμως και πάλι και όχι τυχαία, τα υλικά ενός έθνους-λαού, δε με νοιάζει τώρα και εδώ η διαφοροποίηση, είναι γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, αυτό τουλάχιστον λένε οι κοινώς αποδεκτές επιστημονικές αρχές ).
Πριν λίγους μήνες περήφανος αυτοονομαζόμενος αριστερός, συνηθισμένα διανοούμενος, μου έγραφε μια κοινοτοπία και κοινοτυπία του χώρου του, “πατρίδα και θρησκεία, δε μου λένε τίποτα”, αφήνοντας φυσικά σε μια ακόμα ανάλυση μαρξιστικού τύπου χωρίς τον Μαρξ, να διαφαίνεται η γνώση των οπισθόφυλλων των εκδόσεων του συχωρεμένου πια Χόσμπαουμ. Ουσιαστικά η γλώσσα τού καθενός, παρά τα χτυπήματα και τα τραύματα, τις φθορές και τις πτωχεύσεις επαρκώς αν όχι πλήρως, αποκαλύπτει τον καθένα. Ένα μεγάλο μέρους των κατοίκων του τόπου αυτού (λαός έπαψε προ πολλού να είναι) προτάσσει την κοινωνία έναντι τής πατρίδας, μάλιστα η πρώτη λέξη-έννοια αποκτά και μυστηριακό χαρακτήρα, μια που αυτό είναι αναπόφευκτο στον άνθρωπο για να σταθεί στα πόδια του και η δεύτερη, βδελυρό και περιφρονητέο. Σκεφτείτε πόσες φορές οι αριστεροί λένε κοινωνία, κοινωνία πολιτών κλπ όπου τα Δικαιώματα του ανθρώπου φαντάζουν απείρως σημαντικότερα, ιερότερα και πιο αξιοσέβαστα από τις πλάκες που βάσταζε ο Μωυσής κατεβαίνοντας το Σινά. (Σε γενικές γραμμές ότι του κλείνεις την πόρτα μπαίνει από το παράθυρο. Αυτό που θέλουν να απεμπολήσουν μανιωδώς οι σύγχρονοι, νεωτερικοί και μετανεωτερικοί, το άλλο, το μεταφυσικό, το θείο, το δαιμονιώδες, επενδύεται με τον πιο χυδαίο τρόπο στα πιο χυδαία αντικείμενα, είτε σκέτα καταναλωτικά, είτε εφήμερα πολιτικά και κοινωνικά αγαθά. Αν είμαι υπερβολικός εγώ, τότε τι είναι μια διαδήλωση που γίνεται για το οκτάωρο ή τις υπερωρίες, ένας θάνατος για την ιδιωτικοποίηση ή όχι λεωφορείων, βίαιοι ξυλοδαρμοί για επιδοτήσεις, εισβολές για μονιμοποιήσεις, εκπορνεύσεις για τριάκοντα αργύρια.. Κάποιος έχει τρελαθεί….).
Σε όλα αυτά αραιά και πού -πώς θα μπορούσε και συχνότερα- μιλούμε για την απουσία τής πνευματικής κεφαλής, συγχέοντας το πνεύμα με την απόκτηση εξωτερικών τίτλων επιτυχίας, τον πνευματικό άνθρωπο που είναι ένας βασανισμένος αγωνιστής που τρώει και καταναλώνει τις σάρκες του, με τον σαλιαρίζοντα σε εγκαίνια και παρουσιάσεις έτοιμο να ποζάρει ερμαφρόδιτο συγγραφίσκο, ή ζωγραφίζοντα, ή ξεπεσμένο ηθοποιούλη, ή αναιδή πανεπιστημιακούλη. Μα πνεύμα δεν είναι το γούστο μιας ώρας, οι χαριεντισμοί μιας ψεύτικης ευγένειας, οι κρυμμένες σεξουαλικές φαντασιώσεις, οι υστερόβουλες διαχύσεις, η επιδιωκόμενη ευδαιμονία. Πνεύμα είναι η καρδιά μιας ζωής και κυρίως η ζωή της καρδιάς. Τι μπορούν να πουν οι τυφλοί σε τυφλούς και πού να τους οδηγήσουν; Η απάντηση έχει δοθεί και δυστυχώς δίνεται μπροστά στα μάτια μας.
Ας πάρουμε τώρα ένα παλιό, γνωστό, μάλλον θλιβερό και φορτισμένο αρνητικά για τους περισσότερους σύνθημα. Πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια. Γιατί άραγε, ίσως βλάκες, ίσως έξυπνοι έβαλαν αυτή τη σειρά; Είναι τυχαία, ανούσια και γελοία, ή παρά τη φθορά της, ακόμα κι έτσι στον ξεπεσμό της λέει πράγματα αυτή η φράση των τριών λέξεων; Και θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τη σειρά επί ώρες και σελίδες, όπου η ιστορία αμείλικτα έχει οριστικοποίησει χαρακτηρισμούς και τη θέση των ανθρώπων που πρόδωσαν την πρώτη, αρνήθηκαν τη δεύτερη ή μόνο εγκατέλειψαν την τρίτη. Κι ενώ για τις δυο τελευταίες χωρίς πρόβλημα τα ρήματα μπορούν να εναλλαχτούν για την πρώτη λέξη το ρήμα είναι αποκλειστικότητα. Τι κι αν αρνηθώ την οικογένεια μου, την εγκαταλείψω, την περιφρονήσω, τη μισήσω, ή εκείνη με πολλούς τρόπους, πονηρούς, τακτικούς και τρυφερούς, αξιοπρεπείς, σοβαρούς και προστατευτικούς, το κάνει προς εμένα, ποτέ κανείς και τίποτε δε θα με ονομάσει προδότη. Η θρησκεία η κακομοίρα, στα δικά μας τα μέρη (βλέπε Δύση όπως και να το κάνουμε) και στους δικούς μας τους καιρούς ( πες τους σύγχρονους, μοντέρνους, νεωτερικούς, μετανεωτερικούς ή δεν ξέρω εγώ τι) έχει ανοχές. Κι αν ακόμα είτε μειράκια, είτε γερόντια της αριστεράς και πάλι, ασχολούνται μαζί της νομίζοντας ότι ζουν στον 18ο αιώνα και στη Γαλλία είναι γιατί τους βολεύει να ασχολούνται με ένα ακόμη φάντασμα. Αδυνατούν γενικά να δουν πραγματικότητα. Εξυπηρετούνται διανοητικά, ψυχικά και πρακτικά να ζουν στο δικό τους κατακερματισμένο φαντασιακό ( πού είσαι Κορνήλιε) από το να αντιμετωπίσουν το αδυσώπητο προσωπικό τους σήμερα. (Διευκρίνηση περιττή για ανθρώπους. Κανείς συνεπής με την ιδεολογία του δε θα εξεγερθεί με αυτά που λέω. Βολεμένοι ναι).
Κι όμως πολλοί επιμένουν ότι δεν υπάρχει πατρίδα, ή ότι δεν έχει σημασία και συχνά χρησιμοποιούν επιχειρηματολογία διαφωτισμένη και διαφωτιστική, συγχέοντας όμως την ιστορική πραγμάτωση του έθνους των τελευταίων δύο αιώνων με τη μάλλον πολύ παλιότερη έννοια της πατρίδας. (Κι εδώ τι πρεσβεύω άραγε; Μια ιδεολογία ναζιστικού τύπου όπου το χώμα, το αίμα και η φυλή γίνονται από προσωπικές αλήθειες διαχωριστικά δεδομένα που οδηγούν σε πρόσθετους χωρισμούς, πάθη και βία; Όχι βέβαια. Υπάρχουν βλαστήμιες και βλαστήμιες και ακόμα κι αν έχω φλερτ με λάθη, θέλω να τα αποφεύγω). Αν είναι να πάρω θέση σύντομη, άμεση και περιεκτική, θα έλεγα ότι σημασία έχουν αυτά που μας ενώνουν απείρως μεγαλύτερη από αυτά που μας χωρίζουν. Κι αν θέλω κι εγώ κάτι είναι ένωση και κοινωνία κι όχι, διαζύγιο και ερημία. Όμως το σώμα μου είναι ένα επαρκές υλικό σημείο, απαρτιζόμενο από χώμα που ανυπόμονα περιμένει την επιστροφή του στα ανόργανα υλικά του. Και επειδή όλα τα υλικά μου χαρακτηριστικά υπακούν σε φυσικούς νόμους και ειδικά και κύρια τής βαρύτητας, καταλαμβάνω όγκο, έχω  συντεταγμένες ύπαρξης, αυτό μοιάζει να καθορίζεται κυρίως από την υλική, τη χωμάτινη πατρίδα μου, στην αρχή σε μικρή κλίμακα, σπίτι, γειτονιά, σχολείο, πόλη, χωριό, τόπο τέλος πάντων. Αυτό το υλικό και μόνο υλικό στοιχείο μου, μοιάζει να γίνεται εντελώς καθοριστικό τής ύπαρξης μου. Δεν μπορώ να αφαιρέσω την ύπαρξη του τόπου από την ύπαρξη μου. (Φυσικά μπορώ να την αναιρέσω, δεν είναι μάλλον ευχάριστο αυτό). Ανάερο και αποκλειστικά πνευματικό άνθρωπο δεν έχω συναντήσει και δε με ενδιαφέρει άλλωστε. Το υλικό έχει τη χάρη του. (Δεν ασχολούμαι με την περίπτωση της μετοίκησης, δε με ενδιαφέρει, είναι σχεδόν αυτονόητα και κοινά τα αισθήματα αλλά και η κατάληξη του ότι δεν γίνεσαι ποτέ μέρος της νέας σου πατρίδας, αυτής που κυρίως για λόγους εργασίας επιλέγεις. Νόστος υπάρχει μόνο προς μια κατεύθυνση).
Άρα τι κάνω αν θέλω να είμαι άνθρωπος και μάλιστα “σύγχρονος”; Την αρνούμαι; Μήπως την προδίδω; Την ξεπερνώ; Μα πώς; Για να ξεπεράσω την πατρίδα μου εγώ δε βλέπω παρά μόνο ένα τρόπο και επαναλαμβάνω δε μου αρέσει. Από την άλλη, είμαι μέρος της ή είναι εκείνη μέρος δικό μου; Είμαι εγώ σημαντικός για εκείνη ή εκείνη είναι σημαντική για εμένα;
Όμως όλα αυτά πρέπει να έχουν ένα σκοπό, ένα κέντρο, ένα στόχο. Αυτός πρέπει να με συμπεριλαμβάνει, εγώ να τον χωράω, εκείνος να μου δείχνει δρόμο και τρόπο, εγώ να τον ακολουθώ και να ελευθερώνομαι, αυτός να μου δίνει νόημα για όλα, μεγάλα και μικρά, εγώ να τον νιώθω πιο μέσα από το ίδιο μου το κορμί, πιο σημαντικό από το αίμα στις φλέβες μου, πιο ουσιαστικό από τον αέρα που αναπνέω. Πρέπει να είναι αλήθεια μου, πιο μεγάλη από εμένα, χωρίς να με πατάει ή να με ισοπεδώνει, να με υποτάσσει, ξεγελάει, καταπιέζει, τρομοκρατεί, φοβίζει, μπερδεύει, ευτελίζει, χρησιμοποιεί. Πρέπει να είναι πιο μέσα από τα οστά μου, πιο ζωογόνο από την καθημερινή μου τροφή, πιο δροσερό από το νερό που χρειάζομαι, πιο απαραίτητο από το οξυγόνο που αναπνέω. Πρέπει να το νιώθω τόσο που να μην το νιώθω, να μην χωρίζει από εμένα, να μην χρειάζεται εξηγήσεις, αιτιάσεις, δικαιολογίες, επιχειρήματα, σοφίες, ευκολίες ή δυσκολίες, να μην μπορώ να το βγάλω από πάνω μου, από μέσα μου ή εγώ να υπάρχω ξέχωρα από αυτό. Άλλη μια ένωση επιθυμώ; Ίσως την Ένωση. Ίσως την ενότητα.
Κι όμως αυτό που βιώνουμε είναι ένας ατελείωτος κατακερματισμός, ένα σκόρπισμα, μια διάλυση όπου δύσκολα τα αυτονόητα πραγματοποιούνται, τα λογικά επιδιώκονται, τα επιβεβλημένα συζητούνται. Ένα σκόρπισμα μέσα κι έξω από τους περισσότερους.( Εδώ πρέπει να πω ότι ούτε καν οι “ιδεολογικοί” μου αντίπαλοι είναι αρκετά συνεκτικοί πια, ή μάλλον το αντίθετο είναι τόσο συνηθισμένη η διαφορά λόγων και έργων που θεωρείται το φυσιολογικό. Όλοι μεταθέτουν τις ουσιαστικές, αγωνιώδεις κατά τα άλλα αλλαγές σε ένα απώτερο, ιδανικό, πλήρες μέλλον, μια γενικευμένη ξεπεσμένη εσχατολογία, όπου το παρόν είναι κοινό, καταναλωτικό, φρικτά δουλοπρεπές και απόλυτα υλόφρον. Μακάρι οι αντίπαλοι αυτοί να με έπειθαν με το υψηλό τού ήθους και των λόγων τους. Χαμηλά όλα όμως.) Πώς γίνεται η ένωση;
Στον επόμενο από τον αιώνα τής διάσπασης τού ατόμου και του πυρήνα του, δε μένει παρά η εξαφάνιση στα στοιχειώδη σωμάτια τα χωρίς νόημα στην ύπαρξη τους ή..... μια γενναία πράξη επανεύρεσης. Πάλι τρίτο δε χωράει. Δηλαδή το ερώτημα είναι εξωφρενικά απλό και όμως μοιάζει να μεταμφιέζεται συνεχώς. Τι προτιμούμε, τη ζωή ή το θάνατο; Και μπορεί η ζωή να είναι μόνο υλική; Υπάρχει και το κάτι άλλο ή είμαστε στον κόσμο τής φυσικής και της πτώσης; Δηλαδή υπάρχει υπέρτερη δύναμη τής βαρυτικής ; Ο άνθρωπος μπορεί να πετάξει ή είναι καταδικασμένος στην επιφάνεια τής γης, μέρος του φλοιού της, φλοιός, φλούδα και ο ίδιος; Η παροδική μετουσίωση τής ανόργανης ύλης σε ένα ανθρώπινο σώμα εξαντλείται στις χημικές, βιολογικές, φυσικές διεργασίες, στο παρόν το εξαφανιζόμενο αιωνίως, το αέναα μετακινούμενο μέλλον, στην ελλειπή συνείδηση των πράξεων και των γεγονότων, στο περιορισμένο και ελλιπώς ορισμένο από τον ίδιο, στην αδυναμία τής γλώσσας και των εννοιών του, στην αγνωσία και στην απροσδιοριστία, στο κενό τού μέλλοντός του, στο κενό της ύπαρξης, στο κενό καθεαυτό ή....;
Και σ' όλ' αυτά εμείς, εδώ, οι κάποιοι εμείς που θέλουμε δε θέλουμε, άλλο όνομα από Έλληνες δεν μπορούμε να έχουμε, είμαστε διπλά και τριπλά καταδικασμένοι από όλα όσα είμαστε, είτε το ξέρουμε, είτε όχι, σε όλα όσα θέλουμε μα δεν μπορούμε να είμαστε, στην ακαθόριστη εικόνα του ατομικού κοσμοειδώλου τού καθενός. Και είμαστε ακόμα κάτι ξέχωρα από εμάς ή από την εκφρασμένη θέλησή μας. Με ένα περίεργο τρόπο οι άνθρωποι δεν είμαστε καταδικασμένοι στην διάσπαση, αλλά προορισμένοι στην ένωση. ( Εδώ δεν μπορώ να αποφύγω να πω ότι οι Έλληνες είμαστε καταδικασμένοι στην ένωση. Σκεφτείτε ότι είναι με τον γείτονα σας. Για να μη θυμίσω την απόλυτη φρίκη, με τον ίδιο τον εαυτό σας).
“Της τέχνης μου η περιοχή”. Μα είναι δυνατόν να μπερδεύεται το μεταφυσικό σε τόσο υλικά, απτά, καθημερινά προβλήματα; Θα μας δώσουν οι φιλοσοφίες ψωμί, θα μας πληρώσει η τέχνη τα χαράτσια, φαΐ η ποίηση; Ο άνθρωπος είναι αδυσώπητα υλικός, δε θέλει από τα άλλα. Έλα μου ντε που τα άλλα είναι πολύ πιο άγρια, επιθετικά και το κυριότερο εκδικητικά. Αν τα ξεχνάς πληγώνουν, αν τα περιφρονείς, βασανίζουν, αν τα αρνείσαι σε διαλύουν πιο απτά από τα πυρά του σκληρότερου εχθρού. Το άυλο νικά το υλικό. Στο κάτω κάτω τής γραφής και τα λόγια σε κάθε μορφή και σε κάθε μέσο άυλο είναι. (Δεν είναι υπόσταση των λέξεων οι συχνότητες τους ή το μελάνι τους). Όταν κοιτάζω κάποιον ή με κοιτά είναι υλικό φαινόμενο ή έχει το μερτικό της και η άλλη πλευρά; Η σκέψη είναι μια “Νανοπούλεια” περιοριστική διαδικασία ή κάτι απείρως πιο μεγάλο και αλήθεια πραγματοποιήσιμο σε κάτι τόσο μικρό όσο το ανθρώπινο μυαλό; Η μεταφυσική είναι πιο απαραίτητη από τη φυσική ή πιο φοβερή;
Things fall apart; the centre cannot hold.
 
Β ΜΕΡΟΣ ( χαμηλότερου επιπέδου)
Μα το έλλειμμα γεμίζει (από κενό). Η απώλεια αυξάνεται. Η ένδεια φαρδαίνει. Και τώρα ας χαμηλώσουμε και άλλο το επίπεδο τού κειμένου αυτού και ας δούμε την υλική, απολύτως πραγματική πλευρά τού προβλήματος. Κάποιος είναι παράλογος, κάποιοι ζουν τον παραλογισμό. Συνήθως εκτοξεύονται κατηγόριες, συχνά προσβλητικές μη έχοντας σκοπό ποτέ την ανακάλυψη τής αλήθειας (η αλήθεια θεωρείται μια άγνωστη ήπειρος όπου απλά οι θαλασσοπόροι μας δεν έχουν αρκετά στοιχεία ή γνώσεις για να τη βρουν), αλλά την εξάλειψη ενός ακόμα ενοχλητικού λεκτικού αντιπάλου. Πότε σε αυτήν τη χώρα, η λέξη αριστερός έγινε από πολιτική θέση και μάλιστα θολή, ασαφής, υπερβολικά ηρωική, επιπόλαιη, φιλοσοφικά άγνωστη, οντολογική κατηγορία; Μα ήδη με την ερώτηση έδωσα και την απάντηση.
Μετά το σαράντα η χώρα έγινε ένα θλιβερό εκκρεμές όπου ποτέ δεν ισορρόπησε. Δέκα χρόνια καταστροφής, πολέμου, αιματοκυλίσματος. Τριάντα χρόνια όπου μια δεξιά λίγη, μα αρκετά Ευρωπαϊκή κατά το κοινώς λεγόμενο, σπάνια το ορθώς, συχνότερα το λάθος πράττειν, με ένα μικρό, σχεδόν ανύπαρκτο όραμα κυβέρνησε τον τόπο. Άλλα τριάντα όπου η σοσιαλιστική και αριστερή πτέρυγα ( τα διαλείμματα της ΝΔ δεν έχουν καμιά σημασία, η πρακτική υπήρξε μόνο μία) άσκησαν επίσης εξουσία, πιο δόλια, το λέω ξεκάθαρα κι εκτός παρενθέσεως, πιο διεισδυτικά, πιο βαθιά, παίρνοντας μια μόνιμη εκδίκηση σε όλα όσα ήξεραν μα και σε πάρα πολλά από όσα δεν ήξεραν, λερώνοντας, βρομίζοντας, καταστρέφοντας και διαστρέφοντας τα πάντα και όλους, και μέσα κι έξω, και πατρίδα και θρησκεία και οικογένεια. (Πόσοι εδώ θα σταματήσουν φτύνοντας τον συγγραφέα σίγουροι). Μα για να γυρίσω στη δήλωση του αριστερού που μου έλεγε ότι πατρίδα και θρησκεία δεν του λένε τίποτε, τότε τι έχει και τι μένει στη ζωή του, τους, μας;
Και φτάσαμε στο σημερινό σημείο όπου χρόνια οι μόνοι στόχοι που τίθονταν στις ζωές τις ατομικές αλλά και του συνόλου ήταν οικονομικοί.[ΠΡΟΣΘΗΚΗ δεν μιλούμε πια ούτε για Δημοκρατία, άλλος εμπαιγμός. Ούτε καν για Οικονομία. Τώρα μιλούμε μόνο για ΑΓΟΡΑ]. Τουλάχιστον τριάντα χρόνια τίθεται αυτό, συχνότερα ως μαστίγιο, στο ενδιάμεσο και ως καρότο, για λίγο, και με απροκάλυπτη ξεδιαντροπιά, για τα ψίχουλα που πέταξαν ή μόνο έπεσαν από το τραπέζι του μεγάλου ξεφαντώματος του 80, έκλεψαν κανονικά στα τέλη του 90, πέταξαν στον “περιούσιο” χωρίς ουσία όμως πια λαό, άλλον ένα ψεύτικο στόχο στις αρχές του 2000 και μετά άρχισε η αδυσώπητη, ελεύθερη ή ακόμα χειρότερα, ελεγχομένη πτώση του. ( Πολύ συχνά επανέρχομαι στο όνομα τού Σημίτη, θεωρώντας το υπεύθυνο για πολλά. Στα χρόνια τα δικά του τα νέα σύμβολα, εκσυγχρονισμός, νομισματική ένωση, Ευρώπη αποκτούν μια καθοριστική και μεγάλης εμβέλειας επέκταση μέσα στο σώμα τής κοινωνίας, εις βάρος κάθε φορά και ενός κομματιού αξιοπρέπειας, Ίμια, Οτσαλάν, πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, όπου πουλήσαμε την ψυχή μας και δεν εξασφαλίσαμε το ξεροκόμματο. Πάντα το λέω, το άυλο εκδικείται πολύ πιο σκληρά το υλικό. Μα το οικονομικό-υλικό για άτομα σαν τον Σημίτη είναι το μοναδικό, το μέγιστο. Δεν μπορώ να τον κατηγορώ για ανικανότητα, ούτε να του προσάψω το ότι ο δεύτερος τη τάξει ήταν ο Άκης, και φαντάζομαι δεκάδες κι εκατοντάδες άλλοι αντίστοιχοι στην κλίμακα τους. Θα μου πεις πολλή η άγνοια. Δεν πειράζει, όμως ούτε αυτό. Είναι η πνευματική του ανεπάρκεια που τον οδηγεί στη δική του νομοτέλεια, στις αντίστοιχες πράξεις. Υπάρχει δηλαδή σε όλους αυτούς τους ανθρώπους τού υλικού, μια συνεχής και από τους ίδιους ελαφρά τη καρδία πρόταξη κατά περιπτώσεις ανικανότητας και ανεπάρκειας. Με περηφάνια θα πουν “σας το λέγαμε, δεν ήταν καλό το καράβι”. Μα τότε γιατί είσαι καπετάνιος του; Ή δεν είσαι; Απαλλαγή δεν υπάρχει και μου αρκεί η λήθη που θα καλύψει ονόματα και παρουσίες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο “κατεξοχήν” “υποτιθέμενος” “φιλόσοφος” της περιόδου ο Σ. Ράμφος, έχει σαν διανοητική του ναυαρχίδα την εξατομίκευση, κρίνει από τη δικιά του προκρούστεια κλίνη τη ζωή, αλληθωρίζει επαρκώς προς το ΠΑΣΟΚ, έχει πάρει ανοιχτά θέση υπέρ του εκσυγχρονισμού και ακόμα πιο συγκεκριμένα του Γ. Παπανδρέου και απλά υπογραμμίζει το αιώνιο διαζύγιο διανόησης και πράξης, σκέψης και φιλόσοφου βίου- μα για τον Σ. Ρ σε λίγο και άλλα ).[ΠΡΟΣΘΗΚΗ το αρχικό κείμενο είχε γραφτεί το Φθινόπωρο του '12 απόδειξη η δημοσίευση του στο facebook. Πόση επιβεβαίωση η συστράτευση με το ΠΟΤΑΜΙ. Αλήθεια το να είσαι δίπλα στον Στ. Θοδωράκη μου φαίνεται αρκετή τιμωρία, αληθινά σκέτη μωρία] 
Τι είχαμε να μαζέψουμε αυτά τα χρόνια τα μετά τον Β' ΠΠ και ειδικά της ξεπεσμένης πια Μεταπολίτευσης. Είχαμε να μπούμε στην ΕΟΚ, να πάρουμε μέρος στην νομισματική ένωση, να κάνουμε τους Ολυμπιακούς, να κερδίσουμε και να χάσουμε πολλά στο χρηματιστήριο, να αλλάξουμε τις κουζίνες και τα μπάνια των σπιτιών μας, (που μάλλον τα είχαν χτίσει χωρίς δάνειο το 60 και το 70 οι γονείς μας, ενώ εμείς και για τις διακοπές μας παίρναμε δάνειο. Άλλο είναι να χτίζεις σπίτι, άλλο να αλλάζεις κουζίνα), να μάθουμε ένα σωρό ονόματα καταναλωτισμού, να αυξήσουμε γύρω στα τετρακόσια κυβικά τα αυτοκίνητα μας, να χάσουμε λίγα από όσα μας ενώνουν σε ένα θολό πολτώδες επικάλυμμα συνηθειών στη θέση των πράξεων. Ποιος σου είπε ταλαίπωρε πνευματικά Καραμήτρο, να γιορτάζεις τα Χριστούγεννα ψωνίζοντας και το Πάσχα τρώγοντας; Και η άλλη πλευρά να μην υπάρχει.....Αυτά είναι λίγα κακόμοιρε. Χρειάζεσαι, θέλεις δε θέλεις άγκυρα στον ουρανό, το σκοινί να τραβά ψηλά, το βάρος από το μεγάλο σίδερο να τη ξεσέρνει στα σύννεφα. Τα πολλά που έτρωγες, έπαιρνες, αποκτούσες, συσσώρευες είναι ελάχιστα. Το κυριότερο δεν σου κρατούν τη ζωή. Δεν κρατάνε εσένα όρθιο. (Θέλεις και ρητά των Αρχαίων. Πάρε μαζεμένα δυο. Ουρανούχον αρχάν- Φυτόν ουκ έγγειον αλλά ουράνιον.)
Τι έχουμε πάθει λοιπόν στη σημερινή χώρα που τη λένε Ελλάδα και μοιάζει πιο συχνά να είναι ο περιορισμός και η άρνηση του altra cosa. Η αριστερά είναι δράση και αληθινά η δεξιά είναι αντίδραση, δεύτερη και καταϊδρωμένη. Και οι δυο συντελούν με μια εξωφρενική (κυριολεκτικά) πολιτική και πρακτική ανεπάρκεια να υπηρετούν όχι τον τόπο και τους ανθρώπους του, αλλά ανθρώπους τους και πολλών ειδών ακόμη τοπικισμούς, (όχι απαραίτητα μα ακόμα και σήμερα μερικές φορές γεωγραφικούς). Και οι δυο συντελούν σε συντέλεια και στοχεύουν σε ρήξη. Κι οι δυο αποτελούν την έμπρακτη απόδειξη του λίγου που οδηγεί στο ελάχιστο. Και οι δυο γεννούν μια καινούρια πρωτόγνωρη ορφάνια, μια ορφάνια που αγκαλιάζει με τη φονική και δηλητηριώδη στοργή της μια ολόκληρη χώρα, μια πατρίδα, μια από τις πολλές, μια κοινωνία, πολλούς ανθρώπους. Οι κάτοικοι αυτού του τόπου λοιπόν με περηφάνια γκρέμισαν τις γέφυρες με το παρελθόν τους και τις παραδόσεις τους, ακόμη χειρότερα τις προέβαλλαν με τέτοιο τρόπο που γέννησαν μια απόλυτη και δικαιολογημένη αποστροφή που οδήγησε σε μια γενικευμένη άγνοια.( Αν ο ένας στους χίλιους ανθρώπους των γραμμάτων ξέρει ή έχει ψιλιαστεί κάτι αυτό δε σημαίνει τίποτε γιατί δεν υπάρχει λειτουργία. Δε ζούμε μόνοι μας. Ή όλοι μαζί θα χαθούμε ή όλοι μαζί θα ζήσουμε).
Συμβατικά. Δυο παραδόσεις είχαμε και με την πρώτη, των αρχαίων δεν υπάρχει επαφή για λόγους πρακτικούς και φυσιολογικούς, (χρονική απόσταση, ιστορικό της τέλος) και πνευματικούς-διανοητικούς (έλλειμμα παιδείας και τεμπελιά των απογόνων) ενώ με τη δεύτερη (Βυζάντιο-Χριστιανισμός), υπάρχει, ή συνειδητή και μάλιστα περήφανη άρνηση και αποστροφή, ή τυπική διατήρηση δηλαδή ουσιαστική κατάργηση. Και στις δυο περιπτώσεις η άγνοια γίνεται ο καινός κενός γενικευμένος τόπος μιας χώρας. Και στις δυο περιπτώσεις οδηγούμαστε σε χαμό. Με άλλα λόγια. Είμαστε στην άκρη του κλαδιού και πριονίζουμε συνεχώς το σημείο επαφής με τον κορμό (πρόσφατο παρελθόν και ότι σημαίνει αυτό) προκειμένου να αποκτήσουμε σχέση με τη ρίζα και παραβλέποντας ότι θα την πλησιάσουμε μεν, σε μια βίαιη και θανατηφόρα πτώση μας δε. Άλλος δρόμος να πάρουμε το κλαδί και να το κολλήσουμε σε άλλο μεγάλο δέντρο, δε γίνεται. (Άνθρωποι τής πόλης το μπόλι είναι ένα τόσο δα μάτι και πρέπει να ξέρεις πώς θα το βάλεις και πότε). Και ποιος είναι λοιπόν παράλογος και ποιος είναι ο παραλογισμός; Δεν έχει την παραμικρή σημασία η συνέπεια λόγων και πράξεων. Αυτό είναι το κυρίαρχο ρητό της κοινωνίας μας.
Σκιαγραφώ λοιπόν σε χαμηλό επίπεδο -το τονίζω- την καθημερινότητα μας. ( ο όρος αριστερός είναι μια αλήθεια αλλά περιλαμβάνει όλους). Ακούς “Κόσμο” στο ραδιόφωνο και μοντέρνα μουσική, ωραιοποιείς την αστική τάξη, μερικές φορές την υμνείς κιόλας, σε κείμενα σου μοιρολογείς για την απουσία ή τη μη επέκταση τής εμβέλειας της, αλλά είσαι αριστερός, δεν έχεις διαβάσει λέξη από τους αρχαίους ημών προγόνους, παραβλέπεις τη θρησκεία, τους νόμους και τα κράτη τους, αλλά είσαι αριστερός, ( σε πολλούς υπάρχει μια χολιγουντιανή αίσθηση της αρχαιότητας και όχι περισσότερη γνώση της), φοράς ρούχα επώνυμα, κοιτάς ή αγοράζεις έπιπλα επώνυμα, αξεσουάρ επώνυμα, σκεύη για το σπίτι επώνυμα, παπούτσια επώνυμα, διακοσμητικά επώνυμα, αλλά είσαι αριστερός, αισθάνεσαι όσο πιο βόρεια και δυτικά γίνεται, νιώθεις γνήσιο παιδί τού Διαφωτισμού (ξέρεις και πιπιλάς δυο ονόματα Ρουσό-Βολτέρος και ένα μόνο ρητό τους), γιος τής γαλλικής επανάστασης, πρωταγωνιστής τού Ρομαντισμού, φίλος Άγγλων αριστοκρατών, σύντροφος των Καρμπονάρων, πηγαίνεις στο Μπάντμιτον για χορό στον πάγο, Κινέζους πολεμιστές, βιενέζικα βαλς, αλλά είσαι αριστερός, τρως σε fast food, σε πολυτελή ή καλύτερα trendy μαγαζιά, επώνυμα και αυτά, όλα επώνυμα σε αυτά, από τον σεφ μέχρι το χαρτί τουαλέτας, στέκια όλο design, σε χρώματα απαλά, παλ, γήινα ή έντονα, ανάλογα με τη μόδα, αλλά είσαι αριστερός, έχεις ακριβό ή χαριτωμένο αυτοκίνητο, έξυπνη συσκευή τηλεφώνου, κάνεις γιόγκα ή διαλογισμό, δηλώνεις άθεος ταυτοχρόνως, πηγαίνεις στας Ευρώπας όπου μοιράζεις το χρόνο σου σε μουσεία (βαρετό μα επιβεβλημένο) και σε αγορές (επιτέλους ενδιαφέρον και ευχάριστο) μα είσαι αριστερός, στα μαγαζιά όπου κι αν βρεθείς απαιτείς, ναι απαιτείς άριστη συμπεριφορά από τους εργαζομένους ( είναι δούλοι εκείνη τη στιγμή, μετά σε κάποιο συλλαλητήριο ξαναγίνονται σύντροφοι), αλλά είσαι αριστερός, ασκείς βία, βία στον σύντροφο σου, στα παιδιά σου, στην οικογένειά σου, στον συνάδελφο σου, στον συνεταίρο σου, στον απέναντί σου, μα είσαι αριστερός, πας στα νησιά ή στο Πάπιγκο, πίνεις καπουτσίνο ή εσπρέσο, τρως γλυκά με περίεργα ονόματα, διαβάζεις , (μάλλον τσαλαβουτάς) τις κυριακάτικες εφημερίδες, μα είσαι αριστερός, μιλάς για συγγραφείς Αμερικάνους, Νεοζηλανδούς, Κονγκολέζους, Γκανέζους Γάλλους φυσικά , ακόμα και Μογγόλους συγγραφείς, ( μα περιφρονείς τον Παπαδιαμάντη, αγνοείς τον Σολωμό, κατηγορείς ταξικά τον Ελύτη), μα είσαι αριστερός, μαγεύεσαι χωρίς να γεύεσαι ότι σου σερβίρουν στήλες και περιοδικά, παλιότερα ήσουν ειρηνιστής (φαίνεται ήρθε η ειρήνη στον κόσμο , άλλο αν δεν την βλέπουμε) και τώρα έχεις μια κάποια οικολογική συνείδηση, πιθανά καταναλώνεις και βιολογικά προϊόντα, αλλά είσαι αριστερός, όλοι και όλες και όλα, αθώα-αφελή θύματα του τίποτα τους, που έκπαγλο και απροσάρμοστο μα εξουσιαστικό, βοά εκκωφαντικά στον καθένα, απαιτώντας τον δικό του θάνατο, την οριστική πτώση. (Επαναλαμβάνω να μη διαβαστεί από άθεους και αριστερούς. Μόνο να μου βρείτε ευτυχισμένους και μη βοηθούμενους από ψυχοθεραπευτικές-ψυχαναλυτικές-ψυχοβγαλτικές διαδικασίες).
Πόσο διαφέρει ο “μέσος” νεόπλουτος από τον “μέσο” αριστερό; Πόσους θεούς προσκυνούν; Ποιος είναι ο υπέρτερος θεός τους; Τι σημασία έχουν οι ιδεολογικές τοποθετήσεις, συζητήσεις, καυγάδες, σκέψεις αραιά και πού, τύψεις σπάνια, όταν κάθε μέρα, κάθε στιγμή, είναι στην υπηρεσία, στην αναζήτηση, στον πόθο του χρήματος; Αν το έχεις μεριμνάς και για άλλο, αν δεν το έχεις το λιγουρεύεσαι. Κάθε βήμα, κάθε πράξη, κάθε σκέψη από τους κατέχοντες και μη υπαγορεύεται από αυτό. Ξέρω αναρχικούς με πρότυπο ζωής μεγαλοαστικό, ξέρω αριστερούς με αυτοκίνητα 4000 κυβικών, ξέρω μεγαλοαστούς που θεωρούν εαυτούς επαναστάτες, ξέρω χριστιανούς που κλέβουν ασύστολα και πίνουν το αίμα των άλλων, ξέρω άθεους που κάνουν μπίζνες με μητροπολίτες, ξέρω ηγούμενους μοναστηριών που ξεπουλάνε τη γη τους για γήπεδα γκολφ και το νερό της περιοχής τους για να ποτίζονται τα γκαζόν.
Όχι, δεν είναι αυτοί οι παράλογοι. Αυτοί είναι ο κανόνας.
 
Γ ΜΕΡΟΣ
Είμαστε για ποίηση τώρα; Είμαστε για πράγματα του αέρα; Για φιλοσοφία; Σε ένα κόσμο μορφωμένων, δηλαδή διαμορφωμένων ανθρώπων αυτά δε θα συνέβαιναν. Η δια-μόρφωση γίνεται όμως ή από κάτω από την αληθινή ζωή που κρατά ένα πυρήνα πνεύματος ή από πάνω από τον επώδυνο αγώνα με τα γράμματα και τις τέχνες, όχι την αερολογική μίμηση ξένων προτύπων. Ούτε φυσικά είναι πρόβλημα η αριστερή σκέψη, περισσότερη έλλειψη της υπάρχει παρά κυριαρχία της. (Ούτε ο Πουλαντζάς, ούτε ο Καστοριάδης, ούτε ο Κονδύλης διαβάζονται πια τόσο παθιασμένα -αναφέρω τρεις καταξιωμένους τυπικά και νομίζω και ουσιαστικά διανοητές). Το μεγάλο πρόβλημα τού τόπου είναι η πνευματική τσαπατσουλιά, η τεμπελιά, το ράδιο αρβύλα των απόψεων και των γνωμών μας. Είναι σαν να έχει μεταμορφωθεί ολόκληρος ο διανοητικός βίος του τόπου σε ένα γιγαντιαίο κουρείο, κάτι άκουσα, κάτι μου είπαν. Έτσι δεν προχωρούν τα πράγματα. Μπορούμε να έχουμε όλοι γνώμη για όλα, μα με τίποτε δεν μας περνάει από το νου ότι απαιτείται κόπος για να φτάσεις κάπου. Είμαστε μια χώρα βουτηγμένη στα παραμύθια όπου θέλουμε μόνο το τέλος και τις αμοιβές του ήρωα, χωρίς ποτέ να κάνουμε τον αγώνα. ( Οι γενικεύσεις είναι απαραίτητες και οι διευκρινήσεις περιττές. Δε μιλάω για τους αρκετούς που αγωνιούν και αγωνίζονται, μα την γενικευμένη κατάσταση). Things fall part.
Επιτελώντας την ιεροσυλία τής χρήσης τού ονόματος αυτού (Χαμένο Κέντρο) για το δοκίμιο μου, που είναι αλήθεια δοκιμή πολλών πραγμάτων ( και των νεύρων των αναγνωστών που αρνούμαι, αν και συχνότερα αυτοί με αρνούνται), το αυθεντικό κείμενο του Ζ. Λορεντζάτου με αυτόν τον τίτλο ξεκινά με αφορμή την ποίηση του Σεφέρη γενικά και των τριαντάχρονων τής Στροφής ειδικά, για να γίνει ένα από τα σημαντικά (γεμάτα σημασία) κείμενα όχι μόνο του νεοελληνικού μα του “σύγχρονου” βίου γενικώς. Αλήθεια όμως υπάρχει σύγχρονος, άχρονος, νέος ή παλιός βίος ή άνθρωπος; Είναι τα πνευματικά καινούρια, διαφορετικά, φρέσκα ή μπαγιάτικα; Ας είναι. Θα μιλήσω και πάλι για το παρόν μας με δύο τρόπους. Ο ένας θα είναι το κείμενο του Ζ.Λ. Ο άλλος θα είναι ξένοι, Δυτικοί που στο όνομα τους ορκίζονται οι “άνθρωποι των τεχνών” μα που μου μοιάζει ότι δεν πιάνουν ούτε κλάσμα τού βάθους τους. (Θεωρώ περιττή παρένθεση την παραίνεση να διαβαστεί και ξανά να διαβαστεί ολόκληρο το κείμενο του Ζ. Λ. Μακάρι.) Χρησιμοποιώ την έκδοση του Δόμου, τόμος 1, σελ. 333-419. Κόβω με αυθαιρεσία και κόβω πολύ, βάζοντας άλλοτε μικρές φράσεις, άλλοτε ούτε αυτές ολόκληρες, σε κάποιες περιπτώσεις , μερικές παραγράφους.
 
“Η παράδοση δεν είναι καθόλου ζήτημα εθνικό”(σ.343).
“Ένα μόνο μπορούμε να πούμε: πως κατά κάποιο τρόπο την εποχή εκείνη του ρομαντικού κλασικισμού τής Ευρώπης την καταδίκη μας την υπογράψαμε από τη στιγμή που δεχτήκαμε να λάβομε μέρος στην ευρωπαϊκή συζήτηση αν είμαστε απόγονοι των αρχαίων ή όχι. Λες και εμείς δεν υπήρχαμε” (σ.344)
“...ο δυτικός ή ο νεότερος άνθρωπος αναζητάει κάποιο όραμα, κάποιο κέντρο χαμένο, πέρα ή έξω από τα σιδερένια δεσμά της λογοκρατίας στα οποία πεδουκλώθηκε μονάχος του από την Αναγέννηση και εδώθε”.(σ.356)... “ ζήτησε να ξεφύγει από το αδιέξοδο χτυπώντας αδιάκριτα και μες στα όλα τη λογοκρατία... κηρύχνοντας παρακαμπτήριους δρόμους.... πότε το πάθος και το αίσθημα....πότε τη φαντασία και το όνειρο, πότε την τρέλα και την ασυναρτησία, πότε την ψυχολογία του- ζενίθ και ναδίρ της συνείδησης.....βάζοντας μπροστά από τις διάφορες θεωρίες και μονομανίες, πότε ένα ir-(rationel) πότε ένα sur-(reel), πότε ένα sub-(consient)...,πότε ένα in-(consient) μα πάντα μέσα στα όρια του φυσικού, φροντίζοντας να κλείνει καλά πάνω από το κεφάλι του την μπουκαπόρτα του υπερφυσικού, δηλ. του πνεύματος. Το κέντρο εκεί βρίσκεται ή το χαμένο όραμα”(σ.357-8).
“ΜΠΟΡΕΊ ΜΕ ΤΟ ΞΈΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΊΣΗΣ ΑΥΤΉΣ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΈΝΑ ΑΣΤΡΟΠΕΛΈΚΙ ΜΈΣΑ ΣΤΗ ΝΎΧΤΑ, ΝΑ ΦΑΝΟΎΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΉ ΧΩΡΙΣΜΈΝΟΙ ΟΙ ΔΡΌΜΟΙ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΏΠΗ, Ή ΝΑ ΞΑΝΑΒΡΟΎΜΕ ΑΠΌ ΑΛΛΑ ΑΠΟΓΎΡΙΑ, ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΉ ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΗ ΜΈΣΑ, ΤΟ ΔΙΚΌ ΜΑΣ ΔΡΌΜΟ, ΑΛΛΑ ΤΩΡΑ ΈΧΟΜΕ ΚΟΙΝΟ ΤΟ ΣΗΜΕΊΟ ΤΟΜΉΣ ΑΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΑΨΑΛΑ, Ή ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΌΜΙ, ΟΠΟΥ ΕΠΕΣΕ ΤΟ ΑΣΤΡΟΠΕΛΕΚΙ ”.(Σ.363).
“Η τέχνη πρέπει να γίνει ξανά δουλειά σοβαρότερη, όπως ήταν πάντα. Η τέχνη πρέπει να βαφτιστεί στα νερά της πνευματικής ή μεταφυσικής πίστης”(σ.367)
“... αναφέρω την περικοπή για όσους νομίζουν πάντα πώς ήταν δυστύχημα που εμείς απουσιάζαμε από την Αναγέννηση... ή πώς δεν αποκτήσαμε ....φιλοσοφική γλώσσα και για τούτο υστερούμε πνευματικά και χρειάζεται .... να τρέχομε για να φτάσομε τους Ευρωπαίους. Σα να μετριόταν το πνεύμα με τα φιλοσοφικά λεξιλόγια ή με τη δεινότητα στην αφηρημένη σκέψη....Και δεν καταλαβαίνουμε πως η κρίση της Ευρώπης σήμερα ή ολόκληρου του πολιτισμού είναι, πρώτα από όλα , πνευματική ή μεταφυσική....και πως αν χρειάζεται για τους δυτικούς να πηδήξουν ή να περάσουν πάνω από τους τελευταίους τέσσερις ή πέντε αιώνες....για να φτάσουν σε κάποιο πυρήνα μιας διασπασμένης παράδοσης πνευματικής, εμείς αντίθετα δεν έχομε παρά μόνο λίγο δρόμο να κάνομε(σ.368) ( Ατυχώς αυτό το αφιερώνω στον Σ. Ρ. Και συνιστώ τον απολογισμό της σελίδας 373).
 
Επειδή αυτό το κόψιμο και ράψιμο είναι πολύ κουραστικό, σταματώ εδώ ενώ χιλιάδες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν. Ενώ δηλαδή το κείμενο έχει αφορμή την ποίηση και λίγο φαρδαίνει προς την τέχνη γενικότερα, στοχεύει επιδέξια στο μεγάλο θέμα. Και ούτε με μακρινό, ούτε με υπερβολικό τρόπο. Όταν για παράδειγμα λέει στη σελίδα 370, πως ξεκίνησε για κάποιους η κρίση της ποιητικής με την κρίση της ποίησης, μα πως τους αποκαλύφτηκε “πώς η κρίση της τέχνης σήμερα είναι όχι ποιητική ή αισθητική αλλά μεταφυσική”, μπαίνει στο κέντρο του προβλήματος, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Ή όταν (σ.382) “θέλομε με τα πράγματα αυτά της παράδοσης μας να κάνομε το ίδιο που άρχισε να κάνει κάμποσα χρόνια πριν η Ευρώπη με τα ξένα στοιχεία- τα έξω(exo)....για να πλουτίσει τα δικά της έργα (exotisme). Και το πετύχαμε το απίστευτο. Με την ταχτική αυτή κατάντησε να κάνομε εμείς σήμερα ¨εξωτισμό” με τα δικά μας πράγματα: το πατρικό μας σπίτι, το νησί, τη θάλασσα, ένα λιθάρι.”
Οριστικά σταματώ αυτή τη βίαιη και άτσαλη σταχυολόγηση. Φοβάμαι ότι δε θα πείσω κανένα από όσους δεν ξέρουν το δοκίμιο του Ζ. Λ. να το διαβάσουν, ενώ εγώ μόνο το πλήγωσα. Κι εδώ οι εγωισμοί θα περισσέψουν. Όσοι το ξέρουν θα με περιφρονήσουν και θα με θεωρήσουν βάρβαρο. Όσοι το αγνοούν παίρνοντας τα κομμάτια που παρουσιάζω σαν το όλο θα κάνουν την εύκολη κατάταξη ( Ελληνοκεντρικός, πιθανά πιστός, εθνικιστής, παράφρον, μεταφυσικός της κακιάς ώρας κλπ). Το ωραίο είναι ότι θα έχουν όλοι δίκιο και θα λένε και λίγα. Όμως κάποια πράγματα δεν κόβονται. Χρόνια τώρα αισθάνομαι ότι οι Δυτικοί, οι πιο μπροστά ( όχι πιο ψηλά) δεν είναι παρά ταλαιπωρημένα πλάσματα που ανακαλύπτουν αυτήν τη βαθιά, την εσωτερική τους ταλαιπώρια, το μεγάλο βάσανο που ροκανίζει τα σωθικά τους και δεν τους επιτρέπει να ησυχάζουν. μιλάω βέβαια για αυτούς που συμβατικά λέμε μεγάλους στον κόσμο της λογοτεχνίας και της τέχνης τα τελευταία διακόσια χρόνια και που θα έλεγα χωρίς να λαθεύω και πολύ, ότι όλοι τους ήταν δυστυχισμένοι άνθρωποι, που συνειδητοποίησαν αυτή τους τη δυστυχία, το αδιέξοδο της πορείας του Δυτικού κόσμου, το μετασχημάτισαν σε έργο κατά τα μέτρα τους και συχνά οι ζωές τους ήταν φρικτές αποδείξεις αυτής της κατάστασης. Εκτός αν θέλετε να ασχοληθούμε με τους κατόχους των τελευταίων νόμπελ και να ξεχάσουμε τους Λοτρεαμόν, Ρεμπό, Μποντλέρ, Κάφκα, Αρτό, Νίτσε, (εδώ πρέπει να πούμε ότι όλοι οι Γερμανόφωνοι λογοτέχνες, είναι λογοτέχνες μιας βαθιάς δυστυχίας, ίσως να υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό) μα και τον Σαντ και τον Μπουκόφσκι, τον Μίλερ και τον Μπάροουζ, τον Κέρουακ και τη Αχμάτοβα, την Πλαθ και τον Πάστερνακ και ευτυχώς η λίστα είναι μεγάλη. Εκτός αν η Μόρισον ή ο Παμούκ είναι σημαντικότεροι και δεν το κατάλαβα. Δηλαδή και δεν είναι τυχαίο, ούτε γράφεται, ούτε ασχολείται ο κόσμος (τόσο οι πολλοί αδιάφοροι, όσο και οι λίγοι ειδικοί) με τέτοια. Ή αλλιώς ο ξεπεσμός είναι τόσο στην παραγωγή όσο και στην Κριτική (θα ήταν αδύνατον να μη συνέβαινε έτσι).
Κι εδώ οι δικοί μας, σαν μανιακοί να θέλουν να ζουν και να κάνουν ότι έκαναν στη Γαλλία πριν 50 χρόνια, να διαλύουν τη γραφή ή τον πίνακα τους επειδή το είδαν και όχι επειδή έστω έφτασαν εκεί. Πόσο ψέμα, πόσο ψέμα κυλάει και διαφημίζεται, εκρηγνύεται και παρουσιάζεται αδιάντροπα, θέλει να πείσει με την κενότητά του, για την κενότητά του για κάποιο περιεχόμενο, θλιβερά παλιομοδίτικο, ανεδαφικό και καθυστερημένο, πιθηκίσια κίνηση που αφήνει ανικανοποίητα τα αφεντικά, βαριεστημένα και απομακρυσμένα. Κι όμως υπάρχουν γκαλερί και γίνονται εγκαίνια, βιβλία και γίνονται παρουσιάσεις, περιοδικά τέχνης και λόγου, βραβεία και τελετές, θυσίες και ιερείς που τις επιτελούν, άφθονα σφάγια και μια πορνεία που χύνεται στα πεζοδρόμια. Και μετά λέμε ότι έστω κι έτσι, ο λαός μας είναι καθυστερημένος (αντίθετα η μη συμμετοχή δηλώνει ένα κάποιο είδος υγείας ακόμη) επειδή δε συμμετέχει πολύ ή τουλάχιστον με μια κάποια προθυμία στα καρναβάλια τους; (κυριολεκτικά καρναβάλια, χώροι και τόποι που τρώγεται η σάρκα θυμάτων. Μόνο που είναι όλοι θύματα). Μα αν γραφόταν μια ιστορία τής τέχνης του 20ου αιώνα και έπρεπε να είναι χίλιες σελίδες, πόσες θα ήταν για την Ελλάδα από αξία και όχι χαριστικά, πέντε; Και αν έπρεπε να είναι διακόσιες σελίδες θα χρειαζόταν περισσότερο από μια παράγραφο;( Δεν είναι ότι αρνούμαι τη Δύση και τώρα τη βάζω σαν υπέρτατο κριτή. Δέχομαι τα επιτεύγματά της και τους ανθρώπους της. Απλά δεν είναι η Δύση ο παράδεισος ή με τα λόγια του Μόρισον the west is the best κλπ στο τραγούδι -πώς και γιατί άραγε το ονόμασε έτσι, the end)
Δηλαδή αυτό που λέω και δεν είναι καινούριο -υπάρχουν πολλοί κουφοί από συμφέρον ή βλακεία στη χώρα μας- είναι ότι η Δύση, το καλύτερό της κομμάτι τουλάχιστον, το πιο δυνατό καλλιτεχνικά, που παίζει ακόμα και τώρα, το ρόλο μιας κάποιας συνείδησης, γνωρίζει, επισημαίνει, πολεμάει κατά το δυνατόν, συχνά συντρίβεται, από το αδιέξοδό της. Δε γιορτάζει ο Μπέργκμαν ή ο Αντονιόνι την “δυτικότητα” του , μάλλον υποφέρει από αυτήν και αδιέξοδα επίσης, θέλει να απαλλαχθεί. Μα εδώ... Ααα... Όχι εδώ ακόμα θέλουμε να εκσυγχρονιστούμε, να εκδυτικοποιηθούμε, να εξατομικευτούμε, να γίνουμε και σε ρούχα και σε αξεσουάρ και σε μουσικές και σε έπιπλα και σε φαγητά και σε ήθη και σε έθιμα ακόμα, δυτικοί. (βλέπε υιοθέτηση τρόπων σε τελετές γάμους, βαφτίσια, γενέθλια ή επί το νεοελληνικότερον happenings, open days, festivals, bazar κλπ). Όταν ένα παιδάκι δεν κόλλησε τις παιδικές αρρώστιες στην ώρα τους Στέλιο και τις γλίτωσε, δεν τρέχεις στα πενήντα και πόσο μάλλον στα χίλια πενήντα να του κολλήσεις ιλαρά. Αν έχεις να διδαχθείς και έχεις πολλά από τους δυτικούς καν' το, αλλά κράτα κάνα δυο πράγματα καθαρά Και ύστερα τι με διαβεβαιώνει ότι είναι καλύτερος άνθρωπος ή σκέτα άνθρωπος πιο πολύ, ο τραπεζίτης, ο χειριστής Π.Υ. , ο λόγιος ή ο άγριος του Αμαζονίου. Στα πνευματικά γεωγραφία, προσόντα διανοητικά, σπουδές και τίτλοι δεν είναι σίγουρο, πότε είναι εφόδια και πότε λέπια. Δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, από μόνα τους. Ω τι θλιβερή μαϊμού κατάντησε η χώρα και οι άνθρωποι. Για αυτό ενώ με τρώει η γλώσσα μου κι άλλο, θα τελειώσω με Δυτικούς. ( από τους “καταραμένους”, αυτούς δηλαδή που νιώσανε και δεν περηφανεύτηκαν).
 
Μπέκετ. Δυο σημεία από το “Μολλόυ”, εκδ. Ύψιλον, μετάφραση Α. Παπαθανασοπούλου, 1993.
“Θέλω να πω πώς μετά από ωριμότερη σκέψη, ή μάλλον μετά από καιρό, οι λεκτικοί μου πλεονασμοί αποδεικνύονταν ελλείψεις, και αντίστροφα. Περίεργη αντιστροφή αλήθεια, αν σκεφτεί κανείς ότι γίνεται απλώς και μόνο με το πέρασμα του χρόνου. Με άλλα λόγια, ότι και να έλεγα , έλεγα πάντα πολλά και ποτέ αρκετά. Δε σώπαινα, αυτό είναι, ότι και να έλεγα δε σώπαινα. Αθάνατη ανάλυση, πόσο βοηθάει λοιπόν να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, και άρα τους συνανθρώπους του, αν τυχαίνει να γνωρίζει καθόλου συνανθρώπους.”(σ.43)
“... γιατί τους ανθρώπους τους γνωρίζω ελάχιστα, κι όσο για το είναι δεν κατάλαβα ποτέ μου τι σημαίνει. Α, βέβαια, δοκίμασα τα πάντα. Στο τέλος ήταν η μαγεία που είχε την τιμή να εγκατασταθεί στα ερείπιά μου, κι ακόμα και σήμερα όταν τα επισκέπτομαι, βρίσκω υπολείμματά της”.(σ.50)
 
Ρεμπό. Από το “Μια εποχή στην κόλαση”, εκδ.Υπερίων, μετάφραση Α. Λάμπρου.
Από το Αδύνατο (σ.61-65). ... “έχοντας ξαναβρεί δυο πεντάρες λογικής- αυτό δεν κρατάει πολύ- βλέπω πώς για τις δυσθυμίες μου φταίει που δεν έχω δει αρκετά νωρίς πώς είμαστε στη Δύση. Της Δύσης τα στεκάμενα νερά. Όχι πώς βρίσκω ψευτισμένο το φως, εξαντλημένη τη μορφή, την κίνηση παραπλανημένη...Ωραία να που το πνεύμα μου θέλει οπωσδήποτε να φορτωθεί όλες τις τραχιές εξελίξεις που υπέμεινε το πνεύμα απ' το τέλος της Ανατολής......
Οι φιλόσοφοι: ο κόσμος δεν έχει ηλικία. Η ανθρωπότητα, απλούστατα μετατοπίζεται στη Δύση, αλλά ελεύθερος να κατοικείτε στη δική σας Ανατολή, όσο αρχαίος σας αρέσει, - και να κατοικείτε καλά. Μην κάνετε έτσι σαν νικημένος. Φιλόσοφοι, ανήκετε στη δική σας Δύση”
Το δεύτερο κομμάτι είναι από την “Επιστολή του Οραματιστή”, ίδια έκδοση. “Η μελέτη του παρελθόντος αυτού μαγεύει τους περίεργους: πολλοί ευχαριστιούνται ανανεώνοντας τις αρχαιότητες αυτές:- για λογαριασμό τους. Η παγκόσμια διανόηση έριχνε πάντα τις ιδέες της, φυσικά. Οι άνθρωποι μάζευαν ένα μέρος αυτών των καρπών του εγκεφάλου: έπραττε κανείς μ' αυτά, έγραφε βιβλία: έτσι συνεχίζονταν η πορεία, χωρίς ο άνθρωπος να κατεργάζεται τον εαυτό του, μη έχοντας αφυπνιστεί, μη βρισκόμενος ακόμη μέσα στην πληρότητα του μεγάλου ονείρου”(σ.101).
 
Αρτό. Ο τεράστιος αυτός άνθρωπος στο έργο του “Το θέατρο και το είδωλο του” ( έχω μια παλιά χωρίς χρονολογία έκδοση της Δωδώνης, μετάφραση Π. Μάτεσι) από έναν άλλο δρόμο πήγε πολύ μακριά, και συνάμα πολύ κοντά στον Ζ.Λ. Ο ένας ξεκινά από ποίηση, ο άλλος από θέατρο.
“Αν το θέατρο ήταν έτσι όπως το βλέπουμε εμείς σήμερα, θα έλεγε κανείς ότι το μόνο που μας απασχολεί στη ζωή μας είναι αν μπορούμε να κάνουμε επιδέξιον έρωτα, αν θα πάμε στον πόλεμο, ή αν είμαστε αρκετά άνανδροι για να κλείσουμε ειρήνη, πώς θα βολέψουμε τις μίζερες ηθικές αγωνιούλες μας, και θα αποχτήσουμε συνείδηση των κόμπλεξ που διαθέτουμε ή αν αυτά τα κόμπλεξ θα μας δυναστεψουν” (σ.46)
“... μας οδηγεί να εγκαταλείψουμε την σημερινή ανθρώπινη και ψυχολογική περί θεάτρου αντίληψη, για να προτιμήσουμε στη θέση της την θρησκευτική, και μυστική, απόκρυφη σύλληψη που το θέατρο μας έχει ολότελα χάσει. Έπειτα αν αρκεί να ξεστομίσεις τις λέξεις θρησκευτικός ή μυστικός για να σε περάσουν για θρησκόληπτο νεωκόρο ή για αγράμματο βουδιστή ιερέα, .... αυτό απλούστατα δείχνει την ανικανότητα μας να αντλούμε από κάθε λέξη όλη την ουσία , δείχνει πόσο βαθιά, αγνοούμε το πνεύμα τής σύνθεσης και της αναλογίας.”(σ.52)
“Όμως η πνευματική αναπηρία τής Δύσης (χώρος όπου κατεξοχήν οι άνθρωποι έχουν μπερδέψει με τον αισθητισμό) είναι πως πιστεύει ότι η ζωγραφική της δε μπορεί παρά μόνο να λειτουργεί σα ζωγραφική, ότι ο χορός δεν θα μπορούσε παρά μόνο να είναι πλαστικότητα, σαν να ήθελαν να ευνουχίσουν τις μορφές τής τέχνης, να αποκόψουν τους δεσμούς κάθε τέχνης με όλες τις απόκρυφες στάσεις που η τέχνη θα έπαιρνε κατά την αντιπαράστασή της με το απόλυτο.”(σ.79)
”Το ζήτημα είναι όμως ότι σήμερα την αλήθεια δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στη σκηνή αλλά στο δρόμο. Και αν δώσουμε στα πλήθη των δρόμων μια ευκαιρία να δείξουν την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους, θα την δείξουν άσφαλτα” (σ.86)
“Η ψυχολογία αυτή που επιφορτίζεται τέτοιο έργο και μοχθεί να μεταλλάξει το άγνωστο σε γνωστό, να το καταντήσει δηλαδή καθημερινό και τετριμμένο, είναι η αιτία αυτού του εξευτελισμού που παθαίνει το θέατρο, αιτία αυτής της τρομαχτικής διαρροής ενέργειας, που για μένα, έχει αγγίξει πια το κατώτατο σημείο και δεν πάει παρακάτω”( σ.87)
“Βλέπουμε όμως τόσα πολλά σημάδια να μας δείχνουν πώς καθετί που συντηρούσε τη ζωή μας έχει υποστεί ρωγμές πια, πώς όλοι μας είμαστε τρελοί , απελπισμένοι και άρρωστοι. Και καλώ όλους μας να αντιδράσουμε.” (σ. 88)
“Ή θα επαναφέρουμε όλες τις τέχνες προς μια κεντρική στάση και αναγκαιότητα, βρίσκοντας αναλογία ανάμεσα σε μια κίνηση που κάνει η ζωγραφική και το θέατρο και σε μια κίνηση που κάνει η λάβα τη στιγμή μιας ηφαιστειακής έκρηξης ή αλλιώς να πάψουμε να ζωγραφίζουμε, να φληναφούμε, να γράφουμε ή να κάνουμε ξέρω εγώ τι”.(σ.91)
Από το “Τέλος του λόγου”, εκδ Έρασμος, 1988, μετάφραση Σ. Ροζάνη από την εισαγωγή τρία αποσπάσματα των Χόρκχαϊμερ, Αντόρνο και του μεταφραστή.
“Όσο ασχολείται με μεγαλύτερη ένταση το άτομο για να κατακτήσει μια εξουσία πάνω στα πράγματα, τόσο περισσότερο τα πράγματα το εξουσιάζουν και τόσο περισσότερο χάνει κάθε γνήσιο ατομικό χαρακτηριστικό και το πνεύμα του μετασχηματίζεται σ' ένα αυτόματο τού τυποποιημένου λόγου”. (σ.6)
“Αυτό που οι άνθρωποι ζητούν να μάθουν από τη φύση είναι πώς να την χρησιμοποιούν προκειμένου να κυριαρχήσουν εξ ολοκλήρου πάνω σε αυτήν και στους άλλους ανθρώπους. Αυτός είναι ο μοναδικός σκοπός. Ανηλεώς και εις πείσμα του εαυτού του, ο Διαφωτισμός εξάλειψε κάθε ίχνος από την αυτοσυνείδησή του. Το μόνο είδος σκέψεως που είναι αρκετά δυνατό ώστε να συντρίψει τους μύθους είναι σε τελευταία ανάλυση αυτοκαταστροφικό.... συμπεριφέρεται προς τα πράγματα όπως ένας δικτάτορας προς τους ανθρώπους. Τα γνωρίζει στον βαθμό που τα χειρίζεται” (σ.6).
“Η καταδίκη που ο Χόρκχαϊμερ απευθύνει προς τον ανθρώπινο Λόγο είναι η απελπισμένη κίνηση ενός ουμανιστή που είδε στον αιώνα του το άτομο να αυτοκαταστρέφεται απαρνούμενο το φυσικό του Εγώ μέσα στην “ανώτερη αλήθεια” μιας επιστήμης τής λογικής και του αστικού Διαφωτισμού που αντί να το οδηγήσουν στην θεοποίηση το έριξαν ανίσχυρο στα σαγόνια τού φασιστικού τέρατος μεταμορφώνοντάς το σε άβουλο όργανο τής μαζικής κουλτούρας, του μαζικού θανάτου και της μαζικής ηδονής” (σ. 11).
 
Σιμόν Βέιλ, “Η βαρύτητα και η Χάρη”, εκδ Αστρολάβος /Ευθύνη, 1989, μετάφραση Α.Βρυώνη.
“Ο άνθρωπος που ζούσε για την πόλη του, την οικογένειά του, τους φίλους του, για να πλουτίσει, για να μεγαλώσει την κοινωνική του θέση, κλπ -Ένας πόλεμος και τον υποδουλώνουν, κι από τότε για πάντα, πρέπει να εξαντλείται μέχρι το έσχατο όριο των δυνάμεών του, απλά για να υπάρχει. Αυτό είναι φρικτό, αδύνατο και για τούτο δεν παρουσιάζεται μπροστά του κάποιος τόσο άθλιος σκοπός που να μη γαντζώνεται απ' αυτόν, έστω τιμωρώντας τον σκλάβο που εργάζεται δίπλα του. Δεν έχει πια την εκλογή των σκοπών. Δεν έχει σημασία ποιος είναι. Μοιάζει με κλαδί για εκείνον που πνίγεται. Εκείνοι που είχε καταστραφεί η πόλη τους και είχαν υποδουλωθεί, δεν είχαν πια ούτε παρελθόν ούτε μέλλον: με τι θα μπορούσαν να γεμίσουν την σκέψη τους. Με ψευτιές και τις πιο τιποτένιες πλεονεξίες, έτοιμοι ίσως περισσότερο από πριν, να ριψοκινδυνεύσουν τη σταύρωση για να κλέψουν ένα κοτόπουλο παρά τον θάνατο στη μάχη για να υπερασπιστούν την πόλη τους” (σ.18-19)
“Τα κοινά άτομα μπορούν να φυλακιστούν, να σκλαβωθούν, να εκφαυλιστούν και να περάσουν οποιαδήποτε οδύνη χωρίς κάθαρση” ( σ. 28)
 
Σταματώ, οριστικά αυτή τη φορά. (Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής, μου φώναζε το υποσυνείδητο μου, αλλά του είπα να πάψει). Θεωρώ λοιπόν ότι μπορούμε να τελειώσουμε εκεί που αρχίσαμε, σε ένα απλό παράδειγμα, της ελευθερίας. Υπάρχουν πολλά υποκατάστατα ελευθερίας μου φωνάζει η Ε. Κ. Και μοιάζει να αρκούμαστε σε αυτά. Τι είναι λοιπόν πιο σημαντικό η πατρίδα από την ελευθερία; Η θρησκεία, η οικογένεια; Ή μήπως αυτή η τριάδα κάθε άλλο από αγία στους αιώνες, πρέπει να είναι η εξασφάλιση και όχι ο περιορισμός τής ελευθερίας σε αντίστοιχα και τονίζω διαφορετικά επίπεδα. Η πατρίδα (καινούριος ορισμός της τώρα) υπάρχει όταν ασφαλίζει τις απλές μορφές ελευθερίας, πολιτική, κοινωνική, εργασιακή, σπουδών, κίνησης, εγκατάστασης και αφήνει ή ακόμα καλύτερα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τις άλλες μορφές, τις ανώτερες. (είναι αξεδιάλυτο το παιχνίδι του τι είναι μέσα, εσωτερικό, προσωπικό, βαθύτερο και αυθύπαρκτο τού ανθρώπου και τι του δίνεται ή βρίσκεται στο εξωτερικό. Αυτό που είναι σίγουρο είναι η διαδικασία τής ανάδρασης, μεταξύ του εντός και του εκτός που στην περίπτωση τής υγείας είναι ένας υπέροχος, άπειρος κύκλος, ασταμάτητης προόδου και η λήξη του σημείο, ενώ στην περίπτωση τής αρρώστιας και μάλιστα αρρώστιας προς θάνατο, ζώντος τού υποκειμένου, είναι σημείο και γεννιέται κύκλος, φυσικώ τω τρόπω φαύλος, μια φυλακή όπου η ψυχική ασθένεια εξουσιάζει το σώμα, την καρδιά και το νου τού άτυχου φθαρμένου θνητού.)
Η θρησκεία (αποστρέφομαι κι εγώ αυτή τη λέξη, λέξη πια μισητή, άγνωστη και πολύ, πολύ βεβαρημένη, μα τη χρησιμοποιώ συμβατικά, έχοντας στο νου μου τις γνωστές μεγάλες θρησκείες, επιθυμώντας την πρωταρχική τους λειτουργία) δε θα είναι ο αντίπαλος και ο περιορισμός τής ελευθερίας ( μοιάζει στους αιώνες να έχει δημιουργηθεί με το τυπικό κομμάτι των θρησκειών μια σχέση μίσους με την ελευθερία, μια συχνά άρνησή της) μα το γόνιμο έδαφος για την άνθηση τού ανθρώπου.
Τέλος η οικογένεια , δε θα είναι ο πρώτος τόπος εχθρότητας, αλλά ο τόπος καρποφορίας στους τρεις ρόλους των τριών γενεών που φυσιολογικά μας προορίζει η φύση, παιδί, γονείς, παππούδες. Δηλαδή είναι μια εκπαίδευση στη σχέση και όχι το βασανιστήριο από τις σχέσεις.
(Αν μοιάζει ότι ασχολούμαι με το αρνητικό, είναι μόνο το καθήκον μου απέναντι σε εμένα και στους άλλους, του να γνωρίζω το περιβάλλον, τους κινδύνους, τα προβλήματά του. Στην πραγματικότητα δεν έχω αντιπάλους, ούτε εγώ, ούτε κανένας, και αυτό είναι μια από τις μεγάλες ψευδαισθήσεις τής ψυχικής ασθένειας τής εποχής μας. Ούτε κάποιος καταδέχεται να είναι εχθρός μου, ούτε χρειάζεται. Χτίζουμε φανταστικούς αντιπάλους, τρομερούς, εχθρούς, φοβερούς κινδύνους και τρομακτικά περιστατικά, απείρως περισσότερο στην φαντασία μας, παρά ζούμε τέτοια στην αληθινή ζωή μας. Αν το καλοσκεφτούμε είναι σαν να νιώθουμε ήρωες μιας φοβερής περιπέτειας- και πάλι τα πρότυπα τού θεάματος έχουν βάλει ένα καθοριστικά αρνητικό λίθο-ενώ οι ζωές μας δεν είναι παρά συνηθισμένες και αρκετά ειρηνικές εξωτερικά. Μόνοι μας φέρνουμε μια λάθος φωτιά και σε λάθος μέρος. Ούτε οι Ναπολέοντες περίσσεψαν στις μέρες μας, ούτε οι επαναστάσεις. Είμαστε υπάλληλοι γραφείων με τρόμους θαλασσοπόρων.)