Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ευάγγελος Κοροβίνης

Η Βυζαντινή κατάρρευση τον ενδέκατο αιώνα ως προανάκρουσμα για τις δύο αλώσεις (του 1204 και του 1453)
 
Α. Εισαγωγή
Πως μπορεί να εξηγηθεί η απότομη κατάρρευση του Βυζαντίου μετά την ήττα στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071; Το Βυζάντιο είχε υποστεί σοβαρές στρατιωτικές ήττες και στο παρελθόν και παρά ταύτα ανέκαμπτε. Αυτή τη φορά όμως, παρά το ανορθωτικό έργο των Κομνηνών (1081-1180), οι Σελτζούκοι Τούρκοι και οι διάδοχες τουρκικές ηγεμονίες θα παραμείνουν αδιατάρακτα κυρίαρχοι του κεντρικού οροπεδίου της Μ. Ασίας, τουρκοποιώντας και εξισλαμίζοντας σταδιακά το σύνολο της Ανατολίας. Τα έτη 1081-1180 είχαν μόνον ένα λούστρο ευημερίας και είναι λάθος να επιτρέπει κανείς τη σύγκριση μεταξύ των κυβερνώντων της περιόδου 1025-1071 και των ικανών Κομνηνών να κρύβει το γεγονός ότι ορισμένες σημαντικές εξελίξεις που άλλαξαν ριζικά την ιστορία του Βυζαντίου είναι κοινές και στις δύο περιόδους.
 
Τι μεσολάβησε λοιπόν μεταξύ του θανάτου του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου το 1025 και του Μαντζικέρτ; Πώς η πιο δυνατή, πλούσια και πολιτισμένη επικτράτεια στον Χριστιανικό κόσμο, μια επικράτεια που τα σύνορα της απλώνονταν από τον Ευφράτη μέχρι τη νότιο Ιταλία και από το Δούναβη μέχρι την Κρήτη και την Κύπρο κατάντησε μέσα σε πέντε περίπου δεκαετίες σκιά του εαυτού της;
 
Οι εμφύλιοι πόλεμοι της περιόδου 1025-1071 καθώς και οι εθνοθρησκευτικές αντιπαλότητες στις ανατολικές επαρχίες της Μ. Ασίας, μοιάζουν, με μία πρώτη ματιά, να είναι οι κύριες αιτίες που οδήγησαν στην κατάρρευση και την επακόλουθη σμίκρυνση της Βυζαντινής ισχύος.
 
Β. Οι εμφύλιοι πόλεμοι
Στην περίοδο που εξετάζεται (1025-1071) το Βυζάντιο γνώρισε δεκάδες σημαντικές στάσεις, περίπου μία κάθε χρόνο και τα ονόματα των στασιαστών στρατηγών, που εκτελέσθηκαν, εξορίσθηκαν ή τυφλώθηκαν, γεμίζουν ένα μακρύ κατάλογο. Οι εμφύλιοι πόλεμοι στη διάρκεια του ενδέκατου αιώνα πήραν την μορφή μιας ένοπλης διαπάλης μεταξύ της κεντρικής γραφειοκρατίας της Κωνσταντινούπολης, που είχε πάντα υπό τον έλεγχο της τις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις με οπλίτες πλήρους απασχόλησης, και του στρατού των επαρχιών, του στρατού των λεγομένων Θεμάτων. Ο στρατός αυτός ήταν, παραδοσιακά, οργάνωση τοπικής αυτοάμυνας, αποτελούμενος κατά βάση από ημι-επαγγελματίες στρατιώτες-αγρότες, που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο στράτευμα με αντάλλαγμα παραχώρηση γης για καλλιέργεια.
 
Ο αγώνας, λοιπόν, μεταξύ κέντρου και επαρχιών, ξεκίνησε αμέσως μετά τον θάνατο του Βουλγαροκτόνου. Οι γραφειοκράτες της Πόλης κατόρθωσαν, παρά τις συνεχείς στάσεις των στρατηγών να τους αποκλείσουν από την πολιτική εξουσία, για όλη σχεδόν την εξεταζόμενη περίοδο, με εξαίρεση δύο μικρά διαστήματα, που συνέπεσαν με την Βασιλεία του Ισαάκιου Κομνηνού (1057-1059) και του Ρωμανού Διογένη (1067-1071).
 
Η κοινωνικοοικονομική όψη του Εμφυλίου Πολέμου καθίσταται ανάγλυφη, όταν εξετασθεί η κοινωνική σύνθεση του στρατιωτικού και του γραφειοκρατικού «κόμματος». Τη στρατιωτική αριστοκρατία αποτελούσαν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, που ηγούντο των στρατών των επαρχιών. Το πιο σημαντικό τμήμα αυτών των γαιοκτητών προερχόταν από τη Μ. Ασία, αριθμούσε τον ενδέκατο αιώνα περί τις είκοσι οικογένειες, και άρχισε να αποκρυσταλλώνεται σταδιακά ήδη από τον ένατο αιώνα. Στις δυτικές επαρχίες του Βυζαντίου σημειώθηκε ανάλογη εξέλιξη, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Υπήρχε όμως μεγάλη ανομοιότητα μεταξύ ανατολικής και δυτικής αριστοκρατίας. Οι ανατολικοί είχαν έντονη συνείδηση της υπεροχής τους. Η Μ. Ασία που σώθηκε από τους Ισαύρους, ενισχύθηκε κατά τον δέκατο και ενδέκατο αιώνα από κατακτήσεις νέων εδαφών και θεωρούνταν από μακρού, ως ο ουσιώδης πυρήνας της αυτοκρατορίας. Ένας ζωτικός χώρος στρατολόγησης και φορολογικών εσόδων, που έδινε τη δυνατότητα να σχηματισθούν μεγάλες γαιοκτησίες. Οι συνεχείς εισβολές των Βουλγάρων στις Ευρωπαϊκές επαρχίες, αντίθετα, αποδιοργάνωναν την αγροτική παραγωγή και εμπόδιζαν το σχηματισμό μεγάλων και μακρόβιων ιδιοκτησιών.
 
Οι πηγές ισχύος των αριστοκρατών των επαρχιών ήταν δύο: Οι τεράστιες ιδιοκτησίες τους και οι θέσεις που κατείχαν ως στρατηγοί των επαρχιακών στρατών. Οι στρατηγοί των θεμάτων έπαιρναν υψηλούς μισθούς, τους οποίους επένδυαν σε γη. Με τις επικοινωνίες της εποχής, εξάλλου, η Κωνσταντινούπολη ήταν μία μακρινή πραγματικότητα για τους κατοίκους των επαρχιών. Η άμεση σχέση τους με την εξουσία επικεντρωνόταν στον στρατηγό του θέματος, τη δική του εύνοια επιζητούσαν και αυτόν ακολουθούσαν πολιτικά.
 
Η στρατιωτική αριστοκρατία τον ενδέκατο αιώνα (αλλά και πριν) ήταν κατά της κεντρικής κυβέρνησης αλλά δεν ήταν χωριστική. Αποσκοπούσε να αντικαταστήσει την κυβερνώσα δυναστεία με μία από τις δικές της οικογένειες, παρά να δημιουργήσει ανεξάρτητα κράτη. Άλλα βασίλεια και αυτοκρατορίες κατέφυγαν στη φεουδαρχική λύση της πλήρους αυτονόμησης από την κεντρική εξουσία των φέουδων, ως οργάνων, μεταξύ των άλλων, τοπικής αυτοάμυνας. Στην περίπτωση του Βυζαντίου όμως οι στρατοί των επαρχιών, οι στρατοί των θεμάτων, αποτελούσαν μία οργάνωση τοπικής αυτοάμυνας στα πλαίσια όμως πάντα του ενιαίου κράτους και του έλεγχου από την κεντρική εξουσία.
 
Οι στάσεις της αριστοκρατίας των επαρχιών στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου Β΄ αντιμετωπίσθηκαν χάρη στα αμείλικτα μέτρα του αυτοκράτορα, που περιλάμβαναν θέσπιση μεροληπτικής νομοθεσίας εις βάρος των αριστοκρατών, κατάσχεση περιουσιών και εξορίες. Το αποφασιστικότερο όμως πλήγμα στις φιλοδοξίες της στρατιωτικής αριστοκρατίας της Μ. Ασίας το έδωσε ο Βασίλειος Β’, αλλάζοντας τον προσανατολισμό του Βυζαντινού επεκτατισμού προς τα δυτικά. (Το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του το αφιέρωσε στην καθυπόταξη της Βουλγαρίας του Σαμουήλ. Οι οραματισμοί της ανατολικής στρατιωτικής αριστοκρατίας για κατάκτηση των πλούσιων αραβικών κέντρων της Μέσης Ανατολής, της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, δεν καρποφόρησαν).
 
Η πολιτική αυτή του Βουλγαροκτόνου για περιορισμό της ισχύος των «δυνατών» (των γαιοκτημόνων των επαρχιών) δεν κατέστη δυνατό να ελέγξει ολοκληρωτικά την ακόρεστη όρεξη των «δυνατών» για γη. Ήδη από τον δέκατο αιώνα είχαν αρχίσει να απορροφούν την ελεύθερη αγροτιά και τους αγρότες – στρατιώτες των αγροτικών κοινοτήτων, που ήταν η βάση της δημοσιονομικής και στρατιωτικής ισχύος της αυτοκρατορίας. Η σταδιακή και μακρόχρονη διαδικασία απορρόφησης της ελεύθερης αγροτιάς, ήταν αναπότρεπτη εξέλιξη στα πλαίσια της δομής των θεμάτων. Όπως είδαμε οι στρατηγοί των θεμάτων έπαιρναν παχυλούς μισθούς τους οποίους επένδυαν σε γη. Διέθεταν εξάλλου μεγάλη πολιτική δύναμη.
 
Η ομοιογένεια που χαρακτήριζε τη σύσταση της στρατιωτικής αριστοκρατίας, δεν αποτελούσε χαρακτηριστικό και της πολιτικής αριστοκρατίας, γεγονός που καθιστά δύσκολη την περιγραφή της. Αυτή η μερίδα αποτελείτο, κατά τον ενδέκατο αιώνα, κυρίως από εξέχουσες οικογένειες της Πόλης, που στελέχωναν τη γραφειοκρατία της αυτοκρατορίας. Επιπρόσθετα, στις τάξεις της ομάδας αυτής συγκαταλέγονταν πρόσωπα ταπεινής καταγωγής, όπως ο Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος και ο Νικηφορίτζης, που είχαν ανέλθει στα ύπατα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού. Μία τρίτη υποομάδα, ήταν οι καθηγητές και οι απόφοιτοι του επανιδρυθέντος Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η υποομάδα, που εμβληματικές της μορφές ήταν ο Ψελλός και ο Ξιφιλίνος έκανε καριέρα στον κρατικό μηχανισμό με βάση τα μορφωτικά της προσόντα.
 
Οι πηγές της δύναμης των γραφειοκρατών της Πόλης ήταν πολλές. Βρίσκονταν κοντά στον αυτοκράτορα και μπορούσαν να τον επηρεάζουν και να τον απομονώνουν από τους Επαρχιακούς στρατοκράτες. Ήλεγχαν απολύτως τον Στόλο και τα σταθμευμένα στην Κωνσταντινούπολη στρατεύματα. Είχαν στη διάθεσή τους επίσης μία απόρθητη Πόλη και τα πλούσια δημόσια ταμεία της. Για όλους αυτούς τους λόγους οι γραφειοκράτες μπόρεσαν να ελέγξουν τις πολιτικές εξελίξεις επί μεγάλο μέρος του ενδέκατου αιώνα.
 
Στην εμφύλια διαμάχη της περιόδου 1025-1071 δύο ακόμη ομάδες αναδύθηκαν ως σημαντικοί παράγοντες της δημόσιας ζωής, η εκκλησιαστική ιεραρχία και ο λαός της Κωνσταντινούπολης. Οι στρατιωτικοί και οι γραφειοκράτες προσπάθησαν εξαρχής να εξασφαλίσουν την υποστήριξη της Ιεραρχίας και του πληθυσμού της Πόλης. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής ήταν ότι ο Πατριάρχης Κων/πόλεως για πρώτη φορά επεχείρησε να αποκτήσει και να αποσπάσει ανοιχτά πολιτικό ρόλο. Οι Κωνσταντινουπολίτες επίσης, επέδειξαν για πρώτη φορά μετά τις αναστατώσεις του πέμπτου και έκτου αιώνα (στάση του Νίκα κλπ) μία πολιτική συμπεριφορά, μέσω των Συντεχνιών, τέτοια που τους ανέδειξε σε μεγάλη πολιτική δύναμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κωνσταντίνος Ι΄ ο Δούκας, προσπάθησε να αποσπάσει την υποστήριξη τους, εντάσσοντας μία μεγάλη μερίδα βιοτεχνών και εμπόρων στις τάξεις των συγκλητικών. Αυτή η αθρόα απονομή τίτλων, καθώς και η διανομή παροχών για πελατειακούς λόγους, έπληξε την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού και υπονόμευσε τα δημόσια οικονομικά της αυτοκρατορίας.
 
Κατά την περίοδο που εξετάζεται (1025-1071) όλη η ενέργεια του Βυζαντίου απορροφιόταν και σπαταλιόταν σε εμφύλιες διαμάχες, τη στιγμή που Νορμανδοί, Πατζινάκες και Σελτζούκοι Τούρκοι άρχισαν σιγά-σιγά να ισχυροποιούνται και να εδραιώνονται στις συνοριακές περιοχές. Οι φατρίες που ανταγωνίζονταν για την εξουσία, από ένα σημείο και πέρα βασίζονταν στην υποστήριξη αυτών των ξένων, καλώντας τους να πάρουν μέρος στην εμφύλια σύγκρουση και παραχωρώντας τους υπολογίσιμα εδάφη. Το κλειδί όμως των εξελίξεων της περιόδου ήταν το προμελετημένο και συστηματικό πρόγραμμα αποστρατιωτικοποίησης που προώθησε η γραφειοκρατία. Καθώς οι επαρχιακοί στρατοί ήταν το κύριο όπλο των μεγιστάνων της Μ. Ασίας για να ικανοποιούν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες, η γραφειοκρατία της Κωνσταντινούπολης, υπό της ηγεσία κυρίως του Κωνσταντίνου Μονομάχου (1042-1055) και του Κωνσταντίνου Δούκα (1059-1067), άρχισε να τους διαλύει. Οι επαρχιακοί στρατοί επί μεγάλο διάστημα παρέμεναν άοπλοι και απλήρωτοι. Ναι μεν οι στρατοί αυτοί είχαν ήδη αποδυναμωθεί, λόγω της διαδικασίας απορρόφησης των ελεύθερων αγροτών-στρατιωτών από τους μεγιστάνες, αλλά το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας δεν ήταν τόσο αποφασιστικό, όσο τα πλήγματα που δέχτηκε ο επαρχιακός στρατός από την κεντρική εξουσία. Η εξουσία αυτή εξαρτιόταν τώρα, ολοένα και περισσότερο από ξένους μισθοφόρους, που και κόστιζαν περισσότερο από το στράτευμα του παρελθόντος και επιπλέον ήταν περιορισμένης νομιμοφροσύνης, στρεφόμενοι συχνά κατά των πληθυσμών που καλούντο να υπερασπισθούν.
 
Γ. Οι εθνοθρησκευτικές αντιπαλότητες και η κατάληψη του οροπεδίου της Μ. Ασίας
Το δεύτερο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπισε το Βυζάντιο στη διάρκεια του ενδέκατου αιώνα ήταν οι εθνοθρησκευτικές αντιθέσεις, ιδιαίτερα πιεστικές στη Μ. Ασία, όπου η προηγηθείσα επέκταση προς Ανατολάς είχε, φέρει εντός της αυτοκρατορίας, μεγάλο αριθμό Αρμενίων, Σύρων και Γεωργιανών. Από αυτούς μόνον οι Γεωργιανοί ήταν ορθόδοξοι, ενώ οι περισσότεροι των Αρμενίων και των Σύρων ήταν μονοφυσίτες, μη αποδεχόμενοι τις αποφάσεις της συνόδου της Χαλκηδόνας το 451. Η μετανάστευση ενός μεγάλου μέρους του έθνους των Αρμενίων στην ενδοχώρα της Μ. Ασίας, προκάλεσε σοβαρό πρόβλημα στην αυτοκρατορία. Η απόπειρα των Βυζαντινών να αφομοιώσουν τους Αρμένιους, μέσω μίας βίαιης εκκλησιαστικής ένωσης, τους εξόργισε σε σημείο τέτοιο, που ξέσπασε ανοιχτός πόλεμος μεταξύ των Ελληνικών πληθυσμών των ανατολικών επαρχιών της Μ. Ασίας και των Αρμενίων. Οι Αρμένιοι που σχημάτιζαν το πιο σημαντικό τμήμα της συνοριακής φρουράς, αποδιοργάνωσαν πλήρως την άμυνα των συνόρων, άλλοτε προσκαλώντας τους Τούρκους να περάσουν τα σύνορα και άλλοτε ιδρύοντας ανεξάρτητες πολιτικές οντότητες. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι πολλοί Αρμένιοι και Σύριοι Μονοφυσίτες, αντιμετώπιζαν τους Σελτζούκους Τούρκους σαν ελευθερωτές τους από την κυριαρχία των Ελληνορθόδοξων.
 
Οι ίδιοι οι Σελτζούκοι Τούρκοι, στην αρχή τουλάχιστον, δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να ανταγωνισθούν τους Βυζαντινούς. Θεωρούσαν, ως κύρια απειλή εναντίον τους, το σιιτικό χαλιφάτο των φατιμιδών της Αιγύπτου. (Οι Σελτζούκοι ήταν σουνίτες και ήλεγχαν τον χαλίφη της Βαγδάτης). Οι επιδρομές στη Μ. Ασία από τους Σελτζούκους, που άρχισαν το 1045, μετά την κατάκτηση της Αρμενίας από τους Βυζαντινούς, δεν γίνονταν από τακτικά στρατεύματα, αλλά από Τούρκους νομάδες, που σε ορισμένες περιπτώσεις τολμούσαν επιδρομές και εναντίον μόνιμα εγκατεστημένων πληθυσμών υπό την κυριαρχία των Σελτζούκων. Ενοχλημένοι οι Βυζαντινοί από τις συνεχείς επιδρομές των Τούρκων νομάδων, αποφάσισαν να δώσουν τελικά, υπό τον Ρωμανό Διογένη, ένα αποφασιστικό χτύπημα στους Σελτζούκους, συγκεντρώνοντας στρατό 40.000 ανδρών στα ανατολικά σύνορα. Είναι πιθανόν, ότι η ήττα στο Μαντζικέρτ ήταν αποτέλεσμα προδοσίας, καθώς στρατηγοί που ελέγχονταν από τη γραφειοκρατία της Κωνσταντινούπολης δεν εμφανίσθηκαν στη μάχη και συμπαρέσυραν σε άτακτη υποχώρηση και το υπόλοιπο στράτευμα. Μετά τη νίκη των Σελτζούκων πολλοί Τούρκοι ξεχύθηκαν στη Μ. Ασία, ιδρύοντας μικρά αλληλομισούμενα κρατίδια και άρχισαν να κυβερνούν τους ντόπιους πληθυσμούς τους ταλαιπωρημένους από τις εμφύλιες διαμάχες πολλών δεκαετιών, την ολοένα αυξανόμενη φορολογία και τα συνεχή λεηλατικά κύματα των Τούρκων νομάδων. Αντίθετα από άλλες περιπτώσεις, όπου μία κυρίαρχη μειοψηφία αφομοιώνεται από τον κυριαρχούμενο πληθυσμό, οι Βυζαντινοί και οι Αρμένιοι προσδέθηκαν στους Τούρκους πολέμαρχους για προστασία ως πελάτες των, από την κατάσταση διαρκούς πολέμου που επικρατούσε στην περιοχή. Αυτή η σχέση πελάτη-πάτρωνα οδήγησε στην αφομοίωση της πλειοψηφίας από την μειοψηφία, στην τουρκοποίηση της Μ. Ασίας. Η διαδικασία αυτή είναι γνωστή ως «κυριάρχηση της Ελίτ». Η κουλτούρα των Τούρκων επεκράτησε, αλλά οι ίδιοι συγχωνεύτηκαν γενετικά με τον ντόπιο πληθυσμό. Μόνον το 9-15% του γενετικού υλικού των κατοίκων της Μ. Ασίας σήμερα προέρχεται από τους πληθυσμούς που μετανάστευσαν από την Κεντρική Ασία.
 
Δ. Η απουσία εξωτερικών απειλών
Ποιος ήταν όμως ο λόγος που οι εσωτερικές διαμάχες πήραν τόσο μεγάλες διαστάσεις την περίοδο 1025-1071; Γιατί η αποφασιστικότητα για την κατάκτηση της πολιτική εξουσίας, καθώς και η αδιαφορία για το τίμημα και τις συνέπειες, ήταν πέρα από κάθε προηγούμενο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρέπει να κρύβεται, κατ’ αρχήν, στο γεγονός ότι το Βυζάντιο γνώρισε μεγάλη εξωτερική ασφάλεια κατά το πρώτο ήμισυ του ενδέκατου αιώνα. Σε όλο αυτό το διάστημα δεν υπήρχε η συσπειρωτική πίεση, που ασκεί στην κοινωνία η απειλητική παρουσία εξωτερικών εχθρών. Η απουσία εξωτερικών απειλών επέτρεψε στους διαδόχους του Βουλγαροκτόνου να επικεντρωθούν στα εσωτερικά θέματα, διαλύοντας ουσιαστικά το στράτευμα και κατασπαταλώντας τους πόρους του Βυζαντίου σε πολυτελή διαβίωση και παροχές. Όταν εμφανίσθηκαν τελικά νέες εξωτερικές απειλές, οι εμφύλιες συγκρούσεις είχαν γιγαντωθεί τόσο, ώστε να μη μπορούν να παραμερισθούν γρήγορα. Η αυτοκρατορία μετά το 1081, με τους Κομνηνούς, επέστρεψε στον παραδοσιακό εξωτερικό της αμυντικό προσανατολισμό ενώ στο μεταξύ είχε υποστεί καταστροφική συρρίκνωση, η οποία αποδείχθηκε μερικώς και μόνο αναστρέψιμη και για τον λόγο ότι οι Κομνηνοί ως εκφραστές της στρατιωτικής αριστοκρατίας είχαν εγγενώς οριακές δυνατότητες ανόρθωσης και ανασυγκρότησης του Βυζαντίου.
 
E. Η πνευματική αποσάθρωση της ελίτ και η αυτονόμηση της Φιλοσοφίας
Ο δεύτερος λόγος που οι εσωτερικές διαμάχες πήραν τόσο μεγάλες διαστάσεις, έχει να κάνει με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ορθόδοξη πίστη κατά τον ενδέκατο αιώνα. Συνεκτικός ιστός όχι μόνο του Βυζαντίου ως πολυεθνικού σχήματος, αλλά και των επί μέρους εθνικών συνιστωσών του, ήταν η Ορθόδοξη Πίστη. Σύμφωνα με τους ιστορικούς της περιόδου η Εκκλησία αποτύγχανε να καλλιεργήσει αυθεντική πίστη στους κατοίκους του Βυζαντίου και ιδιαίτερα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
 
Με την πρώτη ματιά μπορεί να διαπιστώσει κανείς την έξαρση του αποκρυφισμού στην ιστορική περίοδο που εξετάζεται. Παραδόξως (;) είναι τα μέλη της αριστοκρατίας και των αυτοκρατορικών οικογενειών και όχι τόσο οι αμόρφωτοι, που επιμόνως προσφεύγουν στη βοήθεια μάντεων, αστρολόγων και «προφητών» κάθε είδους. Έτσι ο άτεκνος Ρωμανός Γ΄ πείσθηκε από μάντεις της αυλής του, ότι η δυναστεία του θα βασιλεύσει επί πολλές γενιές. Η αυτοκράτειρα Ζωή χρησιμοποιούσε φυλαχτά και αλοιφές, για να ενισχύσει τη γονιμότητα της. Ούτε αυτός ο ευσεβής Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγών γλίτωσε από την υπόνοια ότι μετείχε σε «κρυφές τελετουργίες». Ο Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτης, όταν προσπαθούσε να αποφασίσει εάν θα απαγόρευε στη Ζωή την είσοδο στην Κωνσταντινούπολη, εστράφη στους αστρολόγους για συμβουλή. Η πνευματικότητα της Ζωής κατά τη διάρκεια του γάμου της (τρίτου στη σειρά) με τον Κωνσταντίνο Μονομάχο δεν βελτιώθηκε καθόλου από τις μέρες του πρώτου συζύγου της του Ρωμανού Γ΄. Είχε κατασκευάσει τον «δικό της Ιησού», μια πολυποίκιλτη και ιδιαίτερα ζωντανή εικόνα του θεανθρώπου, που υποτίθεται ότι αλλάζοντας χρώματα (!) απαντούσε στις ερωτήσεις για το μέλλον σε στιγμές απελπισίας. Είναι σαφής ο παγανιστικός χαρακτήρας αυτού του είδους «ευσέβειας», που καμιά σχέση δεν έχει με το αυτοθυσιαστικό πνεύμα της Εκκλησίας.
 
Η στροφή της κοινωνίας σε εξωτικές δεισιδαιμονίες, συμπληρώνονταν από την υιοθέτηση του αποκρυφισμού από εξέχοντα μέλη του ίδιου του Ιερατείου. Δύο υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, ο Ιωάννης Ξιφιλίνος και ο Μιχαήλ Κηρουλάριος, που διετέλεσαν πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως και οι δύο, μας δείχνουν πόση αναγνώριση είχε εκείνη την εποχή ο αποκρυφισμός. Ο Ξιφιλίνος αναμείγνυε στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη και στα χριστιανικά δόγματα την ανατολική αστρολογία. Ο Κηρουλάριος πάλι, σύμφωνα με το κατηγορητήριο που συνέταξε ο Ψελλός εναντίον του επί Ισαακίου Κομνηνού, είχε επίσης κατακτηθεί από την αστρολογία τις «απόκρυφες επιστήμες» και τις μυστικές ονειροφαντασίες.
 
Στον ίδιο τον Ψελλό η καταδίκη του αποκρυφισμού συνυπάρχει με την εκτεταμένη μελέτη όλων των μεθόδων και των πλευρών του και ιδιαίτερα του περσικο-βαβυλωνιακού κράματος, που χυμένο σε ελληνιστικά πρότυπα, είχε γίνει γνωστό ως Γνώσις. Το κράμα αυτό προσέλαβε από τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες πολλές μορφές και γέννησε πολλές αιρέσεις, ενώ η αναίρεσή του απασχόλησε πολύ το γενάρχη του νεοπλατωνισμού, τον Πλωτίνο, όπως και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Τον γνωστικισμό διακρίνει μια έντονη επιθυμία αυτολύτρωσης και μια εξίσου έντονη αρνησικοσμία. Ο κόσμος κατά αυτόν είναι φυλακή και τα ανθρώπινα είναι συλλήβδην ματαιότης. Ο δημιουργός Θεός, ο Θεός που δημιούργησε τον ατελή τούτο κόσμο, είναι ένας κατώτερος Θεός, διαφορετικός από τον λυτρωτή, ανώτερο και υπερβατικό Θεό. Μια τάξη εκλεκτών, που οι ψυχές τους προέρχονται από το υπερβατικό βασίλειο, είναι προορισμένη να επιτύχει τη λύτρωση και να επιστρέψει στις πνευματικές αφετηρίες της, μέσω μιας μυστικής γνώσης. Το κρίσιμο σημείο στην περίπτωση του γνωστικισμού είναι ότι η λύτρωση και η σωτηρία αντιμετωπίζονται ως ατομικό κατόρθωμα και άθλος. Ο Χριστιανισμός αντίθετα οικοδομεί κοινότητες στραμμένες στον Ευαγγελισμό του κόσμου, καθώς δεν θεωρεί τα γήινα συνολικά μάταια αλλά μόνον τα έργα του κακού.
 
Εκτός από την ανάμειξη μελών του Ιερατείου στις εμφύλιες διαμάχες της εποχής και τη στροφή της ελίτ στον αποκρυφισμό, το τρίτο στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτήν την περίοδο είναι η αυτονόμηση της φιλοσοφίας από την Ορθόδοξη Πίστη. Η Φιλοσοφία και η Ελληνική παιδεία γενικότερα έπαψαν, με αφετηρία αυτήν την περίοδο, να συνυπάρχουν και να συνεργάζονται στενά με την Πίστη. Η συμμαχία μεταξύ τους που είχε εγκαινιασθεί την πρωτοχριστιανική εποχή και απέβλεπε στην αντιμετώπιση του γνωστικισμού και του μηδενιστικού σοφιστικού σχετικισμού, διερράγη και θρυμματίσθηκε. Η ελληνική λογιοσύνη όπως δείχνει η περίπτωση του Ψελλού, της εμβληματικής μορφής των λογίων του ενδέκατου αιώνα, του «υπάτου των φιλοσόφων», δεν ήταν πλέον σε θέση να συντονίζεται με την ορθόδοξη πίστη. Μαζί με την μοναρχία άρχισε να παρασύρεται στη δίνη της παρακμής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το όνομα του Ψελλού συνδέεται με ένα είδος πολιτικού καιροσκοπισμού και προσωπικής ιδιοτέλειας, που προκαλεί ως σήμερα αρνητικά σχόλια. Είναι καθαρό ότι ο Ψελλός ήταν ένας εξαιρετικά φιλόδοξος και ασυνείδητος άνθρωπος. Οι μεταστροφές της πολιτικής του δράσης είχαν ολέθριες, στις περισσότερες των περιπτώσεων, επιπτώσεις στις τύχες του Βυζαντίου. Τέλος, ο έντονος ναρκισσισμός που διαποτίζει το έργο του, επιδεινώνει την αρνητική στάση απέναντι του. Πράγματι στο ιστορικό του έργο, τη «Χρονογραφία», για παράδειγμα, συνεχώς φλυαρεί για τον εαυτό του, για τις σπουδές του, τα πνευματικά του επιτεύγματα και τη γοητεία που εξάσκησε σε μία σειρά από αυτοκράτορες.
 
Όσοι, λοιπόν, εκστασιάζονται με τις υποτιθέμενες «αναγεννήσεις», που προώθησαν «ανθρωπιστές λόγιοι», όπως ο Ψελλός, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον επιφυλακτικοί στις εκτιμήσεις τους. Στην πραγματικότητα θα πρέπει να περιμένουμε τρεις σχεδόν ολόκληρους αιώνες για να εμφανισθεί ένα γνήσια ανανεωτικό κίνημα. Γίνεται λόγος για το εγχείρημα του Γρηγορίου του Παλαμά και των ησυχαστών ασκητών. Ο ησυχασμός επέτρεψε στην Εκκλησία να απαλλαγεί από τις καθεστωτικές δουλείες της και να ξαναβρεί τον αυτοθυσιαστικό εαυτό της, αναγνωρίζοντας ως φορέα της πνευματικής αυθεντίας της το ταπεινό ασκητή και όχι το μεγαλόσχημο θρησκευτικό αξιωματούχο. Πρωτεργάτης στην κατεύθυνση αυτή ήταν ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, που έζησε από τα μέσα του δέκατου ως τις αρχές του ενδέκατου αιώνα. Πάντως η περίπτωση του Αγίου αυτού, ενός Μυστικού, που ούτε καν τις γραφές έβαζε πάνω από την αποκάλυψη της βιωμένης χάριτος, ήταν μεμονωμένη, ήταν μία «φωνή βοώντος εν την ερήμω.» Είναι αξιοπρόσεχτη η τόλμη με την οποία ο Συμεών επιτέθηκε στο κατεστημένο του κλήρου. Υποστήριξε ότι αρκετοί επίσκοποι και ιερείς, με την ανάξια συμπεριφορά τους, είχαν χάσει σχεδόν εντελώς το δώρο της χάρης, που είχαν λάβει από τους Αποστόλους. Το μόνο που τους διέκρινε ήταν η υποκρισία του εξωτερικού ενδύματος της ιεροσύνης, ενώ το πνευματικό χάρισμα είχε περάσει στους μοναχούς και πάλι όχι σε όλους. Στον παρακμιακό ενδέκατο αιώνα, εν πάση περιπτώσει, κυριαρχούσαν αυλοκόλακες και καιροσκόποι λόγιοι, όπως ο Ψελλός, και αλαζόνες και υπερφίαλοι ιεράρχες με θεοκρατικές βλέψεις, όπως ο Μιχαήλ ο Κηρουλάριος, ο οποίος φερόταν σαν Πάπας της Ανατολής, φτάνοντας στο σημείο μάλιστα να φοράει τα αυτοκρατορικά διάσημα (εμβλήματα).
 
Απ΄ αυτήν την άποψη η τελική πτώση του Βυζαντίου με την άλωση της Πόλης το 1453 από τους Οθωμανούς και η πρώτη άλωση από τους Φράγκους το 1204 που προηγήθηκε, θα πρέπει να ανιχνευθεί ως προς τα αίτιά της στις εξελίξεις της περιόδου 1025-1071. Οι αιτίες της κατάρρευσης του ενδέκατου αιώνα ήταν όπως είδαμε αμιγώς ενδογενείς. Η τελική κατάρρευση με τις δύο αλώσεις είχε, βεβαίως, την εξήγηση της στο πεδίο των εξωτερικών συσχετισμών ισχύος. Ποιος, μπορεί να διαφωνήσει με όσους επικαλούνται την βαρβαρική υπεροχή. Οι Τούρκοι και οι Φράγκοι είχαν καταστεί ισχυρότεροι. Πριν όμως χαθεί το παιχνίδι στο επίπεδο των εξωτερικών σχέσεων είχε ήδη χαθεί στο εσωτερικό πεδίο.
 
Πηγές
-Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μ. Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος – 15ος αιώνας)». Του Σπύρου Βρυώνη. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα 2008.
-Byzantium: Τhe social basis of decline in the eleventh century» Speros Vruonis, Jr. Στον τόμοByzantium: Its internal History and Relations with Islamic World, Variorum Reprints (Λονδίνο1971)
-Βυζαντινή υψηλή στρατηγική (6ος – 11ος αιώνας)» του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου. Εκδόσεις Ποιότητα. 7η έκδοση: Αθήνα 2011
-Χρονογραφία, Τόμος Α΄ και Β΄ του Μιχαήλ Ψeλλού. Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια του Βρασίδα Κάραλη. Εκδόσεις Κανάκη. Αθήνα 2004
-Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης» του Curil Mango. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα 1988
-Το Βυζάντινο Κράτος» Τόμος Α. του Γιάννη Καραγιαννόπουλου. Εκδόσεις Ερμής: Αθήνα 1969
-Η Βυζαντινή Φιλοσοφία» του Β.Ν. Τατάκη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977
-Η πολιτεία του Νέου Θεολόγου». Του Στέλιου Ράμφου. Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1981.
-Ιστορία του Βυζαντινού κράτους». Τόμος Δεύτερος του Georg Ostrogorskgy. Ιστορικές εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα  1979
-The argument of Psellos Cronographia», τουAnthony Kaldelis. Εκδόσεις Brill. Boston 1999  
-«O σύγχρονος μηδενισμός» του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα. Εκδόσεις Άρμος. Αθήνα 2008.
-Οι απόκρυφες γνώσεις του Μιχαήλ Ψέλλου». Του Κατελή Βίγκλα.
-The Byzantine Empire in the Eleventh Century: Sorne Different Interpretentions» τηςJ. M. Hussey  Royal Historical Society Fourth Series. Volume 32.1950

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Tα δικά μας διέξοδα,...

«Η σημασία του παιχνιδιού πήρε καινούργια χροιά από τότε που άρχισα να εξετάζω το θέμα των μεταβατικών φαινομένων,ανιχνεύοντάς τα σε όλες τις λεπτές εξελίξεις τους, από την πρώιμη χρήση ενός μεταβατικού αντικειμένου ή τεχνικής έως τα έσχατα στάδια της ικανότητας του ανθρώπινου πλάσματος για πολιτισμική εμπειρία. […]
 
Το παιχνίδι είναι εκείνο που είναι καθολικό και που ανήκει στην υγεία. […] Είναι φοβερά συναρπαστικό και διεγερτικό, όχι (ας το κατανοήσουμε!) κυρίως επειδή συμμετέχουν σε αυτό τα ένστικτα. Το ιδιαίτερο στοιχείο του παιχνιδιού είναι πάντοτε η αβεβαιότητα, που έχει να κάνει με την αλληλενέργεια της ατομικής-υποκειμενικής ψυχικής πραγματικότητας και της εμπειρίας της αντίληψης και του ελέγχου πραγματικών αντικειμένων (της υπάρχουσας ή κοινής πραγματικότητας). Αυτή είναι η αβεβαιότητα της ίδιας της μαγείας, της μαγείας που εμφανίζεται στην οικειότητα μιας σχέσης η οποία διαπιστώνεται πως είναι αξιόπιστη.[…]  
 
Για να συλλάβουμε την ιδέα του παίζειν, είναι χρήσιμο να σκεφτούμε την απασχόληση που χαρακτηρίζει το παίξιμο ενός μικρού παιδιού. Το περιεχόμενο δεν ενδιαφέρει. Αυτό που ενδιαφέρει, είναι η κατάσταση της σχεδόν απόσυρσης, που συγγενεύει με τη συγκέντρωσητων μεγαλύτερων παιδιών και των ενηλίκων. Το παιδί που παίζει κατέχει ένα χώρο, τον οποίο δεν μπορεί εύκολα να εγκαταλείψει, ούτε και μπορεί εύκολα να δεχτεί εισβολές σε αυτόν. Αυτή η περιοχή του παιχνιδιού δεν είναι εσωτερική ψυχική πραγματικότητα, αλλά ούτε και εξωτερικός κόσμος. […] 
 
Εδώ είναι χτισμένο το σύνολο της βιωματικής ύπαρξης του ανθρώπου: δεν είμαστε πλέον ούτε εσωστρεφείς, ούτε εξωστρεφείς. Βιώνουμε τη ζωή στην περιοχή των μεταβατικών φαινομένων, στη συναρπαστική πρόσμιξη υποκειμενικότητας και αντικειμενικής παρατήρησης, και στην ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα στην εσωτερική πραγματικότητα του ατόμου και την κοινή πραγματικότητα του κόσμου, που για το άτομο είναι εξωτερική. […] 
 
Το σπουδαίο στοιχείο του παιχνιδιού είναι ότι στο παίξιμο, και ίσως μόνο σε αυτό, το παιδί ή ο ενήλικος είναι ελεύθερος να είναι δημιουργικός και να χρησιμοποιεί όλη του την προσωπικότητα∙ και το άτομο ανακαλύπτει τον εαυτό του, μόνον όταν είναι δημιουργικό. Άμεσα συνδεδεμένο με αυτό, είναι και το γεγονός ότι μόνο στο παίξιμο είναι δυνατή η επικοινωνία. […] 
 
Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ακόμα να εξετάσουμε το ερώτημα, τι είναι η ζωή. Οι ψυχωτικοί ασθενείς μας μάς πιέζουν να προσέξουμε αυτό το βασικό πρόβλημα. Βλέπουμε λοιπόν, ότι αυτό που κάνει ένα βρέφος ν’ αρχίζει να είναι, να νιώθει ότι η ζωή είναι πραγματική, να βρίσκει ότι η ζωή είναι άξια να τη ζήσει, δεν είναι η ικανοποίηση των ενστίκτων του. […] Ο εαυτός πρέπει να προηγηθεί της χρήσης του εαυτού από το ένστικτο. Ο καβαλάρης πρέπει να οδηγήσει το άλογο και όχι εκείνο να τον πάει όπου θέλει. Όταν κάποιος μιλάει για έναν άνθρωπο, μιλάει γι’ αυτόν μαζί με το σύνολο των πολιτισμικών εμπειριών του. Το σύνολο σχηματίζει τη μονάδα. […] 
 
Ο χώρος όπου τοποθετείται η πολιτισμική εμπειρία βρίσκεται στο δυνητικό διάστημαανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον (αρχικά, το αντικείμενο). Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για το παίξιμο. Η πολιτισμική εμπειρία αρχίσει με τη δημιουργική ζωή, η οποία πρωτοεκδηλώνεται στο παιχνίδι.  […] 
 
Έχουμε χρησιμοποιήσεις τις έννοιες εσωτερικό και εξωτερικό, και χρειαζόμαστε μια τρίτη. Πού είμαστε όταν κάνουμε ό,τι πραγματικά κάνουμε όταν απολαμβάνουμε; Μπορεί να μας βοηθήσει θετικά εδώ η εξέταση της πιθανής ύπαρξης τόπου ζωής, που δεν περιγράφεται ακριβώς ούτε από τον όρο ‘εσωτερικό’, ούτε από τον όρο ‘εξωτερικό’; […] 
 
Κοιτάζοντας πρώτα την εξωτερική πραγματικότητα και την επαφή του ατόμου με αυτήν από την άποψη της σχέσης του με αντικείμενα και της χρήσης αντικειμένων, βλέπουμε πως η εξωτερική πραγματικότητα είναι καθεαυτή σταθερή. Επιπλέον, ο ενστικτικός εφοδιασμός, που παρέχει το στήριγμα για τη σχέση με αντικείμενα και τη χρήση τους, είναι και αυτός σταθερός για το άτομο, αν και ποικίλλει ανάλογα με τη φάση, την ηλικία και την ελευθερία του να χρησιμοποιεί τις ενστικτικές ορμές. Εδώ είμαστε πολύ λίγο ελεύθεροι. […] 
 
Αν πάλι κοιτάξουμε την εσωτερική ψυχική πραγματικότητα κάθε ατόμου στο μέτρο που έχει αποκτηθεί ένας βαθμός ωριμότητας, ο οποίος συνεπάγεται την εδραίωση ενός ενιαίου εαυτού, βλέπουμε και πάλι μια σταθερότητα, που ανάγεται στην κληρονομιά, την οργάνωση της προσωπικότητας, τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που έχουν ενδοβληθεί και στους προσωπικούς παράγοντες που έχουν προβληθεί. 
 
Σε αντίθεση με αυτές, θεωρώ ότι η περιοχή που είναι διαθέσιμη για χειρισμό από την άποψη ενός τρίτου τόπου/τρόπου ζωής −όπου υπάρχει πολιτισμική εμπειρία ή δημιουργικό παίξιμο−, είναι η εξαιρετικά μεταβλητή περιοχή μεταξύ των ατόμων∙ κι αυτό επειδή αυτή η τρίτη περιοχή είναι προϊόν της εμπειρίας του ατόμου στο περιβάλλον που του έχει παρασχεθεί. Εδώ, υπάρχει ένα είδος μεταβλητότητας, η οποία είναι ποιοτικά διαφορετική από τις μεταβλητότητες που ανάγονται στο φαινόμενο της εσωτερικής ψυχικής πραγματικότητας και της εξωτερικής ή κοινής πραγματικότητας. 
 
Η έκταση αυτής της τρίτης περιοχής μπορεί να είναι ελάχιστη ή μέγιστη, ανάλογα με το άθροισμα των πραγματικών εμπειριώνκαθώς το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του τόπου, στον οποίον έχουν θέση το παιχνίδι και η πολιτισμική εμπειρία, είναι το ότι στηρίζει την ύπαρξή του σε εμπειρίες ζωής και όχι σε κληρονομημένες τάσεις.»
 
Donald Winnicott, Playing and Reality (1971) στα ελληνικά, Το παιδί, το παιχνίδι και η πραγματικότητα (εκδ. Καστανιώτης, 1979)
 
 
Σημείωση Γ. Ι.  Η κεντρική ιδέα που μας στοιχειώνει, είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική κοινωνική αλλαγή αν δεν υπάρξει ριζική αναδιατύπωση της ιδέας μας για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Γι’ αυτό, άλλωστε, θεωρούμε πως το πιο καθοριστικό στοιχείο της αποτυχίας των μέχρι σήμερα κινημάτων που οραματίστηκαν μια καλύτερη κοινωνία, πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι στηρίχτηκαν στις ίδιες κεντρικές ιδέες και αξίες της κατεστημένης κοινωνίας. Για παράδειγμα, τηνωφελιμιστική-τεχνικιστική αντίληψη ότι η ποιότητα του κοινωνικού δεσμούεξαρτάται ευθέως ανάλογα από την ποσότητα των παραγόμενων και κυκλοφορούντωνπροϊόντων, δηλαδή την ιδέα ότι εκείνο που σε τελική ανάλυση καθορίζει τις κοινωνίες είναι η λεγόμενη φυσική σπάνη και η αντιμετώπισή της. Εκείνο που πρέπει να γίνει πια κατανοητό, είναι ότι ο κόσμος που συγκροτήθηκε πάνω σε τούτες τις ιδέες, δεν είναι άλλος από τον κόσμο που σήμερα μας πνίγει και κανένας άλλος, έστω δικαιότερος σε επίπεδο διανομής των προϊόντων ας πούμε, δεν μπορεί να προκύψει μέσα από αυτές!
 
Τα σημερινά αδιέξοδα ελπίζουμε ότι έχουν σε σημαντικό βαθμό κλονίσει αυτές τις αντιλήψεις. Ωστόσο, αυτά καθεαυτά δεν υποδεικνύουν προς τα πού μπορεί να υπάρξει διέξοδος.Έτσι, ο αστικός πολιτισμός εξακολουθεί να κυριαρχεί θα λέγαμε από κεκτημένη ταχύτητα και γι’ αυτό ακριβώς ολοένα και πιο ανεξέλεγκτα, ανισόρροπα, παραισθητικά, νομίζοντας για θρίαμβο του ανθρώπου τον επερχόμενο εφιάλτη του νεκροζώντανου βιορομπότ μέσα στην ψυχρή νύχτα που ενορχηστρώνει ο κυνισμός της σύγχρονης τεχνοκρατικής ελίτ.
 
Γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε επιτακτικό να ανασύρουμε, αναστοχαστούμε, αναδιατυπώσουμε και αξιοποιήσουμε όλες εκείνες τις ιδέες, που νομίζουμε ότι μπορούν να συνδράμουν στην έξοδο από τη μαγεία του κυρίαρχου τεχνολογικού μεσσιανισμού, θεμελιώνοντας σε άλλες βάσεις την ποιότητα του κοινωνικού δεσμού. Εννοείται, ασφαλώς, ότι αυτό δεν αρκεί για να υπάρξει πράγματι διέξοδος! Όπως επίσης, πρέπει να εννοείται ότι διέξοδος δεν μπορεί να υπάρξει με την επιστράτευση πυροτεχνημάτων και με τις ευκολίες στις οποίες έχει εθιστεί ο σύγχρονος λάτρης των αυτοματισμών και των ταχύρρυθμων ικανοποιήσεων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτά για τα οποία μιλούμε και προσπαθούμε μέσ’ από αυτό το ιστολόγιο, μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στη στερέωση των αντιρρήσεων και της δυσφορίας μας έναντι του κυρίαρχου πολιτισμού, και συνάμα στην πύκνωση του αμυδρού φωτός που βλέπουμε να αχνοφέγγει μες από τις ρωγμές του. Κι αυτό, ίσως δεν είναι τόσο λίγο όσο φαίνεται με μια πρόχειρη ματιά.
 
Μια από τις ιδέες στις οποίες ελπίζουμε λοιπόν, παραμένει για εμάς η ιδέα του παιχνιδιούτο παιχνίδι όχι σαν μέσο εκτόνωσης των πιέσεων κατά το λεγόμενο «ελεύθερο χρόνο», αλλά ως η δραστηριότητα εκείνη που θεμελιώνει τον πολιτισμό

Πάντα δικός σας
+Γεώργιος Παπαθανασίου
Αρχιεπίσκοπος

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Εμπρός λοιπόν !

Σήμερα μαθαίνουμε πώς μια νέα ηγετική φρορά ίσταται επι κεφαλής της ΙΣΚΙΕ.Οι 80ρηδες ,πήραν τον δρόμου τους ,ζητώντας με περίσκεψη και αρκετή περισυλλογή ,την προσωπική καταγραφή αυτού του δρόμου τους.
Βέβαια δεν βλέπουμε και κανένα νέο ,μια και τα νειάτα κουράζουν και φοβίζουν τα γερόντια.
Για να δούμε την σειρά των Παπών ,αν εξαιρέσεις τον Ι.Παύλο ΙΙ,όλοι οι αλλοι γερόντια ,άρρωστα και ανίκανα,με βραχύ χρόνο ζωής και πάλι αντε περίμενε να ασπρίσει ο διαβόητος καπνός....Και να ακουσθεί το περιβόητο habemus Papam etc.
Νομίζω πως το κακό αυτό έχει παραγίνει και τα σαράβαλα ,του κλήρου αντε να πηγαίνουν σε κανένα άσυλο του Αγ.Βαρνάβα να βρούν την δέουσα θαλπωρή.Το ίδιο συμβαίνει και στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο γέρων του γέροντος.Με όλες τις παραξενιές και μουρλάδες.
Μέσα λοιπόν στην ΙΣΚΙΕ έχουμε  και μια νέα παραίτηση ,του φίλου μας Αρχιεπισκόπου Ιωάννη Σπιτέρη.Τα έπιασε τα 75 ο λεγάμενος και τώρα πρέπει να πάει να λουφάξει σε κανένα Μοναστήρι και να βάλει κάτω τη σκέψη του και  να αναλογισθεί ,ποιός είμαι που πάω και τι έκανα αυτά τα χρόνια σαν Δεσπότης.
Ελπίζουμε ο δεύτερος να είναι λογικώτερος και πιό ευθύς και ορθός ,να αποδέχεται τις Αποστολικές Συναινέσεις των Παπών και βέβαια το Ιερό Ευαγγέλιο,αμφότερα παραβιασμένα από τον ίδιο και την αυλή του.Ε! λοιπόν το εξέλεξαν Επίσκοπο και ο Παπας του έδωσε και το πάλιο και τι έγινε ,ένα έργο ανιαρό μια από τα ίδια.Μια ρουτινιάρικη καριέρα.Ποιμαντικό έργο κοντα στο μηδε΄ν ,ιερατικές κλισεις στο μηδέν κλπ.
Σήμερα γέροντας και ανήμπορος ,θα δεί με ανάλυση και περισσή προσοχή πόσοι εκ της αυλής του θα τον γράψουν στα,.....,και αυτοί που τονείχαν στα οπα-οπα ,θα τον ξαιχάσουν.-
Τέλος πάντων με αυτόν
Ας τους αφήσουμε στην μιζέρια τους.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Τι μας υποδουλώνει ,μας γερνά μας καταθλίβει,...μας σκοτώνει

΄Εχει αποδειχθεί περίτρανα ,πώς ζούμε σ΄ενα κόσμο με νεκρωμένες ψυχές και ζωντανά σώματα.Σ΄ενα ζόμπι για τους νεώτερους.
Τα πάθη μας κυριεύουν με αποτέλεσμα να βιώνουμε τη θλίψη και την οδύνη.
Διάβασα πρόσφατα την αγωνία παιδίων που γράψαν στο τοίχο του σχολείου : Πεθαίνουμε στα 18 μας θάβουν στα 80.
Δηλαδή αυτός ο νέος ούρλιαξε και είπε σε αυτούς: Κοιτάξτε "κυκλοφορούμε με νεκρωμένη ψυχή ανάμεσα σε κινούμενα πτώματα.
Και τούτο ,γιατί υποκύπτουμε στη χειρότερη εξουσία που μπορεί να υπάρχει : Στην τυραννίδα των παθών,που δημιουργούμε και εγκαθιστούμε μόνοι μας μέσα  μας..
 Τούτα τα πάθη υποδουλώνουν τη ψυχή μας,Ασκούν τη χειρότερη τυραννία πάνω μας.και πρέπει επιτέλους αυτή η εξουσία να πέσει.
Με αυτήν έννοια ,ο Χριστιανός ο δομημένος με την Αγάπη Του,επειδή αγωνίζεται ενάντια των παθών του αυτός είναι ένας γνήσιος -αληθεινός "αντιεξουσιαστής "
Οι ΄Αγιοι Πατέρες ζητούν με τους λόγους των τον καθαρισμό των ανθρώπων από τα πάθη τους,ώστε και η ψυχοπάθεια που περιλαμβάνει και την επιδεμική αυτή νόσο της κατάθλιψης να αντιμετωπισθεί.
Σήμερα είναι απλό αρκεί να δούμε τους πολιτικούς μας.
Βλέπεις την ψυχασθένεια σε όλο το μεγαλείο.Μη αγαπώντες τον Χριστό με να  τον απορρίπτουν,στερούνται της αυταπάρνησης,δεν μπορούν να βγούν απο την φιλαυτία και το εγωϊσμό κατα συνέπειαν είναι καταθληπτικοί.
Σήμερα βλέπεις έντονη την αυτολατρεία και την εγωπάθεια.Τούς βλέπεις ,ανίκανους να μιλήσουν να εκφράσουν θέσεις και απόψεις .Είναι άτομα ψυχικά διαταραγμένα τα περισσότερα.
΄Αλλα πιστεύουν και άλλα εφαρμόζουν .Η όψη τους φοβερή .Δεν έχουν που να ακουμπίσουν .Τους λείπει η συμπόνοια.Είναι συμβιβασμένοι με τον δαίμονα και χτυπούν αλύπητα με δήθεν νομοσχέδια και άλλα τεχνάσματα  του.
και βλέπεις τα παιδάκια στο έδαφος από την πείνα ,τα νειάτα να χάνονται στην ξενητειά.Η πατρίδα να ξεπουλίεται στον ξένο δυνάστη.
Και σε όλα αυτά μιλούν και από πάνω.
Είναι η κατάρα του ΄Ελληνα
Αδελφοί μου
΄Ελληνες Πατριώτες,μην φοβάσθε πιά .Αντιδράστε ενάντια στον σαπισμένο δυνάστη.
Σώστε τις οικογένειες σας την Πατρίδα.
Είναι ανίκανοι να  σας πειράξουν.Είναι λιοντάρια με κούφια δόντια.κατάντησαν ύαινες που τρώνε μόνο τα σαρκία μας.
Πάντα η Μεγάλη Ελλάδα υπομένει  καρτερεί ,και θα δώσει την γροθιά και πάλι σε αυτά τα καθάρματα.Αυτούς τους κουνιστούς της Ε.Ε
Κουράγιο Πατριώτες
Ζήτω η Μεγάλη Ελλάς

+Γεώργιος Παπαθανασίου
Αρχιεπίσκοπος

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Είπε μεγάλες αλήθειες

Είδαμε με χαρά τον Πρόεδρο Ομπάμα,να δείχνει το σεβασμό στην Μεγάλη Ελλάδα του τοτε και του σήμερα.Γνώστης της αρχαιο-ελληνικής κουλτούρας και διανόησης,υποκλέινόμενος στον Θουκιδίδη για τον ορισμό του πολιτεύματος της Δημοκρατίας.Εμείς λοιπόν διδάξαμε σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο ,την έννοια αυτήν.
Βέβαια οι Βισιγότθοι και Κύκλωπες σύμμαχοί μας ,της εγκληματικής κατα το πάλαι Γερμανίας πιθανόν και του σήμερα δεν έχουν το κουράγιο να αποδεχθούν το Θεϊκό αυτό δώρο.Αυτοί οι με τα κερασάκια τους ,στην πολιτική τούρτα ,οι νεο-ναζιστές ,αυτοί οι μαλάκες τύπου Σόϊμπλε και Μέρκελ ,και κάτι άλλοι,δεν πέρνουν χαμπάρι από αυτά.
Τους είναι άγνωστοι,πολύ άγνωστα αυτά που διεθνώς υπήρξαν διδαχή και καμάρι και τούτο γιατί είναι αμόρφωτοι -αδαείς ,ρυπαροί,αιμοσταγείς ,άσχημοι,χονδροί ,ανιστόρητοι προσκυνημένοι οσφυοκάμπτες ,κοινώς γαϊδαροι και δή ασαμάρωτοι και λαμόγια και άρπαγες.
Και αυτοί απαρτίζουν την Ε.Ε και το παίζουν ανεπτυγμένοι οι φονιάδες των λαών του 1940 και σήμερα αυτό το έκτρωμα που λέγεται Ε.Ε ,είναι υπέυθυνο για το χάλι των λαών του Νότου.
Με τα κεφάλαια των συμμάχων και δή των ΗΠΑ έγιναν κράτος οι Ναζήδες ενω δεν είχαν το δικαίωμα αυτό -έπρεπε να είχαν διαμελησθεί σε πολλά κομμάτια ,να μην υπάρχουν σήμερα.Και .ομως με τα κεφάλαια αυτά έγιναν κράτος μυαρό που απειλεί λαούς ,μωρά και ηλικιωμένους.
Και το υπέρτατο κακό είναι πώς κάτι εγχώριοι μαλάκες συμμαχούν με αυτούς.-
Εμείς με την παρακαταθήκη αυτήν των προγόνων μας θα δώσουμε μάχησκληρή και θα ξαποστείλουμε αυτά τα απόβλητα στη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας.
ΖΗΤΩ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ
+Γεώργιος Α.Παπαθανασίου
Αρχιεπίσκοπος

Είμαστε όλοι παιδιά της άγνοιας,....

,...,Ομολογώ και αποδέχομαι την αδελφική κριτική ,πώς συνέρευσα μέσα στο Υπερρεαλιστικό κίνημα και τούτο μετά από την παρακίνηση και τον ισχυρισμό του Βιττγκεσταιν πως " ηθική και αισθητική είναι ένα " ( βλ.Taractus 6.421 )
Βέβαια μειονεκτώ καθ΄ότι στα καλά καθούμεθα κατέστην εκ ΄βαθείας πίστεως παπολάτρης και λατίνος δηλαδή δυτικός μέχρι το κόκκαλο,και ζώντας μέσα στις ανατολικές πρακτικές ,βιώνω το ερώτημα του γιατί και πώς?
Και απαντώ με στόμφο  πώς " σε περιόδους οπότε ποκίλοι καταναγκασμοί  και αρνητικότητες με οδήγησαν σε αυτό το μονοπάτι.
Και αυτοί οι ποικίλοι καταναγκασμοί συνθλίψαν τις ενορμήσεις μου ,ακόμη  και σε αυτήν την έμφαση ( sic!)  του απελευθερωτικού μου χαρακτήρα της τέχνης μου..Βέβαια ο καλλιτέχνης από την άλλη ,όταν ετούτη η τέχνη γίνεται υπερβολικά "ανεύθυνη ",ο μαγικός χαρακτήρας  των απρόσμενων συνειρμών είναι απαραίτητος μήτε και γίνεται,και καθίσταται απαραίτητο  να τονίζεται και στίς μηχανιστικές δομές -να αντιπαρατίθενται οι αντιστοιχίες !!.
Ο οπαδός της αισθητικής -καλλιτέχνης  ταλαντεύται ανάμεσα της εξωστρέφειας που χαρακτηρίζει τη μαγεία  και της ενδοστρεφούς ελευθερίας.Και με αυτά τα ας μου επιτραπεί προσόντα ,κατέχουμε μια εκ-κεντρική θέση σε αντιδιαστολή με τον κακό μάγο ,....
Αυτές μου οι ιδιότητες με οδηγούν στην τυραννία της σκέψης ,και οι επιπόλεες θέσεις και ισχυρισμοί ιδιαίτερα στην ξυπόλητη θεολογία ,με εξοργίζουν ,και εκέι που δεν υπάρχει λόγος πίπτει η ράβδος ,ενός πνεύματος που σκαλίζει βαθειές πτυχές του εσωτερικού κόσμου που συνήθως είναι ταραγμένος ,από κάτι μαλάκες που κατέχουν θέσεις σε διάφορα διοικητικά μετερέζια
Πόσες φορές πάλεψα τη μοναξιά της ύπαρξης που αφιερώθηκε στη δημιουργία .
Περπατώντας ,στίς παλίες γειτονιές της πόλης μου  παρέα με την Μπέτυ ( το μπουλντοκάκι μου ),προσπαθούσα να βρώ μια τεχνική που να μετουσιώνη την ύλη σε πνεύμα ,κάτι που το έκανε ο Αη Φραγκίσκος και που το ξέχασαν οι αδελφοί του μέχρι σήμερα κλπ.Και ξαφικά κατάφατσα με κάτι παιδιά της κόκκινης νεολαίας που διανέμουν τον Ριζοσπάστη ,με βρίσκουν  ως αντιεπαναστατικό ,γιατί ο σαν οπαδός αυτού Υπερρεαλισμού ,καταντώ αυτόματα αντι-επαναστατικός ,για αυτός υποστηρίζεται από πλούσιους συλλέκτες.
Βέβαια όταν έχεις ζήσεις μια θρυμματισμένη ζωή ,και βιώνεις την προδομένη σου επανάσταση και ότν βλέπεις ,τον αρχι-μαλάκα Κον -Μπεντικτ,αυτόν που τότε χειροκροτούσες στίς καπνισμένες από τα νόστιμα χημικά του Ντεγκώλ,πλατείες ( το έιπαν Μάη του 68),ένα σκατόχονδρο συμβιβασμένο οικολόγο ,να κουνά το μεσαίο δάκτυλο στον εξαθλιωμένο ΄Ελληνα,τότε δαιμονίζομαι και γίνομαι οπαδός αυτής της ολοκληρωμένης κωλοζωής.
Και μια και δεν μπορώ εύκολα να κοιμηθώ ,ορμώ στίς σκέψεις του Ν.Καλας ( βλ.bloodflames,Hugo Gallery NY 1947 )  και αποδέχομαι τη σκέψη του πώς  "η μαγεία είναι το ¨"τώρα της ζωής ".-
Και μια μιλούμαι για αυπνίες και άγχη ,εκεί που το Χαnax σπάει θραύση,και στίγμές δεν με ακουμπά ,θυμάμαι εκείνες τις μανιεριστικές εικόνες ,εκείνων των γιγάντων δηλ.o Gorki,o Matta  και βέβαια και Kamrowski. που με άδησαν άναυδο στην τρυφερή μου ηλικία ,γιατί ποιητικά αντικατέστησαν τη σύνταξη του πεζού λόγου  με την εικονοπλασία της ποίησης.....Και βεβαίως επαληθεύθηκε η αλλαγή του je est un autre σε Je est UNE autre ,για την ζωή μου που ήταν και είναι θρυμματισμένη.
Και πάνω στην προδοσία ΤΗΣ,και την άδικης κριτικής αποδέχομαι τον Βασίλη Αλεξάκη  με την ρήση του : θα σε ξεχνάω κάθε μέρα 
Και θυμάμαι εκείνον το καθηγητή μου τον Βεργίδη,υποκατάστατο του Τσιτσάνη στην όψη και στο βάδισμα,που έμπαινε βήμα -βήμα πολιτικά στους κανόνες της φυσικής ,οργώνοντας την προσωπική μας matiere grise,( φαιά ουσία ) των φοιτητών του.Και βέβαια εγώ προτιμούσα  να στέκομαι  με τις ώρες  μπροστά στα γλυπτά του Arp ,η στους πίνακες του de Kooming,από την ψυχρή λογική των εννοιών βάσης του Δρα Οδ.Βεργίδη.Και έγινε αυτό που φοβούμαν ,να συμπεριληφθώ ανάμεσα στους απόκληρους και τούτο γιατί ο αγαπημένος μου Gilbert Ryle μου τα έχωσε καλά  όταν περιέγραψε  εύστοχα τη βούληση ώς εμμονή σε έναν σκοπό ( Gilbert Ryle,the concept of Mind,Hutchinson ,London 1949,pages 63,74)
Kαι βέβαια ολοι εμείς οι Tractus Logico  παλεύουμε ανάμεσα στα ρητό ΄'αρρητο μιας προδομένης ζωής και έξαρσης .
Και τέλος τονίζω πώς υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν απλά δείχνονται,.....


Χ.Γεώργιος Παπαθανασίου PhD
Αρχιεπίσκοπος

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

με πίκρα και με αποστροφή

Είμαι και εγώ ένας από τους φανατικούς της Ιστορίας.Την μελετώ με πάθος και προσπαθώ εξάυτής να βελτιώσω τον εαυτό μου.
Μέσα σε αυτό το μειονέκτημα για πολλούς,έπεσα και στην μεγάλη προσωπικότητα της Ορθοδοξίας ,τον ΄Αγιο Μάρκο Ευγενικό.
Πραγματικά το πρώτο του πόνημα και δή : "Εάλω Θεσσαλονίκη-Εκδ.Παπαδημητρίου 1997 " με συνεκλόνισε.Εκεί περιγράφει τους τότε καννίβαλλους Σελτζούκους Τούρκους σεχετικά με την αποτρόιπαια συμπεριφορά τους να εκθάψουν το λείψανο του Αγίου Συμεών  και να το τροπιάσουν και να το πετάξουν κλπ.
Σήμερα ένας άλλος Τούρκους ,ο νεο-σουλτάνος τους Ερντογάν απειλεί και την Διεθνή Κοινότητα και σήμερα δε ,με το αμερικάνο στρατηγό Χίλ ,ενισχύονται πλέον.Μια πολεμοχαρή και ακατάλυπτη χώρα .
Βλέπουν με φθόνο την υπέρλαμπρη ιστορία μας και λοιποψυχούν μπροστά της γιατί ιστορία δεν έχουν ,καθ΄ότι οι λιγοστές ιστορικές τους σελίδες είναι μεστές στο αίμα.
Πέρα τούτων δια τους εραστάς του ισλαμισμού ,που ζητούν ως λογικόν την ανέγερση ενός Τζαμιού στην Αθήνα ,ξεχνούν τους εμπρησμούς των Εκκλησιών μας ,το κρέμμασμα και αποκεφαλισμό Μοναχών και ιερέων και τον βιασμό των καλογραιών μας..
Οχι κ.Τσίπρα ,δεν θέλουμε το τζαμί τους στην Αθήνα.Υπάρχουν τζαμιά και κακώς στην πονεμένη Θράκη,και μάλιστα και πολλά.Να πηγαίνουν εκεί για τις ανάγκες τους.
Και για τους μειομένου εθνικού αισθήματος προτρέπω την ρήσιν του Αγίου :
""ουκέτι κατέχειν εαυτούς οι φόνιοι θήρες εθέλουσιν,αλλ΄εξάραι άπαν το γένος διανούνται και μόνοι των επί γής απάντων εγκρατείς καταστήναι  " ( `σελ.77).

Χ.Γεώργιος Παπαθανασίου
Αρχιεπίσκοπος

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

News from SSPX

United States: Pics of the new seminary blessing



Situated in Virginia, in the eastern Appalachians, the new US seminary has been blessed on November 4, 2016, by Bishop Bernard Fellay, Superior General of the Society of St. Pius X, in presence of all the members of his council, of the director of the seminary, and of the District Superior of the United States.
inauguration_1
inauguration_2
inauguration_3
inauguration_4
inauguration_5
inauguration_6
inauguration_7
inauguration_8
inauguration_9
inauguration_10
inauguration_11
inauguration_12
inauguration_13


France: The Assisi meeting in the Letter to our brother priests



8-bouchacourt_1
Fr. Christian Bouchacourt.
In the latest edition of the Letter to our brother priests (no. 71, September 2016) that Society of St. Pius XII addresses to the clergy of France, Fr. Christian Bouchacourt comments in his editorial on the interreligious meeting of Assisi of September 20th. The District Superior of France points out what is truly at stake, far from the ecumenical irenism upheld by the media:
“It is the principle itself of the Assisi meeting for peace that seems to us to be stained with a grave theological error. The Pope is not a clever diplomat who seeks out the psychological conditions for an agreement at a point in time. His goal is peace itself, true peace. But the only solid and profound peace is Our Lord Jesus Christ, “for He is our peace” (Ephesians 2, 14). And as St. Paul says here, it is through His Blood that He carries out this reconciliation, that He lays low the wall of separation, that He reconciles the peoples.
“In failing to recall this essential fact, in not preaching “in season and out of season” the reign of Christ, “reign of justice, love and peace” (Preface of Christ the King), in depriving men of this capital truth that peace cannot come except through Christ the Saviour, “for there is no other name under heaven given to men” that can assure them of a durable and real peace, the event in Assisi sins without any doubt against the Catholic Faith.”

Mgr.George PAPATHANASIOU
ARCHBISHOP -SUPERIEOR OF 
SSPXII 

Italy: St. Benedict Basilica destroyed by the earthquake

eSt. Benedict basilica (San Benedetto) in the city of Norcia, in the center of Italy was completely destroyed by a violent earthquake (magnitude 6.5 on the Richter scale) on October 30, 2016. According to Huffington Post on October 30, 2016, part of the walls collapsed, and the bell-tower, though still standing, looks ready to collapse.
Devant les ruines de la basilique Saint-Benoît.
The ruins of St. Benedict Basilica.
Built in the 13th century on the ruins of the home in which St. Benedict of Nursia, founder of the Benedictines, was born in 480, the building had been expanded over the centuries. The façade, the side door and the base of the bell tower are from the 14th century, as are the vault and the structure of certain windows. In 1966, the church was raised to the rank of a minor basilica by Pope Paul VI, before undergoing important reconstruction in the 2000’s. There were, however, no victims: the sisters of the basilica were able to evacuate with the help of the firemen.
There is also serious damage in several little villages in the center of the country; Arquata del Tronto, build on the side of a mountain, completely collapsed. The religious news website Aleteia reported on October 30, 2016, that the earthquake damaged the basilica of St. Paul Outside the Walls, in Rome: collapsed moldings, cracks… and pointed out that “this earthquake that awoke and left many inhabitants on the street was the strongest to have been felt in the Eternal City for decades.”
As the magazine Correspondance romaine pointed out on November 5, 2016, “ever since August 24, Italy has been hit by a series of seismic tremors that have done anything but diminish over the last two months. According to seismologists, there have been thousands, varying in intensity and magnitude.” For Fr. Giovanni Cavalcoli, O.P., in particular, this is “the result of a divine punishment” after the country legalized the civil union of homosexuals in July 2016. According to the Italian Dominican theologian who spoke – moderately – in a show on Radio Maria on October 30, 2016, it is “certainly a very strong reminder from Providence, not (…) in the sense of a punishment, but in the sense of a call to consciences to return to the principles of the natural law.”
His statements that were entirely translated by the website Benoît & Moi after being published and republished by the Italian press, received a firm condemnation from the Holy See. According to the Roman press agency I.Media on November 6, 2016, Archbishop Angelo Becciu, substitute for General Affairs at the Secretariat of State, claimed that Fr. Cavalcoli’s declarations “are not in keeping with the Gospel” and are “offensive to believers and scandalous for those who do not believe.” The theologian was suspended from his radio show.
In Roberto de Mattei’s opinion in Correspondance romaine, “if indeed there is scandal, it is provoked by the position of the Vatican prelate who reveals his ignorance of Catholic theology and the teaching of the popes.” And he recalled that the law on civil union for persons of the same sex “destroys not houses but the institution of the family, causing a moral and social devastation that is no less serious than the material devastation caused by the earthquake.”

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016



Sunday, January 12, 2014

The Heresy of False Ecumenism Viewed Through The Lens of 'Mortalium Animos'




One of the plagues in the Church today is the predominant modern notion of "ecumenism." It is a false ideology that concerns itself with "making nice" with those outside the Church. Discussion is often focused on finding commonalities between the Catholic Church and groups who are outside the Church so as to appeal to them on a superficial level. Generally the discussion usually ends on supposed common beliefs, and an agreement to work for the improvement of our society, with those common beliefs in mind. Although these false ecumenists espouse that there is a difference between "ecumenism" and "inter-religious dialog" the result of the two is often the same. There is usually no urgent desire by Catholics for the conversion of those outside the Church, rather it is the idea that both the Catholic Church and those outside the Church need to converge together to find the real "Catholic faith." So the idea is twofold. By acknowledging commonalities all "Christian" groups are working together in dialog in order to converge together in a one true "catholicity."

This type of mentality is readily observed by the former head of ecumenism Cardinal Walter Kasper, appointed by John Paul II, who said on several occasions, “The goal of ecumenism cannot be conceived as a simple return of others to the bosom of the Catholic Church.” This pernicious error is now running rampant through the Catholic Church. What else is the goal of ecumenism, if not for the return of others to the Catholic Church? It is convergence, as we shall soon see. Kasper and those like him espouse noxious nonsense such as, “it is not a question of a simple return of the others to the sheepfold of the Catholic Church, but a mutual convergence This is a heretical statement that was clearly condemned by several popes, yet this mentality seems to be common now among the Catholic hierarchy. Even Pope Benedict XVI said, "On the other hand, this unity does not mean what could be called ecumenism of the return: that is, to deny and to reject one's own faith history. Absolutely not!...I would also like in this context to remember the great pioneer of unity, Bro. Roger Schutz...I think that we must listen to him, from within we must listen to his spiritually-lived ecumenism and allow ourselves to be led by his witness towards an interiorized and spiritualized ecumenism." As a result of this mentality Pope Benedict gave Schutz communion knowing full well that he formally denied the Catholic faith since he remained a Reformed pastor until his death. If you think that I am reaching in addressing Pope Benedict's bad ideas on ecumenism, in 2010 he specifically upheld Kaspers false "ecumenical" ideas. "and I am especially pleased to thank Cardinal Walter Kasper, who led the dicastery, with competence and passion, over the last 11 years."

In Pope Pius XI's encyclical 'Mortalium Animos' the Holy Father saw this mentality creeping into the Church and society, and he clearly and emphatically declared it as an "evil." Pius XI addressed those in his day who were looking to find a common ground among all "Christians" with the idea that they may band together to fight a common cause in society, which was irreligion. "We should not permit the flock of the Lord to be cheated by dangerous fallacies, We invoke, Venerable Brethren, your zeal in avoiding this evil" He also denied that there could be any idea of unity between Protestants and the Catholic Church. The ideas that Pius XI condemned were of the same mindset of the Cardinal Kaspers of our time. At that point in time it was being advanced by primarily by those outside the Church, yet the pope writes that he was concerned that many in the Church were being influenced by it. Now however, since few have followed Pius XI's teaching, these false ideas are now common in the Church in our time. This is what Pius XI said in the beginning of his encyclical, "These things and others that class of men who are known as pan-Christians continually repeat and amplify; and these men, so far from being quite few and scattered, have increased to the dimensions of an entire class, and have grouped themselves into widely spread societies, most of which are directed by non-Catholics, although they are imbued with varying doctrines concerning the things of faith. This undertaking is so actively promoted as in many places to win for itself the adhesion of a number of citizens, and it even takes possession of the minds of very many Catholics and allures them with the hope of bringing about such a union as would be agreeable to the desires of Holy Mother Church, who has indeed nothing more at heart than to recall her erring sons and to lead them back to her bosom. But in reality beneath these enticing words and blandishments lies hid a most grave error, by which the foundations of the Catholic faith are completely destroyed."

Indeed those like Kasper have not sought to bring others into the Church because they believe that those who are joined to Protestant heretical sects and schismatic churches have no need to convert. For example Kapser says concerning some of the Eastern Orthodox, "Despite a separation of 1500 years and all the differences, which are more cultural than dogmatic, these Churches have preserved the fundamental apostolic structure of the Church we have ourselves” Yet as we know, nothing could be further from the truth. Yes, they have apostolic succession, but more importantly they deny many core dogmatic teachings of the Church, which cannot be viewed as simple trivial side issues. Dogmas such as the papal infallibility, the Assumption of the Blessed Mother and the Immaculate Conception are very serious dogmas, and one who denies these truths separate themselves from the Church in a very serious manner.

The Protestants cannot be viewed in any sense as being part of the Church. They have no apostolic succession and they deny almost every major dogma of the Christian faith! Yet these modernist ecumenical theologians view the Protestants as a part of the Church, forming a type of federation of believers. For example in 2007 when Kasper was gloating of the great success of ecumenism in the Church, he said, "The most significant - and most gratifying - result of ecumenism over the past few decades is not the various documents, but the recovery of fraternity, the fact that we have rediscovered that we are brothers and sisters in Christ, that we have learned to appreciate one another and have begun together the journey toward full unity." However this implies that both sides are moving towards one another as if each were on a journey to reconcile themselves to one another. This idea is clearly erroneous. Kasper falsely claims for example, "from the Reformation of the 16th century; these have developed an ecclesiology of their own, on the basis of Sacred Scripture." Any Catholic of good faith knows that the Protesters do not have, nor have ever had, an ecclesiology based on Sacred Scripture! The papacy is based on Sacred Scripture, which they emphatically reject!

Now let us look at what Pius XI said of the this "federation" mentality. I think that this part of the document is worth quoting at length. "These pan-Christians who turn their minds to uniting the churches seem, indeed, to pursue the noblest of ideas in promoting charity among all Christians: nevertheless how does it happen that this charity tends to injure faith? Everyone knows that John himself, the Apostle of love, who seems to reveal in his Gospel the secrets of the Sacred Heart of Jesus, and who never ceased to impress on the memories of his followers the new commandment "Love one another," altogether forbade any intercourse with those who professed a mutilated and corrupt version of Christ's teaching: "If any man come to you and bring not this doctrine, receive him not into the house nor say to him: God speed you."For which reason, since charity is based on a complete and sincere faith, the disciples of Christ must be united principally by the bond of one faith. Who then can conceive a Christian Federation, the members of which retain each his own opinions and private judgment, even in matters which concern the object of faith, even though they be repugnant to the opinions of the rest? And in what manner, We ask, can men who follow contrary opinions, belong to one and the same Federation of the faithful? For example, those who affirm, and those who deny that sacred Tradition is a true fount of divine Revelation; those who hold that an ecclesiastical hierarchy, made up of bishops, priests and ministers, has been divinely constituted, and those who assert that it has been brought in little by little in accordance with the conditions of the time; those who adore Christ really present in the Most Holy Eucharist through that marvelous conversion of the bread and wine, which is called transubstantiation, and those who affirm that Christ is present only by faith or by the signification and virtue of the Sacrament; those who in the Eucharist recognize the nature both of a sacrament and of a sacrifice, and those who say that it is nothing more than the memorial or commemoration of the Lord's Supper; those who believe it to be good and useful to invoke by prayer the Saints reigning with Christ, especially Mary the Mother of God, and to venerate their images, and those who urge that such a veneration is not to be made use of, for it is contrary to the honor due to Jesus Christ, "the one mediator of God and men."How so great a variety of opinions can make the way clear to effect the unity of the Church We know not; that unity can only arise from one teaching authority, one law of belief and one faith of Christians. But We do know that from this it is an easy step to the neglect of religion or indifferentism and to modernism, as they call it."

Pius XI here makes it clear that those who deny core teachings of the Catholic faith are not of the same faith. This is why the Church has always forbid Catholics to worship with Protestants. Yet we see this happen all of the time in our age. Now we actually invite Protestants to come into our Churches and hold their own heretical "services" profaning God's temple! Likewise many Catholics today go to "ecumenical" gatherings and pray together. We even see Catholics working for Protestant organizations that promote Protestant heresies, thinking that they are working for a common "good." What did Pius XI say about these actions? He said the very opposite of what Kasper says, "So, Venerable Brethren, it is clear why this Apostolic See has never allowed its subjects to take part in the assemblies of non-Catholics: for the union of Christians can only be promoted by promoting the return to the one true Church of Christ of those who are separated from it,...it is clear that the Apostolic See cannot on any terms take part in their assemblies, nor is it anyway lawful for Catholics either to support or to work for such enterprises; for if they do so they will be giving countenance to a false Christianity, quite alien to the one Church of Christ. Shall We suffer, what would indeed be iniquitous, the truth, and a truth divinely revealed, to be made a subject for compromise?"

In meditating on Pius XI's encyclical we must conclude that the ideas we have today being conveyed in the Church which concerns "ecumenism," is erroneous. Those saying that we are not for the "ecumenism of the return" are in complete and total opposition to Pius XI, not to mention many other popes such as Pius IX, Pius X, Leo XIII, and Pius XII to name a few. We must as faithful Catholics make every effort to make the conversion of those outside the Church a priority, based on the truths of the Catholic faith. An idea that both the Catholic Church and those outside of it must move towards a common truth is an idea that must be emphatically rejected. The Catholic Church is the only Christian Church that truly exists as Christ established it, and alone uniquely proclaims the entire undiluted Gospel to the world, not as one voice among many seeking reconciliation with others, but as one voice that calls all others outside of her to her bosom! No other endgame concerning ecumenism is an acceptable one!

"Furthermore, in this one Church of Christ no man can be or remain who does not accept, recognize and obey the authority and supremacy of Peter and his legitimate successors. Did not the ancestors of those who are now entangled in the errors of Photius and the reformers, obey the Bishop of Rome, the chief shepherd of souls? Alas their children left the home of their fathers, but it did not fall to the ground and perish for ever, for it was supported by God. Let them therefore return to their common Father, who, forgetting the insults previously heaped on the Apostolic See, will receive them in the most loving fashion. For if, as they continually state, they long to be united with Us and ours, why do they not hasten to enter the Church, "the Mother and mistress of all Christ's faithful"? Let them hear Lactantius crying out: "The Catholic Church is alone in keeping the true worship. This is the fount of truth, this the house of Faith, this the temple of God: if any man enter not here, or if any man go forth from it, he is a stranger to the hope of life and salvation. Let none delude himself with obstinate wrangling. For life and salvation are here concerned, which will be lost and entirely destroyed, unless their interests are carefully and assiduously kept in mind." Pius XI Mortalium Animos

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

σχατολογική τελεολογία: Ο βιβλικός αριστοτελισμός του Μαξίμου Ομολογητή (π. 580-662)


 
Μέσα κυρίως από τη σύνθεσή της με τον νεοπλατωνισμό χάρη στον Πορφύριο, η αριστοτελική μεταφυσική συνέχισε να αρδεύει το Βυζάντιο και να γονιμοποιεί τη σκέψη των μεγάλων στοχαστών του. Θα εξετάσουμε εδώ πώς ο Μάξιμος Ομολογητής (π. 580-662), προσέλαβε σημαντικές έννοιες του Αριστοτελισμού, όπως, μεταξύ άλλων, το τέλος, την δύναμιν και την ἐνέργειαν, και έπλασε ένα ιδιότυπο αμάλγαμα ελληνίζουσας αριστοτελικής μεταφυσικής και βιβλικής εσχατολογικής Θεολογίας. Η ένταση στη σκέψη του Μαξίμου οφείλεται στο ότι ήθελε οπωσδήποτε να διατηρήσει το αριστοτελικό στοιχείο της τελεολογίας και της μεταφυσικής, αλλά και να το συνδυάσει με τα ιουδαιοχριστιανικά στοιχεία της εσχατολογίας της ανάστασης. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι η σκέψη του μπορεί να περιγραφεί ως ένας βιβλικός αριστοτελισμός που χαρακτηρίζεται από τη διπλή ένταση μιας εσχατολογικής τελεολογίας και μιας μεταφυσικής της Αναστάσεως.
Ως φιλόσοφος ο Μάξιμος μπορεί να ειδωθεί υπό δύο σκοπιές. Μπορούμε να τον κοιτάξουμε σε σχέση με το παρελθόν του και να πούμε ότι πρόκειται για έναν τολμηρό αναμορφωτή του Αριστοτελισμού, ή μάλλον της σύνθεσης Πλατωνισμού και Αριστοτελισμού που είναι χαρακτηριστική της ελληνόφωνης Ανατολής μετά τον Πορφύριο[1]. Και μπορούμε να τον δούμε και σε σχέση με το μέλλον, και να πούμε ότι κάποια στοιχεία της σκέψης του, όπως η θεωρία του θελήματος, και η κατανόηση της Ιστορίας μέσα από τρισσά σχήματα σηματοδοτούν μία ριζική χριστιανική διαλεκτικοποίηση και ένταξη τόσο μέσα στο ιστορικό πεδίο όσο και σε μια προσωπική υποκειμενικότητα της αριστοτελικής κληρονομιάς, ώστε να αποτελεί εντέλει πρόδρομο του υποκειμενικού και διαλεκτικού ιδεαλισμού της νεωτερικότητας[2].
Η βασική κίνηση του Μαξίμου έγκειται στο ότι ταυτίζει την Ενσάρκωση του Θεού, όπως την πιστεύει το χριστιανικό δόγμα, με ένα μεταφυσικό τέλος με την αριστοτελική έννοια, προς το οποίο κινούνται τα όντα, διανύοντας ένα διάστημα κινήσεως από την δύναμιν προς την ἐνέργειαν. Θα αναλύσουμε εδώ δύο κρίσιμα κείμενα. Κατά πρώτον, την ταύτιση της Ενσάρκωσης με το τέλος την βλέπουμε κυρίως σε ένα σημείο του έργου Πρὸς Θαλάσσιον[3], όπου ο Μάξιμος γράφει για την Ενσάρκωση του Θεού:
«Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον, δι᾿ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν, τέλος. Τοῦτό ἐστιν ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπὸς, ὃν ὁρίζοντες εἶναί φαμεν προεπινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μὲν πάντα, αὐτὸ δὲ οὐδενὸς ἕνεκεν· πρὸς τοῦτο τὸ τέλος ἀφορῶν τὰς τῶν ὄντων ὁ Θεὸς παρήγαγεν οὐσίας. Τοῦτο κυρίως ἐστὶ τὸ τῆς προνοίας καὶ τῶν προνοουμένων πέρας, καθ᾿ ὃ εἰς τὸν Θεόν, ἡ τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ πεποιημένων ἐστὶν ἀνακεφαλαίωσις. Τοῦτό ἐστι τὸ πάντας περιγράφον τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὑπεράπειρον καὶ ἀπειράκις ἀπείρως προϋπάρχουσαν τῶν αἰώνων μεγάλην τοῦ Θεοῦ βουλὴν ἐκφαῖνον μυστήριον, ἧς γέγονεν ἄγγελος αὐτὸς ὁ κατ᾿ οὐσίαν τοῦ Θεοῦ Λόγος, γενόμενος ἄνθρωπος καὶ αὐτόν, εἰ θέμις εἰπεῖν, τὸν ἐνδότατον πυθμένα τῆς πατρικῆς ἀγαθότητος φανερὸν καταστήσας καὶ τὸ τέλος ἐν ἑαυτῷ δείξας, δι᾿ ὃ τὴν πρὸς τὸ εἶναι σαφῶς ἀρχὴν ἔλαβον τὰ πεποιημένα. Διὰ γὰρ τὸν Χριστόν, ἤγουν τὸ κατὰ Χριστὸν μυστήριον, πάντες  οἱ αἰῶνες καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν ἐν Χριστῷ τὴν ἀρχὴν τοῦ εἶναι καὶ τὸ τέλος εἰλήφασιν. Ἕνωσις γὰρ προεπενοήθη τῶν αἰώνων, ὅρου καὶ ἀοριστίας, καὶ μέτρου καὶ ἀμετρίας, καὶ πέρατος καὶ ἀπειρίας, καὶ κτίστου καὶ κτίσεως, καὶ στάσεως καὶ κινήσεως· ἥτις ἐν Χριστῷ ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων φανερωθεῖσα γέγονεν, πλήρωσιν δοῦσα τῇ προγνώσει τοῦ Θεοῦ δι᾿ ἑαυτῆς, ἵνα περὶ τὸ πάντῃ κατ᾿ οὐσίαν ἀκίνητον στῇ τὰ κατὰ φύσιν κινούμενα, τῆς πρός τε ἑαυτὰ καὶ πρὸς ἄλληλα παντελῶς ἐκβεβηκότα κινήσεως, καὶ λάβῃ τῇ πείρᾳ τὴν κατ᾿ ἐνέργειαν γνῶσιν τοῦ ἐν ᾧ στῆναι κατηξιώθησαν ἀναλλοίωτον καὶ ὡσαύτως ἔχουσαν τὴν τοῦ γνωσθέντος αὐτοῖς παρεχομένην ἀπόλαυσιν.»
Σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα, πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε να έχουμε μία πολύ σύντομη επισκόπηση της σύνολης σκέψης του Μαξίμου αν σκεφτούμε ένα φιλοσοφικό σύστημα όπως αυτό του Αριστοτέλους, όπου αντί για το «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον» ως ελκτικόν[4] τέλος των όντων να  έχουμε την Ενσάρκωση του Χριστού. Η έκφραση «τὸ προεπινοούμενον τέλος οὗ ἕνεκα μὲν πάντα, αὐτὸ δὲ οὐδενὸς ἕνεκα», είναι μεν εμπνευσμένη από την παύλειο θεολογία της Πρὸς Ἐφεσίους επιστολής, σηματοδοτεί όμως και μια ορισμένη μεταφυσική, όπου ο,τιδήποτε συμβαίνει στον φυσικό κόσμο, βρίσκει την εξήγησή του στην Ενσάρκωση, η οποία έχει έναν χαρακτήρα απόλυτου μεταφυσικού τέλους και αρχής («ἐν Χριστῷ τὴν ἀρχῆν καὶ τὸ τέλος τοῦ εἶναι εἰλήφασιν»), που λαμβάνουν όλα χώρα για αυτήν, ενώ αυτή δεν έχει κανένα από τα κτιστά όντα ως τέλος ή αρχή της. Με αυτήν την έννοια, ο Μάξιμος δέχεται την αριστοτελική σκέψη ως έρεισμά του, αλλά την μεταπλάθει ριζικά: την ιστορικοποιεί, την εντάσσει σε μία φυσική ασυνέχεια κτιστού και ακτίστου, θέτοντας εντός της μεταφυσικής αυτής την ιστορική διαδρομή και τον ιστορικό διάλογο Θεού και ανθρώπου, στον οποίο τέλος αλλά και αρχή ως τελικό αίτιο δεν είναι απλώς μια μεταφυσική πραγματικότητα αλλά η Ενσάρκωση ως ένα υπερφυσικό, ιστορικό αλλά και εσχατολογικό γεγονός.
Όπως και στην αριστοτελική σκέψη, για να κατανοήσουμε τι είναι ένα ον πρέπει να εξετάσουμε το τέλος του. Μάλιστα οι λόγοι που συνοδεύουν τα όντα στην ανέλιξή τους θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαίνουν ένα είδος ἐντελεχείας, αφού ανά πάσα στιγμή φέρονται από τα όντα, τα καθοδηγούν και μπορεί ο παρατηρητής τους να τους στοχαστεί αφορμώμενος από τα όντα. Η διαφορά όμως είναι ότι ο Μάξιμος κατανοεί αυτήν την ανέλιξη όχι μόνο ως μια φυσική εκδίπλωση από το δυνάμει στο ἐνεργείᾳ, αλλά ως μια ιστορική διαδρομή που περιλαμβάνει στοιχεία ιστορικής ενδεχομενικότητας και ελευθερίας, καθώς ο άνθρωπος μπορεί να εκπέσει του τέλους προς το παρὰ φύσιν, ή ο Θεός να ανταπαντήσει στο παρὰ φύσιν με έναν «παραδοξότερον» και «θεοπρεπέστερον» «ὑπὲρ φύσιν» τρόπον[5]. Συναφώς, η καίρια διαφορά από μια αριστοτελίζουσα σκέψη είναι ότι το τέλος ναι μεν «έλκει» τα όντα ως τελικό αίτιο, αλλά το κάνει αυτό ως ένα υπερφυσικό, ιστορικό αλλά και εσχατολογικό γεγονός, που παρουσιάζει ένα φυσικό χάσμα ως προς τη φύση τους. Η σκέψη του Μαξίμου έχει για αυτό έναν βαθιά αντινομικό χαρακτήρα, καθώς το τέλος προκαλεί την κίνηση της φύσης για κάτι που η ίδια δεν μπορεί να φτάσει με τις φυσικές της δυνάμεις, αλλά χρειάζεται μια ὑπὲρ φύσιν ανάληψή της. Καθώς όμως ο Μάξιμος μιλάει και πολύ συγκεκριμένα για τις σκοπιμότητες που περικλείονται λογικώς στη φύση, μπορούμε να πούμε ότι η σκέψη του είναι μια εσχατολογική τελεολογία, με την έννοια ότι η εσχατολογία εκπληρεί την τελεολογία διασώζοντάς την, όπως επίσης και μια εσχατολογική μεταφυσική, με την έννοια ότι η εσχατολογία διατηρεί έναν χαρακτήρα μεταφυσικής εξήγησης της φύσης, ακόμη κι αν η μεταφυσική αυτή παρουσιάζει έναν χαρακτήρα φυσικής ασυνέχειας. Συναφώς, θα μπορούσαμε να ορίσουμε την σκέψη του Μαξίμου ως μια θεολογική φιλοσοφία ή ως έναν βιβλικό Αριστοτελισμό.
            Ο τρόπος που ο Μάξιμος εκδέχεται την αριστοτελίζουσα τελεολογία φαίνεται και σε ένα άλλο σημαντικό κείμενο στα Κεφάλαια Θεολογικὰ καὶ Οἰκονομικὰ I,35 (PG90,1096C), όπου μας εξηγεί πώς κατανοεί το «τέλος»: «ὅσα μὲν ἐν χρόνῳ κατὰ χρόνον δημιουργεῖται, τελειωθέντα ἵσταται, λήγοντα τῆς κατὰ φύσιν αὐξήσεως. Ὅσα δὲ κατ’ ἀρετὴν ἐπιστήμη Θεοῦ κατεργάζεται, τελειωθέντα πάλιν κινεῖται πρὸς αὔξησιν. Τὰ γὰρ τέλη αὐτῶν ἑτέρων ἀρχαὶ καθεστήκασιν. Ὁ γὰρ καταπαύσας ἐν ἑαυτῷ διὰ τῶν ἀρετῶν κατὰ τὴν πρᾶξιν τὴν τῶν φθειρομένων ὑπόστασιν, ἑτέρων ἀπήρξατο θειοτέρων διατυπώσεων· παύεται γὰρ οὐδέποτε τῶν καλῶν ὁ Θεὸς ὧν οὐδὲ ἀρχὴν ἔσχεν. Ὡς γὰρ φωτὸς ἴδιον τὸ φωτίζειν, οὕτως ἴδιον Θεοῦ τὸ εὖ ποιεῖν. Διὸ τῷ μὲν νόμῳ τὴν κατὰ χρόνον τῶν ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ σύστασιν ἀφηγουμένω, τιμᾶται διὰ ἀργίαν τὸ Σάββατον· τῷΕυαγγελίῳ δὲ τὴν τῶν νοητῶν εἰσηγουμένῳ κατάστασιν, δι’ εὐποιίας καλῶν ἔργων τοῦτο φαιδρύνεται· κἂν ἀγανακτῶσιν οἱ μήπω γνόντες ὅτι διὰ τὸν ἄνθρωπον τὸ Σάββατον γέγονεν, ἀλλ’ οὐ διὰ τὸ Σάββατον ὁ ἄνθρωπος· καὶ ὅτι κύριός ἐστι καὶ τοῦ Σαββάτου ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου».
            Στο χωρίο αυτό βλέπουμε πώς ο Μάξιμος εκλαμβάνει τον Χριστιανισμό ως πλήρωση τόσο του ιουδαϊκού Νόμου, όσο και μιας ελληνικής αριστοτελίζουσας τελεολογίας: Σύμφωνα με τον πρώτο, το Σάββατο θεωρείται ως μία απολύτως απαράβατη κατάπαυσις, η οποία συνδέεται στην εβραϊκή κοσμοθεωρία με ένα είδος τέλους των έργων του Θεού. Ωστόσο, κατά την θεωρούμενη από τον Μάξιμο ως πλήρωση του ιουδαϊκού Νόμου, ο Χριστός αφενός σέβεται τον χαρακτήρα του Σαββάτου ως τέλους και καταπαύσεως, όμως ταυτόχρονα το υπερβαίνει, καθώς το Σάββατο ως τέλος καθίσταται εν ταυτώ και μια νέα αρχή που εισηγείται αυτό που ο Μάξιμος ονομάζει «κατάστασιν τῶν νοητῶν», που σχετίζεται με την εσχατολογία. Μέσα στην κατάπαυση, λοιπόν, της εβδόμης ημέρας, εγκαινιάζεται ένα άλλο είδος ενέργειας της ευποιίας του Θεού, η οποία δεν παύει, όπως δεν παύει ποτέ και η φωτιστική ενέργεια του φωτός, που είναι επίσης ο Θεός, και η οποία γίνεται αρχή για αυτό που είναι στην χριστιανική εσχατολογία η όγδοη ημέρα ως το επέκεινα που υπερβαίνει εν ταυτώ και διασώζει την ιουδαϊκή έβδομη ημέρα. Κάτι παρόμοιο μπορούμε να πούμε ότι ισχύει και για μια τελεολογία ελληνίζοντος τύπου, όπως υπαινίσσεται ο Μάξιμος στην αρχή του χωρίου. Ήτοι τα όντα που δημιουργούνται μέσα στον χρόνο αυξάνονται φυσικώς, θα λέγαμε κινούμενα προς το τέλος τους. Κάποτε φτάνουν αυτό το τέλος της φυσικής ωρίμασης και ίστανται από του να κινούνται. Αν και αυτό ισχύει στο πλαίσιο μιας φυσιοκρατικής τελεολογίας της οποίας τέλος είναι η φυσική ωρίμαση, μια χριστιανική τελεολογία ταυτοχρόνως διατηρεί και υπερβαίνει αυτήν την προβληματική, με τον ίδιο τρόπο που οι χριστιανοί θεωρούν ότι το κήρυγμα του Ευαγγελίου ταυτοχρόνως διατηρεί και υπερβαίνει τον ιουδαϊκό Νόμο.
Θα προτείναμε, λοιπόν, την εξής ερμηνεία στο χωρίο: Στην πρώτη πρόταση αναφέρεται το τι γίνεται στο πλαίσιο μιας φυσικής τελεολογίας, όπου ένα ον που δημιουργείται μέσα στον χρόνο, μόλις φτάνει στο τέλος του ίσταται, και λήγει την κατὰ φύσιν αύξησή του. Σε μια μαξιμιανή χριστιανική οπτική όμως, η φυσική τελείωση δεν είναι ανεξάρτητη από την ηθική ενεργοποίηση διά της αρετής, δηλαδή η φύση τελειούται επειδή το πρόσωπο διά του ηθικού δρόμου της αρετής την ενεργοποιεί προς την κατεύθυνση της αφίξεως στο τέλος της. Σε αντίθεση όμως με μια ανεξάρτητη φυσιοκρατία, στη μαξιμιανή οπτική της ενεργοποίησης της φύσης διά της εργασίας της αρετής, η εργασία αυτή παραμένει ισχύουσα ακόμη και μετά το φυσικό τέλος, καθισταμένη μια νέα αρχή. Μάλιστα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η αρετή σε σχέση με την φύση δεν έχει μια γραμμική αλλά μια διαλεκτική σχέση. Ήτοι η αρετή δεν είναι απλώς μια ενεργοποίηση, εκπλήρωση, συμπλήρωση ή επαύξηση της φύσης, αλλά μπορεί να είναι και μια σταύρωση ή μια νέκρωσή της. Θεωρούμε ότι ο Μάξιμος έχει διατυπώσει και τα δύο αυτά στοιχεία, δηλαδή αφενός την εκπλήρωση- ενεργοποίηση της φύσης από την αρετή, και την νέκρωσή της, με τρόπο αντινομικό χωρίς να δώσει μια οριστική και απολύτως σαφή απάντηση για την μεταξύ τους σχέση. Η κατεργασία της «ἐπιστήμης Θεοῦ κατ’ ἀρετήν» σημαίνει εν ταυτώ και τελείωση και κατάπαυση και επανεκκίνηση. Τελείωση επειδή διά της προσωπικής αρετής εκπληρώνεται η φύση και όχι αυτόνομα. Κατάπαυση διότι αυτή η αρετή μπορεί να σημάνει και μια νέκρωση της φύσης, ήτοι η φύση εκπληρώνεται διαλεκτικώς σε μια «σταύρωσή» της, δηλαδή όχι σε μία φυσική ευρωστία και αειθαλεία, αλλά σε μία «συνταφή» της με τον Χριστό στο «Σάββατο» της ταφής. Επανεκκίνηση, γιατί η αρετή συντονιζόμενη με την θεία ευποιία καθίσταται μια νέα αρχή που μας οδηγεί στην εσχατολογική όγδοη ημέρα, που εδώ ορίζεται ως «κατάστασις τῶν νοητῶν». Αν εξετάσει κανείς την σκέψη του Μαξίμου προς την πριν από αυτόν φιλοσοφική παράδοση μπορεί να διαπιστώσει μια μετάπλαση αριστοτελικών στοιχείων. Αν την θεωρήσει ωστόσο σε σχέση με την μετέπειτα σκέψη μπορεί να διαπιστώσει ομοιότητες με νεωτερικές διαλεκτικές, όπως του Hegel. Είναι ενδιαφέρον, δηλαδή, το πώς η εκπλήρωση της φύσης θεωρείται ότι γίνεται οιονεί διαλεκτικά την στιγμή της σαββατικής της κατάπαυσης, οδηγώντας μάλιστα σε μία νέα αρχή προς την υπέρβαση και αυτού του Σαββάτου. Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να θεωρήσουμε μια ιδιότυπη διαλεκτική, όπου η φύση οδηγούμενη από τον λόγο της, ενεργοποιείται από τον τρόπο της αρετής, που σημαίνει και ένα τέλος ως εκπλήρωση εν ταυτώ και κατάπαυση της υποστάσεως της φθοράς της φύσης, και νέα αρχή προς ένα νέο τέλος επέκεινα του τέλους του Σαββάτου. Το τέλος έχει λοιπόν έναν αμφίσημο χαρακτήρα: Είναι και ο σκοπός και η εκπλήρωση, αλλά είναι και η κατάπαυσις ως άρση (που θα λέγαμε σε ένα εγελιανό ιδίωμα), καθιστάμενο έτσι μια νέα αρχή. Η μεταφυσική του Αριστοτέλη μεταπλάθεται έτσι ριζικά στην κατεύθυνση μιας πιο διαλεκτικής σκέψης.
Έχοντας αυτές τις παρατηρήσεις περί της σημασίας του τέλους κατά νου μπορούμε να επιστρέψουμε στο χωρίο από το Πρὸς Θαλάσσιον (PG90,620C-621C), το οποίο και ορίζει ως απόλυτο τέλος τόσο της δημιουργίας όσο και της Ιστορίας, την υποστατική ένωση Θεού και ανθρώπου στον Χριστό. Ως προς τις χρονικές  διαστάσεις του τέλους. Το τέλος της ὑποστατικῆς ἑνώσεως είναι «προεπινοούμενον». Η εσχατολογία, δηλαδή, δεν είναι απλά ένα «τελευταίο επεισόδιο» της Οικονομίας στο πέρας της Ιστορίας. Το εσχατολογικό τέλος προκαλεί και την γένεσιν της Δημιουργίας, αλλά και την κίνησή της έλκοντάς την προς αυτό, και έτσι καθίσταται, όπως είδαμε, αίτιο της Δημιουργίας και της Ιστορίας ευθύς από την χρονική αρχή τους, ή και εξωχρονικώς στην «προϋπενοούμενη» θεία πρόθεση. Το τέλος προκαλεί την κίνησιν, αλλά καθ’ εαυτό εννοείται ως «στάσις». Πρόκειται για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αριστοτελίζοντα στοιχεία της οιονεί μεταφυσικής του Μαξίμου, ήτοι ότι η στάσις προκαλεί την κίνηση ως τελικό αίτιο, προκειμένου όμως η κίνηση να «στῇ» μόλις επιτύχει το τέλος ύστερα από την διαδρομή της. Τα όντα δημιουργούνται α-τελή, κινητοποιούνται από το τέλος, ήδη στην αρχή της διαδρομής τους, ως οιονεί αιτιατά του, και όταν το φτάσουν ίστανται. Η κίνησις στον Μάξιμο σημαίνει και την μεταφυσική τελείωση του υπαρκτού, οπότε ο χρόνος δεν είναι απλώς ένα «ουδέτερο» μέτρο της κίνησης, αλλά ένας συνοδός σε μια πορεία μεταφυσικής τελείωσης. Κι επειδή η τελείωση αυτή δεν είναι απλώς μια φυσιοκρατική τελεολογία μετάβασης από το δυνάμει στο ενεργείᾳ, ο χρόνος βρίσκει το πραγματικό του νόημα σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «Ιστορία», όρο που αν εφαρμόσουμε στην μαξιμιανή σκέψη, θα μπορούσε να σημαίνει έναν συνοδό κινήσεων, τροπών και τρόπων που προκαλεί ένας ενδεχομενικός διάλογος Θεού και ανθρώπου. Αντινομικώς, η κίνησις είναι κατὰ φύσιν (90,621C), αλλά προκειμένου να υπάρξει μια «ἔκβασις» από την κίνησιν. Με άλλα λόγια, η κίνησις κινείται αυθυπερβατικά προς το αντίθετό της, που είναι το τέλος ως στάσις. Η στάσις είναι κάτι ευρύτερο και σημαντικότερο οντολογικά από αυτό που λέμε «ἡρεμία». Δεν σημαίνει απλώς την κατάπαυση μιας κατά χώρον κίνησης. Με την ίδια έννοια που η κίνησις είναι και η κατά χώρον αλλαγή διαστήματος, αλλά και η ποιοτική αλλοίωση, και εντέλει κάτι ευρύτερο από αυτά, ήτοι το πώς ένα ον κινείται μεταφυσικώς προς την τελείωσή του, έτσι και η στάσις μπορεί να περιλαμβάνει και τα στοιχεία της ηρεμίας και της παύσεως της αλλοίωσης, αλλά σημαίνει κυρίως μια κατάπαυση και μια ανάπαυση στην εύρεση του μεταφυσικού τέλους του όντος, για το οποίο και έγινε εξ αρχής η κίνησις.
Η μετάπλαση της αριστοτελικής τελεολογίας, όμως, συνδυάζεται με τα κεκτημένα της Χαλκηδονείου (και νεοχαλκηδονείου) Χριστολογίας, ώστε από τη μια το τέλος να εμφανίζεται ως στάσις, από την άλλη όμως ως ένωση στάσεως και κινήσεως, αντιστοίχως προς την (θεωρούμενη μεταφυσικώς ως) ακίνητη θεία φύση και την ανθρώπινη κινούμενη φύση, καθώς επίσης είναι «ἕνωσις ὅρου καὶ ἀοριστίας, μέτρου καὶ ἀμετρίας, πέρατος καὶ ἀπειρίας, κτίστου καὶ κτίσεως». Η κίνησις και η στάσις έχουν, λοιπόν, έναν διττό χαρακτήρα: Αφενός σύμφωνα με μια μεταπλασμένη αριστοτελίζουσα μεταφυσική η κίνησις αναφέρεται στην διαδικασία τελείωσης ενός όντος και η στάσις στην τελείωσή του, σύμφωνα με μια λογική ότι ό,τι είναι καθ’ οδόν προς την τελείωση κινείται ακόμη, ενώ το τέλειο δεν έχει ανάγκη περαιτέρω κίνησης έχοντας ήδη φτάσει στον μεταφυσικό του προορισμό. Από την άλλη, η κίνηση θεωρείται ως κάτι εγγενές στην ανθρώπινη φύση. Με αυτήν την έννοια, το χριστολογικό τέλος της ένωσης Θεού και ανθρώπου διασώζει την ανθρώπινη κίνηση πλάι στην θεία στάση. Υπάρχει επομένως μια θεολογική δογματική ανάγκη να διατηρηθεί η κίνηση μέσα στο τέλος της υποστατικής ενώσεως η οποία βρίσκεται σε ένταση με την ελληνίζουσα μεταφυσική ανάγκη η κίνηση να περατωθεί. Ο Μάξιμος θα προσπαθήσει να επεξεργαστεί πιο σύνθετες ή παραδοξολογικές λύσεις, όπως η «ἀεικίνητος στάσις»[6] και η «στάσιμος ταυτοκινησία», οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι προκύπτουν τόσο από μια νεοχαλκηδόνειο ανάγκη να μην εξαλειφθεί η κίνησις ως συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, όσο και από την έννοια ενός απείρου υπερβατικού Θεού τον οποίο ποτέ δεν μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος ολοκληρωτικά και να τον καθέξει, ακόμη κι αν είναι ενωμένος μαζί του στην υποστατική ένωση. Θα επρόκειτο δηλαδή για μια διατήρηση ενός είδους κινήσεως εσωτερικής στην υποστατική ένωση και στην μεταφυσική στάση που αυτή σημαίνει. Η μεταφυσική φορά του όντος να κινείται βρίσκει την στάση της που είναι το μεταφυσικό της τέλος, λόγω της υπέρ φύσιν και κατά χάριν ένωσης με Αυτόν που είναι η απόλυτος και υπερούσιος στάσις στην Ίδια Του την φύση. Η στάση του τέλους, επομένως, δεν είναι μόνο «μετα-»φυσική, είναι και «υπερ-»φυσική και ένα κατά χάριν υποστατικό γεγονός. Θα μπορούσαμε να την πούμε παραδοξολογώντας ως μια «στάσιν εκ-στατικήν», αφού το ον «ἐκ-βαίνει» από την κίνηση που αποτελεί φυσική του ιδιότητα προκειμένου να «στῇ» κατά χάριν. Ο Μάξιμος επιμένει εδώ στην ελληνική μεταφυσική της στάσεως, που υπαγορεύει ότι όταν ένα ον γίνεται τέλειο τότε ίσταται, την εντάσσει όμως σε μια νεοχαλκηδόνειο προβληματική. Έχουμε μια χαρακτηριστική των νεοχαλκηδονείων ασυμμετρική Χριστολογία, όπου η υπόστασις είναι θεία και προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση υποστατικώς στην ένωση με την θεία φύση. Ως προς την προβληματική της κινήσεως αυτό σημαίνει ότι η θεία υπόσταση προσλαμβάνει την ανθρώπινη κίνηση και της προσφέρει έτσι υποστατικώς την θεία στάση. Στο τέλος του κτιστού, επομένως, η στάσις είναι υποστατικώς και κατά χάριν, ενώ η κίνησις είναι κατά φύσιν. Ο άνθρωπος στο τέλος είναι κατά χάριν «ἱστάμενος» ενώ η φυσική του κατάσταση παραμένει η κίνησις.


[1]Πρβλ. τις μελέτες: Μπετσάκος, Β., 2006, Στάσις Αεικίνητος. Η ανακαίνιση της αριστοτελικής κινήσεως στη θεολογία Μαξίμου του Ομολογητού. Bradshaw, D., 2004, Aristotle East and West. Metaphysics and the Division of Christendom. Karayiannis, V., 1993, Maxime le Confesseur. Essence et Energies de Dieu. Λουδοβίκος, Ν., 1992, Η Ευχαριστιακή Οντολογία. Τα Ευχαριστιακά Θεμέλια του Είναι ως εν Κοινωνίᾳ Γίγνεσθαι στην Εσχατολογική Οντολογία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή. Renczes, P.G., 2003, Agir de Dieu et Liberté de l’Homme. Recherches sur l’Anthropologie Théologique de saint Maxime le Confesseur. Tollefsen, T.,2008, The Christocentric Cosmology of St Maximus the Confessor. Τοllefsen, Torstein, 2012,Activity and Participation in Late Antique and Early Christian Thought.
[2]Μιαπαρόμοιαθεώρησηβλέπουμεήδηστοκλασικόέργο: Von Balthasar, H.U., 1961, Kosmische Liturgie: Das Weltbild Maximus’ des Bekenners, zweite, völlig veränderte Auflage.
[3]Corpus Christianorum Series Graeca 22,71,1-77,62  PG 90,620C-621C.
[4]Στο Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν PG91,1069D, λ.χ., ο Μάξιμος χρησιμοποιεί την έκφραση «πάσης ἑλκτικὸν κινήσεως» ως προσιδιάζουσα στο «κυρίως καλόν».
[5]Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν PG91,1097CD.
[6]Βλ. τιςσχετικέςεργασίες: Mitralexis, S., 2014, Ever-Moving Repose. The Notion of Time in Maximus the Confessor’s Philosophy through the perspective of a Relational Ontology. Μπετσάκος, Β., 2006, Στάσις Ἀεικίνητος. Η ανακαίνιση της αριστοτελικής κινήσεως στη θεολογία Μαξίμου του Ομολογητού.

Χ.Γεώργιος Παπαθανασίου PhD
Αρχιεπίσκοπος