Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο...

Οι μεγάλοι αυτού του κόσμου,διάλεξαν το μαύρο θάνατο ,εξαπολύοντας τις βόμβες τους ,αδιαφορώντας ποιούς θα πλήξουν  ,τους κακούς με τους αθώους ,τα παιδάκια,τους γέρους ,τους ανήμπορους.
Από την άλλη μεριά κάποιοι άλλοι που εκμεταλευτές μιας θρησκείας ,της σφαγής και του θανάτου ,θέλουν να επιβάλλουν τα πιστεύω τους με αίμα και πιο πολύ αίμα,...Και η χώρα μικρή .
΄Ετσι λοιπόν οι κολασμένοι αυτής της ζωής μπροστά στον μαύρο θάνατο του θανατερού τόστ,πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.Κια βρήκαν μπροστά τους εμπόδια ,μαφιόζους εμπόρους του πόνου και τους μετέφεραν  στην φιλόστοργη πατρίδα μας.
,...Και την είπαν Νούρ,με τα δυό της αγγελούδια,νέα κοπέλα ,σύγχρονη και μορφωμένη ,και πήρε τον μπόγο με τα λιγοστά υπάρχοντά της ,στο δρόμο της προσφυγιάς ,και διαβίωσε σκληρά μέσα σε ένα ναϋλον ,μέσα στο παγωμένο ψύχος ,περιμένοντας τους μάγκες ,να την δώσουν ένα σάντουϊτς έξη ώρες  και άλλες έξη 'ωρες για το ίδιο.Και αρρώστησε ,ενώ της είχαν αφαιρέσει τούτο το προνόμοιο.
Και να ο Καλός Θεός που δεν χωρίζει ανθρώπους,της έσετειλε στο διάβα της ,την Τασούλα ,την Βίκυ την ΄Αννα ,τη Μελίνα ,τον Πέτρο  ,...και την πήραν στην αγγαλιά τους και από τα ΄λιγα που είχαν την χώρεσαν στίς ζεστές αγγαλιές τους και της γιάτρεψαν τις πληγές,και την ομόρφηναν τη ζωή και του κακού λύκου τα πεπραγμένα μπείκαν στην άκρη.
Αυτοί οι ανθρωποι δεν φορούσαν ράσα ,μήτε είχαν αξιώματα μήτε οπαδοί των ΜΚΟ.Απλοί άνθρωποι της καθημερηνότητας,....
Και μετουσίωσαν την ύλη σε πνεύμα

Τα ακούτε Αγιώτατοι Παπα ,Πατριάρχη ,κλπ

Η σιωπή των έργων τους είναι τόσο βροντερή
Καλή τύχη Νουρ
 +Γεώργιος Παπαθανασίου

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΕΠΙΚΡΙΣΗ

,..κάποιοι γραφικοί του εκκλησιαστικού χώρου πιθανόν να θεωρήσουν ανήθικες και αμαρτωλές τις συμβουλές μου να μην κατηγορείτε ποτέ τον εαυτόν σας.Αυτό σημαίνει ότι ενθαρρύνω όλες τις άνομες και παράτολμες ενέργειες χωρίς καμμιά ενοχή και δισταγμό.Μα αυτό είναι ψευδές.
Και μάλιστα θεωρώ :
α.οι περισσότεροι άνθρωποι που νομίζουν ότι έιναι θρήσκοι ουσιαστικά δεν είναι
β.οι περισσότεροι άνθρωποι που νομίζουν  ότι συμβαδίζουν με τις επιταγές της Αγ.Γραφής ,συχνά πράττουν το αντίθετο.
γ.ότι δεν πρέπει να κατηγορείτε τον εαυτόν σας,είναι χριστιανικό
δ.το λέει και η Αγ.Γραφή

Γενικά οι θρησκείες μας θέλουν ευτυχισμένους,ικανοποιημένους με τον εαυτ΄'ον μας αγαπώντας ο ένας το άλλον.
΄Οταν σφάλλουμε ,μας λένε   πως είναι ανθρώπινο.Θα πρέπει όμως να συγχωρούμε τον εαυτόν μας και τους άλλους  που μας αδικούν.
Ολες οι θρησκείες που μα ς  είναι γνωστές τονίζουν πώς ο κάθε άνθρωπος είναι άνθρωπος και επ΄ουδενί είναι Θεός,που σημαίνει πώς ο άνθρωπος είναι αδύναμος ,ικανός να αμαρτ΄ησει.
Αν λοιπόν ακολουθήσουμε τα διδάγματα της θρησκείας μας ,η και της Βίβλου η πιθανότητα να πάθουμε κατάθλιψη λόγω αυτοεπίκρισης είναι μικρή.Με λίγα λόγια  η θρησκεία και η ψυχολογία βρίσκονται η μια στο πλευρό της άλλης.
΄Ετσι λοιπόν ενας κληρικός που αναστατώνεται  ψυχικά  συναπάγεται ότι δεν ακολουθεί τις θρησκευτικές εντολές που διδάσκει.Ο Χριστιανιμός έχει αυτά τα όπλα ,που αν ερμηνευθούν σωστά ,μπορούν να διατηρήσουν υγιή έναν άνθρωπο σε όλη του τη ζωή,...
Μέσα στη Βίβλο βρίσκεις όλα τα στοιχεία μιας υγιούς ψυχολογίας .
Συμπέρασμα
Αν ένας ιερέας δεν είναι ψυχικά ισορροπημένος ,σημαίνει πως δεν υπακούει στα ιερά διδάγματα,η και ότι εφαρμόζει λάθος τα μηνύματα που απορρέουν από την πίστη του.
Δυστυχώς έχουμε πολλά παραδείγματα εκκλησιαστικής διαστροφής που δεν έχουν δικαιολογία,για τις συμπεριφορές τους.
Ενα παράδειγμα  πώς βλέπει ένας άγαμος ( υποχρεωτικά ) κληρικός τον έγγαμο.Με αποστροφή και απόρριψη και τούτο θεωρεί κόσμημα τον εξαναγκασμό στην αγαμία από την εκκλησία του.
Η κατάθλιψη ,αυτής της κατηγορίας των κληρικών είναι δύσκολη ,δεν αντιμετωπίζεται εύκολα ,χρειάζεται μια συνδιαστική δυναμική με ψυχοθεραπεία και φαρμακευτική αγωγή.
Επίσης μέσα σε μια διαλελυμμένη ψυχική κατάσταση ,βλέπουμε τόσα εγκλήματα και διαστροφές  από διάφορους κληρικούς ,που δικαιολογία δεν έχουν ,για αυτούς που τα προκαλλόυν και συγκαλύπτουν
Π.χ ομοφυλοφιλία ,παιδεραστία κλπ.
Επομένως εδώ η παρεκτροπή είναι διπλή : από τη μια η παραβίαση του Θείου Νόμου  και από την άλλη ,η εγκληματική διαστροφή και παρεκτροπή.
Η Θρησκεία δεν θέλει κανείς να υποφέρει ψυχικά  γιατί να το επιζητεί με τις εμμονές της η Εκκλησία ?
Η Εκκλησία δεν πρέπει να είναι το μαστίγιο αλλά η κουβέρτα .
Και δυστυχώς αυτό που βλέπουμε δεν είναι κουβέρτα αλλά ενας διαρκής ζόφος. και πόνος.
Πόσα παραδείγματα έχω να αναφέρω ,που συνάντησα μεσα στα δύο μεγάλα χριστιανικά δόγματα.
Κληρικοί θύμματα τις σχιζοφρένειας ,της κατάθλιψης ,της διπολικής διαταραχής ,όλων των καταναγκασμών ψυχωτικοί ,διεφθαρμενοι ,πρόστυχοι κ.α/
Παρα ταύτα τους βλέπεις κάτω από το αγγελικό ιερατικό σχήμα.Ποιά αρχή λοιπόν  μπορεί να τα ελέγξει αυτά ?
Και είμαι βέβαιαος πώς στα ζητήματα αυτά δεν αρκεί μόνο η προσευχή

+Γεώργιος Παπαθανασίου

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017


The Orthodox Church Practice on Divorce


A traditional wedding performed in a Greek Orthodox Church
Cardinal Kasper argues that Orthodox Churches represented a more tolerant practice towads divorce in an effort to be more "pastoral".
“The Orthodox Churches preserved the pastoral point of view of the early church tradition, in accordance with their principle of oikonomia.” - Cardinal Walter Kasper, Gospel of the Family, p. 38.
[ed: In the Eastern Church, "oikonomia" - literally "economy" - has several meanings, but in this sense refers to the pastoral handling of matters]

Objection


In St. Matthew’s gospel, the teaching of Christ on the indissolubility of marriage is tempered by a restrictive clause.

But I say to you, that whosoever shall put away his wife, excepting for the cause of fornication, maketh her to commit adultery: and he that shall marry her that is put away, committeth adultery. (…) And I say to you, that whosoever shall put away his wife, except it be for fornication, and shall marry another, committeth adultery.” (Matt. 5:32 and 9:19).
Armed with this little clause, the Orthodox Churches have long been practicing the principle of economy that calls for condescension and indulgence towards the abandoned spouse, allowing him or her to contract a new union and to receive the sacraments of penance and the Eucharist. [1] By rallying to this principle, the Catholic Church would at least partially smooth the path towards the unity of Christians (John 17:21).

Answer to the objection
 

There are many interpretations of the passages from St. Matthew’s Gospel concerning the indissolubility of marriage. The controversy bears first of all upon the expression porneia, which some translate as adultery while others translate it as incest. Those of the former opinion are then divided as to the extent of the exception mentioned by the evangelist: for some it is a legitimate cause of separation for the spouses, and for others a motive to dissolve the conjugal bond. [2]
This latter opinion is scarcely compatible with the reaction of the disciples, [3] and it is weakened by the Council of Trent:
If any one saith, that the Church has erred, in that she hath taught, and doth teach, in accordance with the evangelical and apostolical doctrine (see Matt. 5:32, 19:9; Mark 10:11-12; Luke 16:18; I Cor. 7:11), that the bond of matrimony cannot be dissolved on account of the adultery of one of the married parties; and that both, or even the innocent one who gave not occasion to the adultery, cannot contract another marriage, during the life-time of the other; and, that he is guilty of adultery, who, having put away the adulteress, shall take another wife, as also she, who, having put away the adulterer, shall take another husband; let him be anathema.”[4]
Justified a posteriori by this debatable interpretation of the evangelical text and applied far beyond the case of adultery, the discipline of oikonomia practiced by the Orthodox has a very different origin. Closely associated with the imperial government, the Church of Byzantium was entrusted with the administration of marriage by the Byzantine emperors. The civil law still allowed for several cases of divorce and remarriage inherited from Roman law. Begun in the 6th century, the compromise between evangelical teaching and civil law picked up speed in the 9th century and progressively spread to all the Churches that followed Byzantium in its schism.

A Final Clarification on Divorce in the Orthodox Church
 

"The Orthodox tradition has itself always considered marriage as indissoluble as the union between Christ and the Church, His spouse. This union remains the exemplary model of the sacramental monogamy of Christians. In the Orthodox theology, divorce is merely a dispensation granted to the innocent spouse in clearly defined cases and with a purely pastoral objective, in virtue of what the Orthodox call the ‘principle of economy’, which means dispensation or condescension” (Archbishop Elias Zoghby, Intervention lue dans l’aula conciliaire, 4 octobre 1965, in Antoine Wenger, Vatican II. Chronique de la quatrième session, Paris, Centurion, 1966, p. 220).

Footnotes


  1. See Paul Mankowski, S.J., “Dominical Teaching on Divorce and Remarriage. The Bibilical Data” in Remaining in the Truth of Christ, p. 36-63.
  2. “His disciples say unto him: If the case of a man with his wife be so, it is not expedient to marry.” (Matt. 19:10).
  3. Council of Trent, Decree on Marriage, canon 7, DH 1807. Pius XI commented on this text: “If therefore the Church has not erred and does not err in teaching this, and consequently it is certain that the bond of marriage cannot be loosed even on account of the sin of adultery, it is evident that all the other weaker excuses that can be, and are usually brought forward, are of no value whatsoever.” (Pius XI, Encyclical Casti connubii, December 31, 1930, EPS-M, #353).
  4. See Archbishop Cyril Vasil, S.J., “Separation, Divorce, Dissolution of the Bond, and Remarriage: Theological and Practical Approaches of the Orthodox Churches” in Remaining in the Truth of Christ, 93-128.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

βλέποντας,ενατενίζοντας και αγγίζοντας το Ανέγγιχτο

 Ο σεβασμός για τις Εικόνες είναι μια λογική συνέπεια της πίστης στην παραγματικότητα της Ενσάρκωσης του Χριστού.
Ο παλιός πλατωνικός δυϊσμός που διαχωρίζει τη σάρκα από το πνεύμα ,έχει κατγορηματικά ξεπεραστεί πιά.Για μας τους Χριστιανούς πιστούς ,ο Λόγος που γίνεται σάρκα αποκαλύπετει ότι όχι μόνο η ύλη είναι ικανή να φέρει το πνεύμα,αλλά υπάρχει επίσης μια πλήρης  και αδιαχώριστη αλληλοδιείσδυση.
Στην ουσία ,η ύλη είναι μια συμπύκνωση του πνεύματος,εκείνο ακριβώς το μέρος  όπου η ζωή παίρνει σχήμα.
Το σώμα είναι η ορατή έκφραση εκείνου που είναι αόρατο,η φυσική εκδήλωση εκείνου που είναι μεταφυσικό,η τοποθεσία  όπου μπορούμε να δούμε,να ενατενίσουμε ,να σφίξουμε το Ανέγγιχτο ( βλ.Α Ιωαν 1:1 ).
Το σώμα  φέρει το Υπερπέραν βαθιά μέσα στο,...δέρμα του!και τούτο δο διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο σε κάθε σελίδα  ( βλ Κολοσ 1:15 ).
Κατα την επαφή με αυτή τη θέαση της Θείας Ομορφιάς,η επιθυμία μας για τη Θεία Αγάπη παίρνει φωτιά μέσα στην καρδιά μας και από εκείνη τη στιγμή φωτιζόμαστε μυστικά,διαποτιζόμενοι από το Φώς του Αγίου Πνεύματος.
Χάρη στην ενόραση της Αγιότητας που είναι διάφανη μέσα στην ορατή μορφή,καθαγιαζόμαστε και εμείς από την ισχυρή ενέργεια του Πνεύματος...
Τέλος διαπιστούμε πώς :η Εικόνα Υμνεί μια ΄Αλλη Δυνατή Ζωή
+ Γεώργιος Παπαθανασίου

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

λίγα ψίχια,ελάχιστα κνήσματα και απειροελάχιστα περιτμήματα!

Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο ! Με αυτές τίς λίγες φράσεις ο Μεγάλος Ντοστογιέφσκυ άφησε τον μάταιο τούτο τόπο.
Εγώ αναγκάστηκα τα δηλώσω πώς : ουαί και αλλόιμονο στους ανθρώπους πους τους λείπει η αισθητική.
Τι μπορείς να πείς για τίς πάμπλουτες εκκλησίες που έχουν πολλούς πιστούς και κατατρεγμένους ?Για Μοναστήρια πάμπλουτα που εκεί δεν κατοικεί ο Χριστός,...
Για δεσποτάδες ,που ορέγονται πανάκριβα άμφια ,σταυρούς και εγκόλπια κλπ.
Και όλοι αυτοί να μιλούν για την υπεράσπιση των φτωχών και των αδυνάτων.Φραγκισκανοί Μοναχοί μέσα στην πολυτέλεια ,μινορίτες μέσα στην απόλαυση ,...
Τι συμβαίνει άραγε ?
Αυτά όλα με βάζουν σε σκέψη ,και καταλήγω:
Μια Εκκλησία ,που δεν προωθεί σ΄'ολη τη διαδρομή της την αγωνία των ανθρώπων δεν έχει καμμια πιθανότητα ν΄ακουσθεί ως φορέας των καλών νέων του Ευαγγελίου 

Με αγάπη
+Γεώργιος Παπαθανασίου
Αρχιεπίσκοπος

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Δημήτρης Μαυρόπουλος 

«Ἡ ὀμορφιὰ θὰ σώσει τὸν κόσμο»
Ντοστογιέφσκυ
 
Προσπαθῶ νὰ κάνω τεράστιο ἅλμα πίσω στὴ ζωή μου, νὰ θυμηθῶ πότε αἰσθάνθηκα τὴν ὕπαρξη τοῦ χρόνου. Ὅ,τι καταλαβαίνω πὼς πρέπει νὰ συνέβη ὀφείλεται στὶς διηγήσεις τῆς μάνας μου. Ἀναπληρώνω ἀπὸ τὴν πείρα τοῦ μεγαλώματος τῶν δικῶν μου παιδιῶν, ἢ τῶν παιδιῶν φίλων μου.
Πότε ἕνα μικρὸ παιδὶ φτάνει τελικὰ νὰ λέει «αὔριο» ἢ «χθὲς» ἔχοντας συνείδηση ἑνὸς χρονικοῦ μεγέθους ἴδιου μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχουν οἱ γύρω του; Θὰ πρέπει νὰ παιδεύτηκα, ἀπ’ ὅ,τι ἔλεγε ἡ μάνα μου ― εἶχα κλείσει τὰ τρία καὶ μπέρδευα τὶς χρονικὲς ἀλληλουχίες. Προηγήθηκε ἡ αἴσθηση τοῦ «αὔριο» ἀπὸ τὴν αἴσθηση τοῦ «σήμερα» καὶ τοῦ «χθές». Κι ὅταν ἔμαθα πιὰ νὰ τὰ προσδιορίζω σωστὰ αὐτὰ τὰ τρία χρονικὰ σημεῖα, χαιρόμουν γιὰ τὶς ἐπιβραβεύσεις τῶν μεγάλων. Τὸ μπέρδεμα ὅμως ἐλλόχευε ὕπουλα στὴ ζωή μου, πάντα ἀγωνιοῦσα γιὰ τοὺς σωστοὺς προσδιορισμούς. Συχνὰ αἰσθανόμουν τὸ «αὔριο» ὡς «σήμερα», καμιὰ φορὰ καὶ ὡς «χθές», ἀλλὰ τέτοια αἰσθήματα τὰ κρατοῦσα γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Στοὺς γύρω μου φανέρωνα πάντοτε αὐτὸ ποὺ περίμεναν ἀπὸ μένα, ἐπιδίωκα ἀπὸ μικρὸς νὰ σέβομαι τὶς κοινὲς συμβάσεις. Ἕνα μυστικὸ ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ διαμορφώνεται στὴ ζωή μου, ἕνα μυστικὸ ποὺ πῆρε ὑπαρξιακὲς διαστάσεις ὅταν πῆγα σχολεῖο καὶ οἱ δάσκαλοι βάλθηκαν, μὲ ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια, νὰ μοῦ μάθουν τοὺς κανόνες τῆς ζωῆς. Τώρα δὲν ἦταν μόνο τὰ τρία βασικὰ μεγέθη (χθές, σήμερα, αὔριο), ἀλλὰ προστέθηκαν καὶ ἄλλοι χρονικοὶ προσδιορισμοί: ὁ μήνας, τὸ ἔτος, ἡ χρονικὴ περίοδος, τὸ μέτρημα τῆς ὥρας καὶ τῶν λεπτῶν ― καὶ στὸ μάθημα τῆς ἱστορίας τὸ «πρὸ Χριστοῦ» καὶ «μετὰ Χριστόν».
Καίρια σημασία γιὰ τὴν ἀντίληψη τοῦ χρόνου στὴ ζωή μου εἶχε ἕνας θάνατος. Θὰ ἤμουν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ χρόνων ὅταν ἕνα κοριτσάκι στὴ γειτονιά, μὲ τὸ ὁποῖο συχνὰ παίζαμε στὰ κοινὰ παιχνίδια, ἀρρώστησε καὶ πέθανε. Μέχρι τότε ὁ θάνατος ἦταν γνωστὸς ἀπὸ ἀκούσματα τῶν μεγάλων ― πέθανε ὁ τάδε, ἡ τάδε. Τώρα ὅμως ἦταν παρὼν στὸ σκῆνος ἑνὸς προσώπου ποὺ ἀγαποῦσα, ἦταν φίλη μου. Πῆγα στὸ σπίτι της νὰ δῶ, χωρὶς νὰ ξέρω τί ἤθελα νὰ δῶ. Ὑπῆρχε θρῆνος καὶ ὀδυρμός, ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἔκλαιγαν κι ἕνας πατέρας νὰ χτυπιέται. Δὲν ἄφηναν τὰ παιδιὰ νὰ μποῦν στὴν κάμαρη ποὺ ἦταν τὸ σκῆνος, κατόρθωσα ὅμως νὰ φτάσω μέχρι ἐκεῖ καὶ νὰ δῶ. Ἡ Ἀννούλα ἦταν ξαπλωμένη σ’ ἕνα φέρετρο ἀνοιχτό, ντυμένη νυφούλα, καὶ ὄμορφη, πολὺ ὄμορφη, ὅσο δὲν τὴν εἶχα δεῖ μέχρι τότε. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ὀμορφιὰ ἦταν ὁ θάνατος; Ἀργότερα, ὅταν ἤμουν δεκατεσσάρων, μία ἀνάλογη ὀμορφιὰ εἶδα στὸ σκῆνος τῆς μικρασιάτισσας γιαγιᾶς μου. Αὐτὴ ἡ γιαγιὰ πρέπει νὰ ἔχει παίξει σημαντικὸ ρόλο στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο προσέγγιζα ἀπὸ μικρὸς τὸν χρόνο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι οἱ μεγάλοι, οἰκεῖοι, γείτονες καὶ δάσκαλοι, εἶχαν ἕναν κοινὸ κανόνα νὰ προσδιορίζουν καὶ νὰ ὀνοματίζουν τὸν χρόνο. Ἡ γιαγιὰ εἶχε ἄλλους κανόνες. Μέτραγε τὸν χρόνο μὲ τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων, μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς γιορτές, μὲ τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας ἀλλὰ καὶ τῆς κατάλυσης. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ λεγόμενα ἱστορικὰ συμβάντα, τὰ παρελθόντα ὅπως λέμε, εἶχε παράξενες ἀντιλήψεις, χρησιμοποιοῦσε πολὺ συχνὰ ἐνεστώτα ἢ μέλλοντα χρόνο.
 
Ἔλεγε, π.χ., «Ἔρχονται τώρα δὰ οἱ τσέτες καὶ ὁρμᾶνε πάνω μας· ἂχ τί βλέπω... κόβουν χέρια μὲ βραχιόλια, κόβουν αὐτιὰ μὲ σκουλαρίκια, κόβουν κεφάλια», ἤ, «Θὰ τὸ πῶ τοῦ Μιλτιάδη νὰ μοῦ πεῖ ἂν συμφωνεῖ», κι ὁ Μιλτιάδης ὁ ἄντρας της εἶχε χαθεῖ χρόνια πρὶν στὴν καταστροφή.
Δεύτερη φορά, μετὰ τὸν θάνατο τῆς Ἀννούλας, ποὺ μία νέα ἀντίληψη χρόνου μπῆκε στὴ ζωή μου, ἦταν στὰ δεκαεφτά μου, ὅταν γνώρισα τὰ ποιητικὰ κείμενα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν, ἢ μᾶλλον γνωρίστηκα ἀπ’ αὐτά. Μὴ ἔχοντας τρόπο νὰ τὰ προμηθευτῶ, πήγαινα στὴν ἐκκλησία τῆς γειτονιᾶς καὶ ἔμενα ὧρες στὸ ἀναλόγιο διαβάζοντας καὶ σπουδάζοντας τὸν λόγο ποὺ ἀναδυόταν ἀπὸ τοὺς στίχους. Τὸν λογάριαζα ὡς ποίηση πραγματική, μεγαλειώδη. Δὲν εἶχα ἀκόμα τὰ ἐφόδια νὰ εἰσδύσω στὰ νοήματα, ἂς τὰ ποῦμε θεολογικά, οὔτε ἄλλωστε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ μὲ ἐνδιέφερε κάτι τέτοιο. Ἔμενα στὶς λέξεις καὶ στὶς εἰκόνες, στὸν ρυθμὸ καὶ στὰ γυρίσματα τοῦ λόγου, στὶς ἀναλογίες καὶ στὰ πρωθύστερα. Αὐτὰ τὰ πρωθύστερα μὲ παλάβωναν, αὐτὲς οἱ ἀντιθέσεις καὶ οἱ ἀποφατισμοί. Καὶ συνέχεια, σὰν ρεφρὲν σὲ τραγούδι ψυχῆς, νὰ ἔρχεται καὶ νὰ ἐπανέρχεται τὸ «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Τί γίνεται μ’ αὐτὲς τὶς λέξεις, πῶς ξεμπερδεύεις μ’ αὐτές; Τὸ ἀεὶ ὡς πάντοτε τὸ καταλαβαίνεις, ἔχεις διδαχτεῖ καὶ λίγη φυσικὴ στὸ γυμνάσιο, κάτι ξέρεις γιὰ τὸ ἄπειρο, γιὰ τὸ χάος, γιὰ διαστολὲς καὶ συστολὲς τοῦ κόσμου. Ἀεὶ σημαίνει πάντοτε, καὶ τὸ πάντοτε δὲν ἔχει τέλος. Ἀλλὰ οἱ αἰῶνες, καὶ μάλιστα οἱ αἰῶνες τῶν αἰώνων, ποῦ παραπέμπουν, σὲ ποιοὺς κόσμους; Χρόνος καὶ αἰώνας εἶναι ἴδια; εἶναι ὁμόλογα; εἶναι ἀντίθετα; Μπορεῖ ὁ χρόνος νὰ εἶναι αἰώνας καὶ ὁ αἰώνας χρόνος; Εἶναι παρὼν ὁ αἰώνας, ἢ εἶναι μέλλον, ἢ εἶναι τὸ ἀνάμεσό τους; Μήπως αἰώνας εἶναι ἡ ὀμορφιὰ τῆς Ἀννούλας καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς γιαγιᾶς μου στὸ κρεβάτι τοῦ θανάτου; Ἂν ὁ αἰώνας εἶναι χρόνος ὅπου ἔχει σταματήσει ἡ κίνηση καὶ τὸ μόνο ποὺ ὑπάρχει εἶναι αὐτὴ ἡ ὀμορφιά, τότε χρόνος πρέπει νὰ εἶναι ὁ αἰώνας μὲ κίνηση ― ἡ Ἀννούλα ὅταν παίζουμε καὶ ἡ γιαγιὰ ὅταν μὲ κανακεύει στὰ πόδια της ξεδιπλώνοντάς μου μαγικοὺς κόσμους μὲ διηγήσεις καὶ μὲ παραμύθια, τὶς μόνες ἀλήθειες ποὺ ἐμπιστεύτηκα στὴ ζωή μου.
Σιγὰ σιγὰ ἄρχισα νὰ ὑποψιάζομαι ὅτι ὑπάρχει χρόνος μέσα στὸν χρόνο, ὁ μέσα στὸν χρόνο χρόνος, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ μέλλον καὶ μπορεῖ νὰ πραγματοποιεῖται στὸ παρόν. Εἶναι ἕνας ἤδη καὶ ὄχι ἀκόμα χρόνος, ὁ χρόνος τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἀγάπης ― αὐτὸς ὁ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων χρόνος. Χρόνος ποὺ ἀναπαύεται σὲ πρόσωπα, μόνο ἡ σχέση τῶν προσώπων τὸν κάνει παρόντα. Κι ἔτσι ἄρχισαν ἐκεῖνες οἱ συνάξεις τῶν προσώπων νὰ γί- νονται κόσμος, ἕνας κόσμος ὅπου ζωντανοὶ καὶ πεθαμένοι κοινωνοῦν τὴ χαρὰ καὶ τὴν ὀμορφιά. Ἄκουγα ―καὶ ἀκούω― ἀπὸ τὸν ἱερέα νὰ μᾶς καλεῖ μ’ ἐκεῖνο τὸ «Πρόσχωμεν» καὶ συγκλονίζομαι, νὰ μᾶς καλεῖ σὲ ἐμπειρία, γεύση καὶ αἴσθημα μαζί, νὰ ζήσομε αὐτὸ τὸν χρόνο τὸν ἀπερίσταλτο, ἐδῶ καὶ τώρα, κι ἀκόμα δὲν ξέρω νὰ πῶ πότε καὶ ποῦ συμβαίνουν αὐτά ― ὅμως συμβαίνουν. Κι ὅταν κατεβαίνω στὴν καθημερινὴ ἱστορία, ὅπου συνωστίζονται ἄνθρωποι πολλοί, ἄλλοι ζωντανοὶ καὶ ἄλλοι πρωθύστερα πεθαμένοι, ἀναζητάω νὰ πιαστῶ ἀπὸ τὴν παρουσία κάποιων πεθαμένων ποὺ στέκουν ὁλοζώντανοι στὴ ζωή μου κι ἂς ἔχουν πεθάνει χρόνια πρίν, καὶ συνεχίζουν νὰ τὴν τροφοδοτοῦν μὲ λόγο τοῦ αἰώνιου χρόνου. Καὶ λαχταρῶ, λαχταρῶ νὰ ξαναβρεθῶ στὴ σύναξη ἐκείνη νὰ βυζάξω ζωή, νὰ ζήσω αὐτὸν τὸν μέσα στὸν χρόνο χρόνο, τὸν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων χρόνο.
Ὅταν ἀσχολήθηκα μὲ τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, κατάλαβα γιατί ἡ ποίηση τῆς Ἐκκλησίας μὲ σημάδεψε καὶ μὲ σημαδεύει. Ἔμαθα γιὰ τὸ μεράκι τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ ἀναλόγιο, τὴν ἐρωτικὴ κορύφωση πρὸς τὸν Νυμφίο, τὰ ἔζησα ὅμως στὸ παράδειγμα τοῦ ἀείμνηστου δάσκαλου Θεόδωρου Χατζηθεοδώρου τοῦ Φωκαέως (μακάριος Θεόδωρε!) ἀκούγοντας τὴ μελωδία του στὸ Ἁγιοταφήτικο ἀναλόγιο, ἐκεῖ στὶς ὑπώρειες τῆς Ἀκρόπολης. Μήπως ἡ ψαλτικὴ εἶναι ἔρωτας καὶ ὄχι τέχνη; Ἕνα τραγούδι πρὸς ἐρώμενο πρόσωπο, ἕνα ἅλμα στὸ μέλλον τῆς Βασιλείας γιὰ νὰ τὸ συναντήσεις, νὰ ἀπαντήσεις στὸν δικό του ἔρωτα; Μήπως λόγος καὶ μελωδία, ποίηση καὶ μουσική, εἶναι αὐτὸς ὁ μέσα στὸ χρόνο χρόνος, ὁ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων χρόνος;
Μετά, νέα ἐμπειρία ποὺ μὲ σημάδεψε μὲ τὸν δικό της χρόνο, χώρια ἀπὸ τὸν χρόνο τοῦ θανάτου καὶ χώρια ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς ποίησης καὶ χώρια ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς ἱερῆς σύναξης καὶ τῆς ἱερῆς μελωδίας, ἦταν ὁ χρόνος τοῦ ἔρωτα. Ἐκεῖ πιὰ μπερδεύτηκα γιὰ τὰ καλά. Κάθε συνάντηση νὰ εἶναι πρώτη, κι ἂς εἶχαν προηγηθεῖ ἄλλες. Τὸ μέλλον νὰ γίνεται παρελθὸν καὶ τὸ παρελθὸν παρόν. Νὰ λὲς «θὰ ἔρθει» καὶ νὰ εἶναι ἤδη παρούσα. Νὰ τὴν ἀνακαλεῖς ἀπὸ τὸ μέλλον καὶ νὰ ἀνακαλύπτεις ὅτι ἦταν ἐκεῖ ὅταν γεννιόσουνα, νὰ ζεῖς μὲ ἔνταση τὴ στιγμὴ τῆς γέννας σου ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της. Νὰ χάνεις τὶς χρονικὲς διάρκειες, τὰ λεπτὰ καὶ τὶς ὧρες καὶ τὶς μέρες καὶ τὰ χρόνια, καὶ νὰ λὲς ὅτι ὁ χρόνος μπορεῖ καὶ νὰ σταματήσει, νὰ γίνεται ὁ χρόνος αἰώνας. Κι αὐτὸ σιγὰ σιγὰ νὰ μπαίνει στὴ ζωή σου, νὰ γίνεται ἡ ζωή σου, καὶ νὰ καταλαβαίνεις ὅτι τὰ ἔργα σου, μικρὰ ἢ μεγάλα, ἔχουν ἀποδέκτη, ἔχουν λόγο καὶ περιεχόμενο.
Κι ἀνάμεσα στὸν χρόνο καὶ τὸν αἰώνα, ἀνάμεσα στὴν παρουσία τῆς ὀμορφιᾶς, τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου, ἀναζητᾶς τὸν «καιρό», τὴν κατάλληλη στιγμή, ποὺ θὰ ἀπεκδυθεῖς τὶς συμβάσεις καὶ θὰ ἐπιχειρήσεις τὸ ἄλμα, νὰ περάσεις ἀπὸ τὸ ἐνθάδε στὸ ἐπέκεινα. Ἕνα ἐπέκεινα διαρκῶς παρόν, ἀλλὰ ἐπίσης ἕνα ἐπέκεινα χωρὶς δεδομένα – μόνο ἡ λαχτάρα τῆς συνάντησης μὲ ἐρώμενο πρόσωπο γεμίζει τὴ ζωή σου.
Λέμε: «ὁ ἱερέας παίρνει καιρό», καὶ ἀναφερόμαστε στὴ σύντομη ἀκολουθία ποὺ ἐνεργεῖται ὅταν ὁ ἱερέας πρόκειται νὰ ἀρχίσει τὴν ἀκολουθία τῆς θείας Λειτουργίας. Ἀμέσως μετὰ θὰ φορέσει τὰ ἄμφιά του. Ἔχει φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀπὸ τὴν ἱστορία, καὶ μεταβαίνει στὸν ναὸ γιὰ νὰ βρεθεῖ στὴ Βασιλεία. Ἀνάμεσα στὴν ἱστορία καὶ στὴ Βασιλεία πρέπει νὰ κάνει τὸ ἅλμα, καὶ αὐτὸ τὸ ἅλμα εἶναι ὁ καιρός. Ἕνας τέτοιος καιρὸς εἶναι στὴ ζωή μας ἕνα ἅλμα, ἐκ πρώτης ὄψεως στὸ πουθενά. Ὁ καιρὸς ἔχει ἐρωτικὸ περιεχόμενο. Πηδᾶς στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Νυμφίου χωρὶς νὰ ξέρεις τί πρόκειται νὰ συμβεῖ. Ξέρεις ὅμως ὅτι εἶναι ὁ μέγας ἔρωτάς σου. Σὲ μιὰ τέτοια ἀγκαλιὰ ἔσπευδε νὰ περικλειστεῖ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος: «Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται».
Βαδίζοντας στὴν ἕβδομη δεκαετία τῆς ζωῆς μου, ἀκόμα ζῶ σὲ μία ἀναντιστοιχία μὲ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους στὸ θέμα τοῦ χρόνου. Καμώνομαι ὅτι ξέρω τὰ ὅριά του, τὰ διαστήματά του, συμβουλεύομαι τὸ ρολόι μου καὶ τὸν ἡμεροδείχτη γιὰ νὰ ὀργανώσω τὴ ζωή μου, ἀλλὰ συνεχῶς καταλαμβάνομαι ἀσυνεπὴς στὶς κοινές μας συνθῆκες. Μόνο τὸν χρόνο τῆς ὀμορφιᾶς, τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου δὲν ἔχω προδώσει ἀκόμα. Ὅταν ἐμφανίζεται τὸν ἀναγνωρίζω καὶ τοῦ παραδίνομαι. Χρόνος καὶ αἰώνας γίνονται ἕνα.
 π. Βασίλειος Θερμός 
Στους δημόσιους διαλόγους στον τόπο μας συνήθως επικρατούν πολώσεις και ο κάθε «αντίπαλος» απορρίπτει μαζικά ό,τι προτείνει ο άλλος.  Έτσι αδυνατούμε να αναχθούμε στην αλήθεια και στο πρακτέο. Το άρθρο αυτό θα επιχειρήσει να αντιταχθή σε αυτή την παθολογία.
Ενταγμένο σε ένα τρίπτυχο δράσεων (οι άλλες δύο αφορούν στην διατροφή και στους εθισμούς) το ζήτημα του φύλου εμφανίσθηκε πρόσφατα στο προσκήνιο μέσα από μια εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας. Σκοπός της είναι να διοργανωθούν μαθήματα και εκδηλώσεις που θα ενημερώσουν και θα ευαισθητοποιήσουν τους μαθητές γυμνασίου στα ακόλουθα θέματα: «Σωματικές αλλαγές στην εφηβεία, Βιολογικό και Κοινωνικό Φύλο, Αποδομώντας τα έμφυλα στερεότυπα, Ανθρώπινα δικαιώματα και δικαιώματα των γυναικών». Προτείνονται επίσης και επιπλέον θεματικές για γονείς και εκπαιδευτικούς: «Φύλο, Σεξουαλικός Προσανατολισμός και Ανθρώπινα Δικαιώματα, Έμφυλα στερεότυπα και διακρίσεις με βάση το φύλο στην οικογένεια, στην εργασία και στην κοινωνία, Έμφυλη βία, ενδοοικογενειακή βία και βία κατά των γυναικών, Ομοφοβία και Τρανφοβία στην κοινωνία και στο σχολείο».
Όπως ήταν αναμενόμενο η εγκύκλιος αυτή ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στον χώρο της Εκκλησίας, από κληρικούς και λαϊκούς. Κυκλοφόρησε μάλιστα και ειδική φόρμα για να υπογράψουν οι γονείς αρνούμενοι την συμμετοχή του παιδιού τους.
Για όποιον παρακολουθεί τις εξελίξεις στο ζήτημα του φύλου η πρωτοβουλία αυτή δεν αποτέλεσε έκπληξη. Συνιστά ένα κρίκο σε μια αλυσίδα δράσεων οι οποίες στοχεύουν στην ανάδειξη του ζητήματος της έμφυλης διαφοράς στην δημόσια σφαίρα με απώτερο σκοπό τις αλλαγές τόσο στις νοοτροπίες όσο και στο νομικό πλαίσιο. Φορείς αυτών των δράσεων είναι, από τη μια ακτιβιστές του κινήματος ομοφυλόφιλων-τρανς-κουήρ, και από την άλλη πανεπιστημιακοί οι οποίοι ανήκουν στο μεταμοντέρνο ρεύμα του κονστρουξιονισμού (που ερμηνεύει όλες τις ταυτότητες ως κοινωνικά κατασκευασμένες, αλλά και ως μηχανισμούς ελέγχου). Αμφότερες οι ομάδες φαίνεται ότι έχουν αποκτήσει πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων του Υπουργείου Παιδείας.
Εκ προοιμίου δηλώνω πως θεωρώ ότι πρέπει να ασκηθούν πιέσεις προς το Υπουργείο να αποσύρει τη σχετική θεματική, οι δε γονείς να υπογράψουν δήλωση με την οποία θα αρνούνται την συμμετοχή των παιδιών τους. Θα εξηγήσω τους λόγους.
Κατ’ αρχήν, υπάρχουν κάποια θετικά στοιχεία στην παραπάνω θεματική, τα οποία δείχνουν καλές προθέσεις. Πράγματι, υπάρχει ανάγκη να ενημερωθούν οι έφηβοι για τις ψυχοσωματικές αλλαγές της ηλικίας τους, καθώς και για τα δικαιώματα των γυναικών και για την ανάγκη ισοτιμίας των φύλων. Είναι επίσης απαραίτητο να ευαισθητοποιηθούν ενάντια στη βία κατά των γυναικών και των ομοφυλόφιλων (κατά καιρούς μαθαίνουμε διάφορα κρούσματα βίας κατά ομοφυλόφιλων, αλλά αυτά είναι ελάχιστα μπροστά σε όσα πραγματικά συμβαίνουν). Τέλος, είναι καιρός να σταματήσουν οι έντονοι έμφυλοι διαχωρισμοί των οικιακών εργασιών στα ζευγάρια, οι οποίοι φυτρώνουν στο έδαφος παρωχημένων ανδροκρατικών αντιλήψεων.
Η κοινωνία μας δυστυχώς διακρίνεται σε μεγάλη έκταση για καθυστερημένες αντιλήψεις και προβληματικές στάσεις: αγόρια μεγαλώνουν ακόμη στην εποχή μας με την υπεροχή του ανώτερου και κορίτσια ανατρέφονται με τη νοοτροπία ότι οφείλουν να υπηρετούν τους αδελφούς τους· νέοι φθάνουν στην ενηλικίωση με εμπεδωμένα τα στερεότυπα των ‘ανδρικών’ και ‘γυναικείων’ ενασχολήσεων, με αποτέλεσμα στον γάμο τους να αρχίζει ψυχική απόσταση η οποία γεννά πλήθος συγκρούσεων, καθώς η εργαζόμενη σύζυγος μάταια ζητά κάποια βοήθεια· φαλλοκρατικές στάσεις (διάχυτες στον μεσογειακό χώρο) οδηγούν σε δυσφορία απέναντι στο θέαμα ομοφυλόφιλων ή διαφυλικών (τράνς) ατόμων, δυσφορία που με τη σειρά της οδηγεί σε λεκτική και σωματική βία· η ίδια ανδροκεντρικότητα, επίσης, καθιστά τους γονείς ομοφυλόφιλων αγοριών επιρρεπείς σε κατάθλιψη και θυμό, περισσότερο από όσο συμβαίνει σε γονείς ομοφυλόφιλων κοριτσιών για τους οποίους η ανακοίνωση συνήθως δημιουργεί λιγότερες ψυχικές συνέπειες.
Όλα αυτά αποτελούν συμπτώματα κοινωνικής παθολογίας, για τα οποία πρέπει όντως να γίνει πολλή δουλειά. Η οικογένεια και το σχολείο καλούνται να λειτουργήσουν ως μοχλοί αυτής της αλλαγής. Να προσθέσω και την Εκκλησία εδώ: έχω στο παρελθόν σχολιάσει την υποτίμηση των γυναικών μέσα στην Εκκλησία και την ανάγκη για συνεργασία των δύο φύλων και για συμμετοχή των γυναικών στη λήψη αποφάσεων. Μέχρι στιγμής οι γυναίκες συμβάλλουν μόνο ως κατηχήτριες, στελέχη κατασκηνώσεων, ή μέλη φιλοπτώχου· το επιτελικό έργο σχεδιασμού αλλά και η καθημερινή λήψη αποφάσεων ανήκει μόνο σε άνδρες, κυρίως κληρικούς. Μπορεί να μην ανήκει στις προθέσεις μας αλλά όσο διατηρείται η συνθλιπτική κυριαρχία των ανδρών στον εκκλησιαστικό χώρο, ούτε η ευρύτερη κοινωνία έχει ελπίδα ανάκαμψης· η Εκκλησία μας ακόμη διαθέτει μεγάλη επιρροή.
Τελειώνουμε εδώ ως προς την σημασία αυτής της πρωτοβουλίας του Υπουργείου; Όχι, μάλλον τώρα αρχίζουμε. Είναι σαφές, για όποιον ξέρει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές των επίσημων ανακοινώσεων, πως η ατζέντα της εν λόγω δράσης εκτείνεται πολύ πιο πέρα από τους στόχους που ανέφερα προηγουμένως. Από τη μέχρι τώρα εμπειρία μου φρονώ ότι στόχοι των δύο αυτών χώρων, καθώς και της εγκυκλίου, είναι άλλοι. Αποκρυπτογραφώ τι πράγματι επιζητούν όσοι υπαγόρευσαν αυτή την εγκύκλιο:
α) Να ακυρωθή οποιαδήποτε έμφυλη διάκριση στην πράξη, π.χ. τα παιδιά να παίζουν με όλα τα παιγνίδια, ‘αγορίστικα’ και ‘κοριτσίστικα’ (κυκλοφόρησε και σχετικό βιβλίο από καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος). Στην ορολογία των κινηματικών και ακαδημαϊκών χώρων τα ‘έμφυλα στερεότυπα’ αποτελούν κόκκινο πανί και περιλαμβάνουν σχεδόν οτιδήποτε εμπίπτει στη διάκριση των φύλων. Δεν θα είναι υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι τους έχουν αποδοθή όλα τα δεινά που παρατηρούνται στις σχέσεις των φύλων, έχουν δε εκπονηθή επ’ αυτών αναρίθμητες μεταπτυχιακές και διδακτορικές εργασίες υπό την καθοδήγηση των εν λόγω πανεπιστημιακών. Οι χώροι αυτοί δεν περιορίζονται στην καταπολέμηση της ανισότητας αλλά σχεδόν ψυχαναγκαστικά επιδιώκουν την εξάλειψη της διάκρισης καθεαυτήν· μάλιστα μερικές φορές δίνουν την εντύπωση ότι διακατέχονται από μίσος προς την διαφορά των φύλων.
β) Να παγιωθή ο όρος ‘ομοφοβία’ για οποιαδήποτε αντίρρηση περί της ομοφυλοφιλίας και να μην περιορίζεται στο άγχος και την επιθετικότητα, όπως στην πραγματικότητα ο όρος σημαίνει. Έτσι ποινικοποιείται (μεταφορικά, αλλά δυστυχώς σε ορισμένες χώρες και κυριολεκτικά) η έκφραση της άποψης πως η ομοφυλοφιλία δεν είναι φυσιολογική ή πως είναι ασύμβατη με την θρησκευτική πίστη. Στην πραγματικότητα, «καταπολέμηση της ομοφοβίας στο σχολείο» σημαίνει ότι θα διδάσκονται τα παιδιά πως όποιος δεν θεωρεί την ομοφυλοφιλία φυσιολογική παραλλαγή είναι μισαλλόδοξος και φοβικός. Αλλά ομοφοβικός είναι όποιος φοβάται ή αποστρέφεται ή μισεί η περιφρονεί τους ομοφυλόφιλους, όχι όποιος έχει διαφορετικές απόψεις. Οι δήθεν ‘προοδευτικοί’ χώροι έφθασαν στο σημείο για το οποίο πάντοτε επέκριναν άλλους, να καταδιώκουν απόψεις! Είναι θέμα χρόνου να επιτύχουν την ψήφιση διάταξης που θα τιμωρεί όσους κληρικούς λαμβάνουν δημόσια θέση κατά της ομοφυλοφιλίας.
γ) Να προωθηθή η σχετικοποίηση του φύλου και η νομοθετική πρόβλεψη για νομική αλλαγή φύλου χωρίς χειρουργική επέμβαση ή γενικά για αυτοπροσδιορισμό του φύλου. Στην κουήρ θεωρία (που αποτελεί το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτής της στάσης) δεν υπάρχουν μόνο δύο φύλα, η δε δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού του φύλου αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα.
Στα συμπεράσματα αυτά (που δεν είναι υποψίες αλλά βεβαιότητες) καταλήγω μελετώντας την σχετική ελληνική βιβλιογραφία των ακτιβιστών και πανεπιστημιακών που προανέφερα, όσο και τις διεθνείς εξελίξεις. Σε αυτά τα στοιχεία έρχονται να προστεθούν και πληροφορίες ότι υπάρχει πρόθεση για νομοθετική ρύθμιση που θα εισάγει όσα περιέγραψα στην παράγραφο γ. Απέναντι σε όλα αυτά ποια καλείται να είναι η στάση της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα των πιστών, δηλαδή όλων όσοι δεν συμμερίζονται τους ακραίους εκείνους χώρους;
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να μάθουμε να είμαστε νηφάλιοι. Δεν χρειάζεται πανικός ούτε επιθετικότητα, αμφότερα εξασθενίζουν την αντίδρασή μας. Επιπλέον είναι ανάγκη να αναγνωρίζουμε τα θετικά σημεία των όποιων πρωτοβουλιών και να συμμαχούμε με τους χώρους αυτούς στις αναγκαίες αλλαγές. Δεν ωφελεί να βαδίζουμε με πολώσεις και μόνιμες εξ ορισμού αντιπαλότητες. Το να λές ‘όχι’ σε όλα όσα λέει ο υποτιθέμενος αντίπαλός σου δεν σε τιμά και τελικά βλάπτει την κοινωνία. Αν π.χ. γίνει μια διαδήλωση κατά της βίας που υφίστανται οι ομοφυλόφιλοι δεν θα πείραζε καθόλου (μάλλον θα ωφελούσε πολλαπλώς) να συμμετέχουν και πιστοί σε αυτήν, αφού (πρέπει να) συμμερίζονται το αντικείμενό της. Είμαστε σύμμαχοι με τους μεταμοντέρνους και με τους πάντες σε ό,τι αφορά στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αντίθετα, όμως, θα πρέπει να δοθή αγώνας ενάντια στην απάλειψη της διαφοράς των φύλων και στη νομική σχετικοποίηση του φύλου. Τα κοινωνικά στερεότυπα περί των φύλων ασφαλώς υπάρχουν, και η ταυτότητα δομείται πάντοτε και κοινωνικά, δεν θα πρέπει όμως να ‘μαζί με το νερό να πετάξουμε και το μωρό’. Η πολιτική ορθότητα των δύο ακραίων χώρων θεωρεί αιτία πολέμου την επίκληση βιολογικών διαφορών («ουσιοκρατία!» κραυγάζει) ανάμεσα στα δύο φύλα, όμως είναι αναντίρρητο γεγονός πως αγόρια και κορίτσια παίζουν με διαφορετικά παιγνίδια και λόγω διαφορών στον εγκέφαλό τους, όχι μόνο επειδή έτσι τα εκπαιδεύει η κοινωνία. Έτσι κι αλλιώς τίποτε δεν είναι απόλυτο και οι διαφορές προκύπτουν στατιστικά· πάντοτε θα υπάρχουν αγόρια που θα συμμετέχουν σε παιγνίδια και δραστηριότητες κοριτσιών, καθώς και πάντα θα υπάρχουν ‘αγοροκόριτσα’.
Αλλά και στα ζευγάρια που πραγματικά αγαπιούνται η κατανομή των εργασιών του νοικοκυριού δεν είναι απόλυτη: ο άνδρας θα βοηθήσει τη γυναίκα του. Μάλιστα, κατά τα τελευταία χρόνια όπου πολλοί άνδρες έμειναν άνεργοι, ανέλαβαν αυτοί περισσότερες δουλειές του σπιτιού από τη γυναίκα τους, χωρίς να αισθάνονται μειωμένο τον ανδρισμό τους. Χρειάζεται οπωσδήποτε πολλή ‘εκπαίδευση’ ακόμη, ειδικά των ανδρών. Όμως ο εκκλησιαστικός χώρος δεν αποδέχεται τα στερεότυπα ως ζήτημα αρχής όπως κάποιοι νομίζουν, απόδειξη οι ‘γυναικείες’ εργασίες που επιτελούν οι μοναχοί και οι ‘ανδρικές’ εργασίες που επιτελούν οι μοναχές.
Αποτελεί κοινή εμπειρική διαπίστωση πως η κατανομή των θεωρούμενων ως ανδρικών και γυναικείων ιδιοτήτων προσωπικότητας στα δύο φύλα δεν είναι δύσκαμπτα μονόπλευρη (οι άνδρες μόνο με ανδρικά χαρακτηριστικά και οι γυναίκες μόνο με γυναικεία) αλλά ακολουθεί κάποιες στατιστικές καμπύλες. Έτσι κάθε άτομο χαρακτηρίζεται από μικρού ή μεγάλου βαθμού γνωρίσματα από τα θεωρούμενα (με βάση τα στερεότυπα) ως ανήκοντα στο άλλο φύλο. Αυτό αποτελεί ευλογία διότι, εκτός του ότι εμπλουτίζει την κοινωνία με ασύλληπτη ποικιλία χαρακτήρων, συνιστά και την βάση πάνω στην οποία θα επέλθει η αλληλοκατανόηση των φύλων στα πλαίσια του έρωτα και του γάμου. Χωρίς αυτή την μικτή κατανομή γνωρισμάτων θα ήταν αδύνατο ο ένας να γνωρίσει και να αγαπήσει τον άλλο.
Είναι άλλο πράγμα, όμως, η συμμετοχή κάθε ανθρώπου στα κοινά γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης (προϋπόθεση για εν μέρει υπέρβαση των έμφυλων στερεότυπων) και άλλο η εξ αρχής υποτίμηση της σημασίας του βιολογικού φύλου υπέρ της αποκλειστικά ψυχικής ταυτότητας. Απέναντι στην τάση για εξάλειψη της διαφοράς των φύλων, η θέση μας πρέπει να είναι ξεκάθαρη: πρόκειται για έγκλημα. Η διαφορά των φύλων είναι πλούτος για την ανθρωπότητα. Τα δύο φύλα χαρακτηρίζονται καταστατικά από μια έλλειψη, στην οποία ο άνθρωπος συγκροτείται και που εξ αιτίας της και μόνο γίνεται ικανός να κοινωνεί. Η αποδοχή του σχετικού ανοίγει τον δρόμο προς το απόλυτο. Ο άνθρωπος δομείται μέσα από την ευγνώμονη αποδοχή της έλλειψης, από την αναγνώριση ότι ευτυχώς δεν μπορεί να είναι όλα και ότι έχει ανάγκη το διαφορετικό. (Τι γυρίσματα που έχει ο καιρός… Ποιος μπορούσε να φαντασθή πως η Εκκλησία κάποτε θα έδινε αγώνα για να γίνει σεβαστή η σωματικότητα, την ίδια ώρα που ο ‘προοδευτικός’ χώρος την υποτιμά!).
Η έλλειψη δεν είναι ‘ατύχημα’ αλλά ‘συνταγματική’ συνθήκη για το ώριμο υποκείμενο. Η ψευδαίσθηση ότι κάποιος δεν υπόκειται στους περιορισμούς του φύλου μόνο τον ναρκισσισμό του εξυπηρετεί. Ειδικά όταν η ρευστότητα γύρω από το φύλο διδάσκεται στην ηλικία της εφηβείας, όπου μια σύγχυση ταυτότητας υπάρχει έτσι και αλλιώς, τότε η αναπτυσσόμενη προσωπικότητα δεν βοηθείται να συγκροτηθή. Εκείνος μεν που συμβαίνει να δυσφορεί γύρω από το φύλο του πρέπει να στηριχθή ψυχιατρικά και ψυχοθεραπευτικά και να προστατευθή από κάθε είδους κακοποίηση, αλλά όσοι ως πλειοψηφία πασχίζουν να συγκροτήσουν ταυτότητα θα βοηθηθούν αν τους συνδράμουμε στην ταύτιση με το φύλο τους.
Η ύπαρξη ελάχιστων μεσοφυλικών ατόμων (που φέρουν όργανα και των δύο φύλων) και λίγων διαφυλικών (που αισθάνονται ψυχικά να ανήκουν στο αντίθετο φύλο σε σχέση με το βιολογικό τους) δεν επιτρέπεται να συμπαρασύρει σε κατάργηση μια διαχρονική θεμελιώδη συνιστώσα του πολιτισμού. Ουσιαστικά ο αγώνας εδώ έχει έναν ευρύτερο στόχο: να καταδειχθή πως όντως υπάρχουν διαχρονικές θεμελιώδεις συνιστώσες του πολιτισμού, σε πείσμα όσων φρονεί και διαδίδει το μεταμοντέρνο ρεύμα. Οι 300.000 που είχαν συρρεύσει το 2013 στους δρόμους του Παρισιού (της πιο εκκοσμικευμένης χώρας!) για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στον γάμο ομοφυλόφιλων και στην υιοθεσία παιδιών δεν ήταν μόνο χριστιανοί. Συμμετείχαν πάμπολλοι άθεοι ή αγνωστικιστές, οι οποίοι όμως δεν συμφωνούσαν να ακυρωθή η αρχετυπική εικόνα των δύο φύλων ως σημείο αναφοράς για τον αναπτυσσόμενο άνθρωπο. Να μια ενδιαφέρουσα συμμαχία!
Είναι λοιπόν εντελώς άλλο θέμα η αλλαγή φύλου κάποιου που υποφέρει από επίμονη δυσφορία (και αφού προηγουμένως αποκλεισθούν ψυχιατρικές διαταραχές οι οποίες ενδέχεται να τροφοδοτούν αυτή την επιθυμία) και εντελώς άλλο η είσοδος της ανθρωπότητας σε έναν αχανή χώρο διαφόρων παραλλαγών φύλου μέσα στον οποίο θα έχει κανείς την δυνατότητα να αυτοκαθορίζεται κατά το δοκούν απαιτώντας κατόπιν από τον νόμο να υπακούει στις φαντασιώσεις του. Η Εκκλησία θα χρειασθή να αποδεχθή το πρώτο και να καταπολεμήσει σθεναρά το δεύτερο. Και φυσικά δεν είναι δυνατόν να αποδεχθή να διδάσκεται αυτό το μειοψηφικό ρεύμα στα σχολεία ως δήθεν επιστημονική πραγματικότητα.
Η μετανεωτερική κατάσταση ‘χαϊδεύει’ συστηματικά τις επιθυμίες και έχει εν γένει συμμαχήσει με τον ηδονισμό ως στάση ζωής. Ας σημειώσω ότι ο ναρκισσισμός αποτελεί μια από τις πιο εκλεπτυσμένες και χειρότερες μορφές ηδονισμού. Αλλά η κατάργηση κάθε κανονιστικότητας και η αποδοχή κάθε αυθαίρετου ατομοκεντρικού θελήματος με κανένα τρόπο δεν επιτρέπεται να θεσμοθετηθούν και να αλλοιώσουν τον πολιτισμό. Το πρόβλημα δεν αποτελούν οι ομοφυλόφιλοι και οι τρανς (δεν είναι εξ ορισμού περισσότερο ηδονιστές από τους ετεροφυλόφιλους) αλλά όσοι, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, μαχητικά αγωνίζονται να αλλοιώσουν την έννοια του ανθρώπινου όντος προς την κατεύθυνση μιας τυφλής ψυχαναγκαστικής ατομικότητας η οποία απαιτεί από την ανθρωπότητα να την υπηρετήσει.
Θα ευχόμουν να μπορούσε να διαχωρισθή η υγιής θεματική της πρωτοβουλίας του Υπουργείου από την προβληματική. Αλλά όσο αυτό δεν γίνεται ας αγωνισθούμε να ματαιώσουμε την πρωτοβουλία, αφού τα μειονεκτήματα μάλλον θα είναι σοβαρότερα από τα πλεονεκτήματα.

Σημ: ο π.Θερμός είναι συν τοις άλλοις ψυχίατρος εφήβων και ηλικιωμένων και γνωρίζει καλά και από τις δύο πλευρές την ευαλλότητα της ψυχής.
 
Ο καθηγητής της θεολογικής σχολής του ΑΠΘ Χρυσόστομος Σταμούλης μίλησε τον Δεκέμβριο του 2016 στον  Ιερό Ναό του Αγίου  Ανδρέα (πλ. Αμερικής) με θέμα: Ο Χριστός γεννήθηκε δεν είναι παίξε γέλασε.
 
Σταχυολογώντας μερικά από αυτά που ανέφερε:
« Η εκκλησία, από τη φύση της, είναι ερωτική και αντιεξουσιαστική.   Στον κάθε ξένο πρέπει να βλέπουμε το πρόσωπο του Χριστού.  Το πρόβλημά μας  είναι η  πρόσληψη-κένωση και η έξοδος μας προς την αυτοσυνειδησία του τρόπου μας.   Έχουμε απωλέσει την ερωτικότητα του βίου μας.  Όποιος είναι ερωτευμένος μπορεί να αντιστέκεται, μπορεί να ελπίζει, ενώ ο ανέραστος... Η αγάπη δεν έχει κανένα τέλος, είναι αυτή η οποία μας καλύπτει στο τέλος »

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017


 
Η Ελβετία και οι πόλεις της έχουν συνδεθεί με την ιστορία του Κυπριακού από το 1923, όταν η Τουρκία με τη συνθήκη της Λοζάνης παραιτήθηκε από κάθε απαίτηση στα εδάφη που βρίσκονταν έξω από τα σύνορα που καθόριζε η συνθήκη και αναγνώρισε την προσάρτηση της Κύπρου στη Βρετανία. Στη Ζυρίχη 36 χρόνια αργότερα, το Φεβρουάριο του 1959, οι συνομιλίες των Κων. Καραμανλή και Α. Μεντερές έθεσαν τα θεμέλια για τη συμφωνία της ανεξαρτησίας της Κύπρου, που επιβεβαιώθηκε στο Λονδίνο λίγες ημέρες αργότερα από τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα, την Τουρκία και τις ηγεσίες των Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου.
Η Γενεύη, ευρωπαϊκή έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, έχει συνδεθεί με δραματικές ώρες της διπλωματικής ιστορίας του Κυπριακού. Στις 25 Ιουλίου 1974 μετά την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, την απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στο Πέντε Μίλι και την κατάληψη της Κερύνειας (22 Ιουλίου 1974) άρχισαν στη Γενεύη συνομιλίες για το Κυπριακό. Στην τριμερή διάσκεψη, που φιλοξενήθηκε στο «Μέγαρο (ή Παλάτι) των Εθνών”, μετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, Τζ. Κάλαχαν, Γ. Μαύρος και Τ. Γκιουνές. Είχε μεσολαβήσει στις 24 Ιουλίου, στον απόηχο της τουρκικής εισβολής και του προηγηθέντος στρατιωτικού πραξικοπήματος εναντίον της κυβέρνησης Μακαρίου (15 Ιουλίου), εκπορευθέντος από το ελληνικό Πεντάγωνο, η πτώση της δικτατορίας και η άφιξη στην Αθήνα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ορκίστηκε πρωθυπουργός και σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Στις 30 Ιουλίου οι συνομιλίες της Γενεύης κατέληξαν σε συμφωνία, που επιβεβαίωνε την αρχική κατάπαυση του πυρός (22 Ιουλίου), όριζε τη μη επέκταση των ζωνών που κατείχαν οι δύο αντίπαλοι και την αποφυγή κάθε νεότερης στρατιωτικής ενέργειας και τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας” υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών. Τέλος συμφωνήθηκε η έναρξη νέου γύρου συνομιλιών, στις 8 Αυγούστου, και πάλι στη Γενεύη, με τη συμμετοχή και των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, για την αποκατάσταση της ειρήνης και «την επανεγκαθίδρυσιν συνταγματικής κυβερνήσεως εις την Κύπρον”.
Στην πράξη, υπογραμμίζοντας εμφατικά την αδυναμία τόσο του ΟΗΕ όσο και των δύο άλλων «εγγυητριών δυνάμεων” (Βρετανίας και Ελλάδας) να επιβάλουν τα συμφωνηθέντα στη Γενεύη και παρά την κατάπαυση του πυρός, ο τουρκικός στρατός συνέχισε την προέλασή του με αποκορύφωμα την κατάληψη ύστερα από φονικές μάχες των μεγάλων κωμοπόλεων της επαρχίας Κερύνειας, Λαπήθου και Καραβά.
 
Παρά την κραυγαλέα τουρκική παρασπονδία στις 8 - 14 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η δεύτερη φάση της διάσκεψης της Γενεύης, την ίδια ώρα (9 Αυγούστου) που στις Ηνωμένες Πολιτείες ο πρόεδρος Νίξον υπέβαλε την παραίτησή του εξαιτίας του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Της ελληνοκυπριακής αντιπροσωπείας ηγούταν ο προεδρεύων της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης (ανέλαβε τη διακυβέρνηση μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Σαμψών, που επέβαλε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου) και της τουρκοκυπριακής ο Ραούφ Ντενκτάς. Οι συνομιλίες τελικά οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο εξαιτίας της τουρκικής προκλητικής αδιαλλαξίας. Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Γκιουνές απαίτησε να δοθεί στους Τουρκοκύπριους και στον έλεγχο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων ποσοστό 34% του κυπριακού εδάφους με τη μορφή καντονίων. Μάλιστα ζήτησε να δοθεί απάντηση στην εξωφρενική του απαίτηση μέσα σε 36 ώρες. Το τουρκικό τελεσίγραφο αρνήθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, η Ελλάδα και η Κύπρος, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η τουρκική στάση εξόργισε και το βρετανό υπουργό Εξωτερικών Τζ. Κάλαχαν, ο οποίος σε μία πρωτοφανή για τη βρετανική στάση στο Κυπριακό αντίδραση προέβη σε σκληρές δηλώσεις εναντίον της Τουρκίας. Όπως τόνισε, «μία συμφωνία με την δύναμιν των όπλων είναι απλώς ένα κομμάτι χαρτί. Τώρα η νήσος είναι αιχμάλωτος των τουρκικών στρατευμάτων. Προσέξατε όμως μήπως τα τουρκικά στρατεύματα μεταβληθούν εις αιχμαλώτους της νήσου”. Στην Κύπρο τις επόμενες ώρες, και ενώ είχε αρχίσει η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, μεγαλύτερη αίσθηση στον άμαχο πληθυσμό προκάλεσαν, όπως και στιγμιαία αισιοδοξία για την ελλαδική συμπαράσταση, που έμελλε να διαψευστεί άμεσα και τραγικά, οι δηλώσεις του έλληνα υπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Μαύρου, ο οποίος χαρακτήρισε ατιμωτικές τις τουρκικές προτάσεις, σπεύδοντας να προσθέσει ότι «η Ελλάς προτιμά τον πόλεμον από την ατίμωσιν”… Υπερβολικές δηλώσεις, που αποδείχθηκαν κούφια λόγια.
 
Η τουρκική μαξιμαλιστική στάση ήταν προσχεδιασμένη, αφού αμέσως μετά την κατάρρευση των συνομιλιών της Γενεύης οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, ενισχυμένες στο μεταξύ σε άνδρες, οπλισμό και πολεμικά μέσα, εξαπέλυσαν το δεύτερο γύρο της τουρκικής εισβολής (14 - 16 Αυγούστου). Τα τουρκικά στρατεύματα ολοκλήρωσαν την κατάληψη της οροσειράς του Πενταδακτύλου και προέλασαν με τεθωρακισμένα στην πεδιάδα της Μεσαορίας, εγκλωβίζοντας χιλιάδες Έλληνες στην περιοχή της Καρπασίας. Κατάφεραν εύκολα, παρά την απεγνωσμένη άμυνα μεμονωμένων ελληνικών τμημάτων, να φτάσουν και να εισέλθουν στην Αμμόχωστο, που είχε εγκαταλειφθεί μέσα σε συνθήκες πανικού τόσο από την Εθνική Φρουρά όσο και από τους κατοίκους της. Στα δυτικά κατελήφθησαν η Μόρφου και χωριά της περιοχής Ανατολικής Τηλλυρίας. Στη Λευκωσία η ηρωική άμυνα της ΕΛΔΥΚ και μονάδων της Εθνικής Φρουράς έσωσε την τιμή των ελληνικών όπλων αλλά και την κυπριακή πρωτεύουσα. Το πέρας της τουρκικής εισβολής είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη και την κατοχή από τότε του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήταν από στρατιωτική άποψη η κορύφωση των εγκληματικών λαθών και παραλείψεων που προκάλεσε το πραξικόπημα μιας ομάδας επίορκων ελλήνων αξιωματικών, που ηγούνταν της ελληνικής δικτατορίας, οι οποίοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να προστατεύσουν την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Ελλάδα στη μεταβατική περίοδο για την αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν μπόρεσε και πάλι να συμπαρασταθεί στην αμυνόμενη Κύπρο ούτε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της «εγγυήτριας δύναμης”. Μόνη αντίδραση για την τιμή των όπλων και τις εντυπώσεις ήταν η ανακοίνωση της αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (14 Αυγούστου). Αντίστοιχα ούτε η άλλη «εγγυήτρια δύναμη”, η Βρετανία, παρά τις σκληρές δηλώσεις του Κάλαχαν στη Γενεύη είχε τη διάθεση να αναλάβει στρατιωτική δράση, για να ανακόψει την τουρκική προέλαση στην Κύπρο.
Πιο σημαντική πρώιμη εξέλιξη μετά την τουρκική εισβολή στις διπλωματικές διεργασίες για το Κυπριακό ήταν οι δύο συναντήσεις του αρχιεπισκόπου Μακαρίου με τον τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, που κατέληξαν στη «συμφωνία κορυφής” ή «υψηλού επιπέδου” (Βιέννη, 12 Φεβρουαρίου 1977), όπου καταγράφηκαν οι τέσσερις βασικοί άξονες επίλυσης του προβλήματος, με πιο σημαντικό την οδυνηρή αποδοχή από την ελληνοκυπριακή πλευρά του ομοσπονδιακού συστήματος διακυβέρνησης. Ήταν το αποτέλεσμα της έντονης αμερικανικής ανάμειξης στο Κυπριακό, που προέκυπτε και από την ανάγκη να προβληθεί μία εικόνα «διαλλακτικότητας” της Τουρκίας, ώστε να πειστεί το Κογκρέσο των ΗΠΑ να άρει το εμπάργκο πώλησης όπλων προς την κατοχική δύναμη, που είχε επιβληθεί τον Οκτώβριο του 1974 μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ακολούθησε σειρά άλλων παρεμβάσεων και σχεδίων, με πρώτο το «αμερικανοβρετανοκαναδικό σχέδιο” του 1978 και μία νέα μακρά σειρά «διακοινοτικών συνομιλιών” (έχουν αρχίσει από το 1968). Το Νοέμβριο του 1983 ο Ντενκτάς ανακήρυξε τα κατεχόμενα ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”, ενέργεια που παρά τη διεθνή κατακραυγή έσπευσε να επιβραβεύσει η Τουρκία με την άμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε και παρά τη διάθεση για «εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης” στο Κυπριακό, όπως επιβάλλει και σειρά ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αυτή δεν έχει βρεθεί. Αντίθετα η μετριοπαθής στάση και οι συνεχείς υποχωρήσεις των περισσότερων κυβερνήσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτέλεσμα πολλές φορές αφόρητων πιέσεων του αμερικανικού παράγοντα στον αδύναμο των συνομιλιών και του ζητήματος, αντιμετωπίζουν τις διαρκείς και αυξανόμενες τουρκικές απαιτήσεις: Με πρώτη την απαίτηση του Ντενκτάς για «ισοτιμία των δύο κοινοτήτων” ή «πολιτική ισότητα”, όπως εξελίχθηκε στο μεταξύ, σειρά υπερβολικών τουρκικών αξιώσεων τίθενται συνεχώς στο τραπέζι με πιο πρόσφατες την «εκ περιτροπής προεδρία”, την παραμονή μεγάλου αριθμού παράνομων εποίκων και εσχάτως την παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων και των «εγγυήσεων”. Παράλληλα κύριος στόχος της τουρκικής στρατηγικής παραμένουν ειδικά επί Ερντογάν και μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση η υποβάθμιση και η υπόσκαψη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με αυτήν την προϊστορία, με τη σημερινή κατάσταση στην Τουρκία, την ακατάσχετη επιθετική εθνικιστική ρητορική του Ερντογάν και την αδυναμία του Μουσταφά Ακιντζί να αρθρώσει δικό του πολιτικό λόγο, η πληθώρα των εκκρεμούντων ζωτικών πτυχών, που μετατέθηκαν άλυτες διά της «εποικοδομητικής ασάφειας” στο μέλλον, δεν βλέπω το λόγο οι πολίτες στην Κύπρο, οι πρώτοι και πιο ειλικρινείς υποστηρικτές της λύσης του Κυπριακού, να είναι αισιόδοξοι με τη «νέα Γενεύη”. Αντίθετα υπάρχουν πολλοί λόγοι, για να είμαστε ανήσυχοι...


«Εισπνέουμε Θεό, εκπνέουμε Αγάπη»
«Πρέπει ο Χριστιανός, ακόμη και όταν έχει κάνει πάντα τα διατεταγμένα, πάσαν δικαιοσύνην, να θεωρεί ότι δεν έχει κάνει τίποτε. Ο άνθρωπος που συνέλαβε αυτή την αλήθεια είναι ο όντως ταπεινός. Δεν κρίνει τους άλλους».
(άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος)
 
 Όταν πρόκειται για την προσευχή, η ταπείνωση είναι η μόνη σίγουρη αφετηρία, και η αγάπη το μόνο σημείο του ώριμου καρπού της. Η προσευχή είναι ουσιαστική για τη ζωή, σχεδόν αναγκαιότητα. Ωστόσο χάνεται εύκολα στην προσπάθειά μας να ανακαλύψουμε κάτι θεαματικό. Ευτυχώς εγείρονται δυσκολίες για να μας ξυπνούν απ’ τις ονειροπολήσεις μας και να μας προσγειώνουν εκεί απ’ όπου ο δρόμος αρχίζει. Στην καρδιά μας μέσα είναι που πρέπει να αντιμετωπίσουμε την τακτοποιημένη ζωή μας και να «ανάψουμε το πυρ μέσα μας με δάκρυα και αγώνα»[1]. Τον αγώνα να παραμένουμε παρόντες ταυτόχρονα στη ζωή μας και ενώπιον του Χριστού, να δεχόμαστε όλους και το κάθε τι σ’ αυτήν, ως μαρτυρία της αόρατης παρουσίας του Θεού, να ποια είναι η παράδοξη ουσία της προσευχής. Θεολόγος είναι αυτός που προσεύχεται και προσεύχεται αληθώς μόνον αν η προσευχή σαρκώνεται σε αγάπη που φανερώνεται στην καθημερινή ζωή.
 
Κάποτε μια νηπιαγωγός μιλώντας μπροστά σε ένα πλήθος ποιμαντικών συμβούλων είπε: «Εισπνέουμε Θεό και εκπνέουμε αγάπη. Τόσο απλά». Η προσευχή είναι αναπνοή, αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Βαθειά, μέχρι τα κυτταρικά μιτοχόνδρια και τη ζωτική ενέργεια κάθε ζωντανού όντος, είμαστε προσευχή. Είμαστε ζωή που πάλλει από ενέργεια και κίνηση, που αποκτά αυτεπίγνωση. Είμαστε πλάσματα καμωμένα κατ’ εικόνα Θεού, βασίλειον ιεράτευμα, προσκεκλημένοι σε μια αιώνια αναφορά[2] στον βωμό της καρδιάς, ενδεδυμένοι με τη δυνατότητα να αναδεχόμαστε όλη τη δημιουργία στις καρδιές μας, με ευγνωμοσύνη να αντιπροσφέρουμε στον Θεό ό,τι μας έχει δοθεί, πριν το δεχθούμε πίσω πλουτισμένο με το μόνο ουσιαστικό συστατικό που αποδεικνύεται παράγων μεταμόρφωσης∙ με το πιο ανθρώπινο ίσως στοιχείο απ’ όλα, τον άρτο της ύπαρξής μας –την προσωπική μας ευγνωμοσύνη – την Ευχαριστία μας. Γράφει ο Γέρων Αιμιλιανός,
 
Εντεύθεν η ζωή μας μετετέθη ήδη στον ουρανό και γίναμε ναός εκεί επάνω […]. Από μέσα μας βγαίνει ο Θεός, η ενδοτάτη αυτή ψυχή, ένδον του σώματός μας. Ο Υιός μετά την σάρκωσή του, σύγκειται εν ημίν, είναι μέσα μας – διότι εμείς είμαστε ναός του, εμείς είμαστε το σώμα του – ο δε Πατήρ συμπεριπατεί μετά του Υιού και μεθ’ ημών. […] Γιατί λοιπόν αναρωτιόμαστε εάν βρήκαμε τον Παράδεισο; Εμείς είμαστε ο Παράδεισος! Δεν μας έδωσε κάποιον παράδεισο ο Θεός, ώστε να χρειάζεται να τον βρούμε. Έκανε εμάς παράδεισο![3]
 
Το κοινωνείν «αξίως»[4] περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από απλή κατάποση άρτου και οίνου. Η ωρίμανση του ανθρώπου, μακράν του να είναι απλώς βιολογική εκδίπλωση και ψυχολογική διαδικασία κοινωνικοποίησης, ικανοποίησης των ορέξεων, ψυχαγωγίας και ανακάλυψης, έχει να κάνει με την επίγνωση του Δημιουργού και Ποιητού της ζωής - όχι μόνο διανοητικά, αλλά οντολογικά μέσα στην καρδιά «άνωθεν» - και με την υπαρξιακή βίωση του κόσμου. Καταμεσής στην πάλη ανάμεσα στον κτιστό αυτό κόσμο και στις νύξεις του ακτίστου, κάνουμε τις επιλογές μας. «Τήν ζωήν καί τόν θάνατον δέδωκα πρό προσώπου ἡμῶν, τήν εὐλογίαν καί τήν κατάραν∙ ἔκλεξαι τήν ζωήν σύ, ἵνα ζήσης σύ καί τό σπέρμα σου»[5]. Μπορεί να επιζητούμε το «γεννηθήτω τό θέλημά σου» μπορεί και όχι. Όπως και να ‘χει, αληθεύει ότι Εγώ είμαι επειδή Συ είσαι. Αλίμονο στον άνδρα ή στη γυναίκα που δεν το συνειδητοποιεί. Ο Πειραστής αρνείται στους ανθρώπους τη δυνατότητα να ζουν συνειδητά ανάμεσα στους δύο κόσμους και να είναι κληρονόμοι της αιώνιας βασιλείας. Αντιθέτως προτείνει, όπως έκανε και με τον Αδάμ και την Εύα στον Κήπο, να βρίσκουν οι άνθρωποι το πλήρωμα και τον θείον προορισμό τους να γίνουν «ὠσεί θεοί», δια του ιδίου θελήματος.  Αυτό οδηγεί στην τυφλότητα του να θεωρούμε ότι αυτό που μας καθορίζει πλήρως είναι απλώς οι ορέξεις, η βιολογική πείνα και ο λόγος –«άνθρωποι χωρίς στήθη», όπως τόσο περιγραφικά απέδωσε ο C.S. Lewisτην χωρίς καρδιά, πεσμένη συνθήκη μας. OΙησούς ανταποκρίθηκε στην προτροπή αυτή με τον λόγο, «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται άνθρωπος»[6] αλλά μόνον από τη ζωή που πηγάζει δια της Κοινωνίας με τον Άγιο Άλλον.
 
Η ανταπόκριση που ο Θεός ζητά από την ανθρωπότητα δεν είναι απλώς μια απάντηση προκαθορισμένη από το γεγονός ότι έχουμε δημιουργηθεί, αλλά όπως ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος εξηγεί, σχολιάζοντας τη θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, ο Θεός ζητά «έναν αποκριτικό διά-λογο, που από την πλευρά του κτίσματος εκφράζεται ως φυσικό θέλημα, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απάντηση του κτίσματος στην προσκαλούσα έλξη που ο Θεός ασκεί επάνω του δια του λόγου/θελήματός του»[7]. Με άλλα λόγια, η προσωπική μας ανταπόκριση στην άκτιστη θεία ζωή στη διάρκεια της ζωής μας, είναι αυτό που ολοκληρώνει την καθ’ ομοίωσιν του Θεού διαμόρφωσή μας. Με τον τρόπο αυτό, το θείο θέλημα εκφράζεται δια της ίδιας της κτίσεως από την καρδιά του ανθρώπου, φωτίζοντας και μεταμορφώνοντας στην πορεία και τους δύο. Ο π. Δημήτριος Στανιλοάε υποδεικνύει την αμοιβαιότητα αυτής της ανταλλαγής η οποία όντως πνευματοποιεί τον κόσμο αντί να τον από-ιεροποιεί ως εμπόρευμα.
 
Ο Θεός δημιουργεί ελεύθερα τον κόσμο για να τον κάνει πνευματικό και διαφανή για τον εαυτό του … δια της μεσολαβήσεως του ανθρώπου, στο βαθμό που ακριβώς δια του ανθρώπου εισήγαγε ο Θεός το ελεύθερο πνεύμα μέσα στον κόσμο. Δια του ανθρωπίνου πνεύματος που εισήχθη στον κόσμο, το θείο Πνεύμα το ίδιο εργἀζεται για να επιφέρει την πνευματικοποίηση του κόσμου δια της ενεργείας του μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, και κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο, δια της σαρκώσεώς του ως ανθρώπου[8].
 
Η πνοή του Θεού δημιουργεί τον άνθρωπο, αλλά είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος που γίνεται Ευχαριστία, Εκείνος που αληθινά τρέφει την ανθρώπινη ύπαρξη.  Η γνώση που απορρέει από την συνάντηση μαζί Του μας μεταμορφώνει. Χωρίς αυτή την τροφή δεν είμαστε ακόμη εντελώς ζωντανοί, αλλά κουφοί, βουβοί, τυφλοί, παράλυτοι και δαιμονοκρατούμενοι, όπως φαίνεται στα Ευαγγέλια, ενώ, μέσα στην αφέλεια και υπερηφάνειά μας, νομίζουμε ότι έχουμε φωτιστεί και είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Η στάση αυτή οφείλεται στο ότι δεν έχουμε βάλει ούτε καν αρχή μετανοίας. Ο φωτισμός του σκοτισμένου νου μας και η αντικατάσταση της πέτρινης καρδιάς μας με καρδιά σάρκινη δεν έχει ακόμη αρχίσει. Κάτι ακόμη χρειάζεται από μέρους μας εκτός από την διανοητική αυτή συγκατάθεση ή έστω τον συναισθηματικό ζήλο, και αυτό είναι η Κοινωνία με το Άγιο. Αυτό δεν μπορούμε να το βρούμε απλώς συγκεντρώνοντας πληροφορίες από τη μελέτη βιβλίων ή μόνο με τους ασκητικούς σωματικούς κόπους. Η κοινωνία περιλαμβάνει τη διακινδύνευση της προσωπικής συνάντησης και όλα όσα συνεπάγεται μια αυθεντική δεκτική συνάντηση με έναν «άλλον».
 
Ο πιστός, ο οποίος κινείται μέσα στο πεδίο της υπερφυσικής γνώσης, της «γνώσης» του Ακτίστου, δεν καλείται να μάθει κάτι μεταφυσικά ή να το αποδεχθεί λογικά, αλλά να «υποστεί» κάτι, κοινωνώντας με αυτό [η έμφαση δική μου][9].
 
Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει. Ενώπιος ενωπίω με την συγκατάβαση του Θεού εν τω προσώπω του Αναστημένου Χριστού, αρχίζω να αντιλαμβάνομαι ότι δεν είμαι απλώς ένας αμαρτωλός, αλλά, χωρισμένος από Αυτόν,  έχω γίνει ο ίδιος ο θάνατος. Αν δεν με καλέσει ο Θεός στη ζωή, είμαι μη-ύπαρξη. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου»[10]. Με τη μετάνοια ανατέλλει η αναγνώριση του απερινόητου χάσματος που χωρίζει τον Θεό από τον άνθρωπο. Ή, κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, «όποιος γνώρισε τον εαυτό του», κατ’ αυτόν τον τρόπο, «είναι ανώτερος από εκείνον που ανασταίνει νεκρούς». Μιλώντας με παραβολές, ο Ιησούς είπε το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο. «Ὅταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα ὑμῖν», όταν φθάσετε στη στιγμή που θα αντικρίσετε τον ζωντανό Θεό, «λέγετε ὄτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν»[11]. Η απλή αυτή δήλωση προκαλεί σύγχυση στον υπερήφανο. Μπερδεύει,  απογοητεύει και καταθλίβει την αυθάδεια του πλάσματος κατά τρόπο ανάλογο με την αυτοδυναμία που προκύπτει από την αποτυχία μας να πλησιάσουμε τον Θεό στο μεθόριο της ανθρώπινης αυτάρκειας. «Ο άνθρωπος που αυτοπροσδιορίζεται, ανεξαρτήτως της σχέσης του με τον Θεό η οποία είναι εγγεγραμμένη στην ίδια τη φύση του, είναι ένας μη-άνθρωπος. Δεν υπάρχει αυτό που λέμε αμιγής ανθρώπινη φύση∙ ο άνθρωπος ή είναι ανθρωπο-θεός ή αλλιώς δεν υπάρχει»[12]. Hταπείνωση στην πιο ακραία της έκφραση είναι ο μόνος δυνατός δρόμος δια του οποίου πλησιάζεται ο Θεός και πάλι, αυτό είναι δυνατόν μόνον εν Χριστώ, ο Οποίος είναι η άκρα ταπείνωση και συγκατάβαση του Θεού. Ο Χριστός αδειάζει τον εαυτό Του για να γεμίσει εμάς με την ζωή Του. Ο πατήρ Αρσένιος Papacioc, ένας από τους πιο σεβαστούς Ρουμάνους γέροντες, υπέδειξε ότι η ταπείνωση είναι γνήσια μόνον όταν είναι παρών ο Χριστός[13]. Αυτό ισχύει για όλες τις αρετές, επειδή ο Χριστός είναι η ζωή ημών. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος μπορεί να πει, «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δ’ἐν ἐμοί Χριστός»[14]. Όταν το επίχρισμα της υπερηφάνειας και ο εφησυχασμός του αυτό-χορτασμού απομακρυνθούν από τον οφθαλμό της καρδιάς μου, ξέρω ότι δεν είμαι παρά σποδός που κλήθηκα στη ζωή από τη θεία πνοή. Επειδή πλάστηκα κατ’ εικόνα Θεού, υπάρχει μέσα μου η δυνατότητα να γεννηθώ «ἄνωθεν»[15] και να εισέλθω στην αιώνια ζωή. Η αιώνια ζωή αποτελεί μια δυνατότητα, δεν είναι εγγυημένη. Ο Θεός είναι πάντα πρόθυμος, προσφέρει τον Εαυτό Του με την ελπίδα ότι θα θελήσουμε να ανταποκριθούμε στις δυνατότητες που μας ανοίγονται δια της Κοινωνίας μαζί Του. Εν Χριστώ, πρότεινε γάμο στην ανθρωπότητα, από καθαρή αγάπη, και περιμένει την απάντησή μας. Είμαστε πλάσματα μοναδικά κεκλημένα να γευθούμε την αιώνια Ευχαριστιακή χαρά του να μην είμαστε ποτέ πλήρεις αφ’ εαυτών και μόνο, αλλά μόνο όταν εισπνέουμε τη θεία Χάρη και εκπνέουμε ευγνωμοσύνη και ζωή. Είμαστε καμωμένοι για την αγάπη και την κοινωνία.
 
Ο δρόμος για να γίνουμε ο εαυτός μας, για να γίνουμε πρόσωπα καθ’ ομοίωσιν Ιησού Χριστού, είναι το πολυτιμότερο απ’ όλα τα δώρα∙ η ελευθερία να αγαπώμαστε και να αγαπούμε. Hθεολογία είναι αγάπη που πηγάζει από την προσευχή και προσκαλεί σε περισσότερη προσευχή. Η θεία πνοή σαρκώνεται στη ζωή μας με την ελεύθερη υπακοή μας και αυτό οδηγεί σε ακόμη περισσότερη αγάπη. Σ’ εκείνους που δέχονται αυτό που τους δόθηκε και το ζουν υπαρξιακά εν υπακοή, δίδονται ακόμη περισσότερα. Τοταξίδιείναιπράγματιπολύαπλό, καθόλου, όμως, εύκολο.
 
Ο Προτεστάντης μεταρρυθμιστής Μαρτίνος Λούθηρος απηχούσε την νοοτροπία των αγίων μαρτύρων όταν παρατηρούσε ότι, «Εκείνος που ζει, ή μάλλον πεθαίνει γινόμενος κατάρα, εκείνος είναι θεολόγος, όχι όποιος κατανοεί, μελετά ή διατυπώνει θεωρίες»[16]. Η Χριστιανική πίστη δεν είναι φιλοσοφία της πολυθρόνας. Η αγάπη είναι σχολείο έμπονης προσευχής και η προσευχή είναι σχολείο αγάπης. Από τον αγώνα να προσευχηθούμε και να αγαπήσουμε προχωρούμε όλο και βαθύτερα στα ενδότερα της μετανοίας, δεχόμαστε το συγκλονιστικό, επαναλαμβανόμενο δώρο της συγχώρησης και το έλαιο του ελέους αρχίζει να ρέει από μια συντριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά που προσφέρεται για να ζήσει ο κόσμος, ακριβώς όπως κάνει και ο Χριστός. Πέρα απ’ αυτό το θεραπευτικό μύρο που ρέει από τη συντριβή της καρδιάς που αγωνίζεται και μετανοεί και που σιγά σιγά αντικαθιστά την λίθινη καρδιά με «καρδίαν σαρκίνην» που είναι ο ίδιος ο Χριστός, όλα τα λόγια περί προσευχής ή οι οδηγίες για Χριστιανική ζωή είναι απλώς άστοχα. Είμαστε σωματικά όντα. Είμαστε όμως και ο σαρκωμένος  Λόγος του Θεού. Καλούμαστε να ζήσουμε εν σαρκί και αυτή η σάρκα μας βιώνει τον αγώνα που μας μεταμορφώνει στο καθ’ ομοίωσιν με τον Χριστό, ο οποίος είναι ο Νυμφίος των ψυχών και των σωμάτων μας.
 
Με αυτά κατά νουν, και καθώς το θέμα μας είναι η προσευχή, θα ήθελα να πω προληπτικά δύο πράγματα. Το πρώτο είναι μια απόκρυφη ιστορία που έτυχε να διαβάσω πριν από πολλά χρόνια: Πορεύεται ένας γέροντας στην έρημο, πηγαίνοντας από τη μια σκήτη στην άλλη, όταν βλέπει ένα γέρο αγρότη να χύνει έναν κάδο με γάλα στη σχισμή ενός βράχου στην άκρη της ερήμου. Παραξενεμένος, ρωτά τον γέρο γιατί σπαταλά έτσι το γάλα του.
 
«Μπα, όχι», του απαντά ο αγρότης, «καθόλου δεν το σπαταλώ. Αυτό το κάνω δεκάδες χρόνια τώρα και είναι χαρά μου να φέρνω το πρωτόγαλα απ’τα ζώα μου και να το προσφέρω στον Κύριο. Το χύνω στη μικρή σχισμή του βράχου και μέχρι το βράδυ που έρχομαι και πάλι εδώ να προσευχηθώ έχει εξαφανιστεί. Χρόνια τώρα έτσι κάνω».
 
Ο μοναχός χαμογέλασε, κούνησε λυπημένος το κεφάλι και είπε στο γερο βοσκό, «Ο Θεός είναι Πνεύμα. Δεν πίνει γάλα. Τον λατρεύουμε εν πνεύματι και αληθεία».
 
Ο γέρος, που δεν ήξερε να διαβάζει, είχε όμως μεγάλο σεβασμό για τους μοναχούς και για τις Γραφές, άκουσε με προσοχή και αποφάσισε να πάει ο ίδιος να δει. Την άλλη μέρα το πρωί, αφού πρώτα έχυσε το γάλα, ο αγρότης στάθηκε παράμερα, πίσω από ένα δέντρο και είδε τρία μικρά αλεπουδάκια πίσω απ’ τη μάνα τους να βγαίνουν απ’ την κουφάλα του βράχου και να ρουφούν το γάλα. Ταπεινωμένος απ’ αυτό που είδε, και απογοητευμένος, ο γέρο αγρότης πήρε το δοχείο του και γύρισε στο σπίτι του σκεπτικός.
Εν τω μεταξύ, ο μοναχός συνέχισε το δρόμο του, προσευχόμενος νοερά∙  πότε πότε  έκανε μια στάση,  για να διαβάζει κάτι πνευματικό. Πέρασαν μέρες και μέσα στην ησυχία, άκουσε μια γνώριμη φωνή. «Ναι, Κύριε, σε ακούω».
 
«Έχειςδίκιο,πάτερ. Είμαι Πνεύμα και δεν πίνω γάλα. Αλλά κάνεις τόσο μα τόσο λάθος. Τώρα όλες οι μικρές μου αλεπούδες πεθαίνουν της πείνας και ο γέρο βοσκός τα ‘χει χαμένα, γιατί δεν ξέρει πια πώς να με λατρεύσει με απλότητα και χαρά, όπως κάνει χρόνια τώρα». Αναλαμβάνοντας να διδάξουμε και να κρίνουμε τους άλλους σε θέματα καρδιάς, χωρίς πρώτα να γνωρίσουμε καλά τις μοναδικές συνθήκες του καθενός, εξασφαλίζουμε την καταστροφή. Το να αφουγκραζόμαστε προσεκτικά και να επιφυλάσσουμε συμπάθεια και ενδιαφέρον για κάποιον είναι καρπός ταπείνωσης που προκύπτει από τη μετάνοια για τις δικές μας επανειλημμένες αποτυχίες και ανθρώπινες αδυναμίες. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον το έδειξε Εκείνος που σήκωσε μέχρι θανάτου όλο τον πόνο και την ανημποριά του ανθρώπου. Μόνον Εκείνος καταλαβαίνει αρκετά τον άνθρωπο ώστε να τον διδάξει και να τον κρίνει και το έλεός Του μένει εις τον αιώνα. 
 
Ό,τι κι αν πω για την προσευχή, δεν θέλω να έχει το αποτέλεσμα των λόγων του Μωυσή στον γεροβοσκό. Πρέπει να θυμόμαστε ότι το Άγιο Πνεύμα μας οδηγεί να λατρεύουμε με τρόπους που προκαλούν έκπληξη και ότι ο διαχωρισμός των ζιζανίων από τα στάχυα είναι δουλειά διακριτικού πνευματικού πατέρα. Αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για να κάνουμε «ό,τι μας κατέβει», αλλά μάλλον μια επισήμανση για να θυμόμαστε ότι μόνο το Άγιο Πνεύμα σε μια καθαρή πιστεύουσα καρδιά μπορεί να δείξει πώς να προσεύχεται. Το Πνεύμα είναι και αγάπη και όπου η αγάπη συνοδεύει την πίστη, ο δρόμος είναι εύκολος. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολλές και χρήσιμες οδηγίες για το πώς να προετοιμάζουμε την οδό της προσευχής. Είναι η ψαλμωδία, οι παραδοσιακές προσευχές της Εκκλησίας, οι μετάνοιες, η νηστεία, η ησυχία, η συγκέντρωση της προσευχής και πολλά άλλα. Αν δοκιμάσουμε όλα τα παραπάνω με μιας, θα εξαντληθούμε και θα οδηγηθούμε σε πνευματική δυσπεψία. Αν δεν υπάρχει πνευματικός πατέρας ή μητέρα για να μας οδηγήσει, τότε ο καθένας μας πρέπει να κάνει την προσπάθειά του, χωρίς ποτέ να ξεχνά ότι η ουσία όλων αυτών παραμένει η αγάπη και όχι με την έννοια ότι εμείς αγαπούμε τον Θεό, αλλά ως πεποίθηση ότι «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς»[17]. Αυτό μας συμβουλεύει και ο άγιος Πορφύριος όταν λέει, «Σημασία στην προσευχή έχει όχι η χρονική διάρκεια αλλά η ένταση. Να προσεύχεστε έστω και πέντε λεπτά, αλλά δοσμένα στον Θεό με θέρμη και λαχτάρα. Μπορεί ένας μία νύχτα ολόκληρη να προσεύχεται κι ο άλλος μονάχα πέντε λεπτά κι αυτή η προσευχή των πέντε λεπτών να είναι ανώτερη». Μυστήριο είναι αυτό βέβαια, αλλά έτσι είναι»[18].
 
Η δεύτερη ιστορία που θέλω να έχουμε κατά νουν καθώς αρχίζουμε τον λόγο περί προσευχής, συνέβη όταν ήμουν στην Ελλάδα και επισκέφθηκα την Ιερά Μονή Καρέα, ένα γυναικείο μοναστήρι στην Αθήνα. Είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με την Μητέρα Φιλοθέη και κάποια στιγμή τη ρώτησα: «Ποια είναι η πράξη για την οποία είμαστε υπεύθυνοι ως άνθρωποι κατά την προσευχή;» Πιέζοντάς την διακριτικά από κάθε πλευρά, προσπαθούσα να εκμαιεύσω μια πολύ συγκεκριμένη και πρακτική απάντηση. Είπε κάτι που είχα ακούσει πάμπολλες φορές, αλλά τούτη τη φορά γλίστρησε μέσα στην καρδιά μου και μού έφερε δάκρυα στα μάτια. «Εκείνος έρχεται σ’ εμάς», είπε. Μα βέβαια! Εκείνος έρχεται σ’ εμάς… Τι αποκάλυψη και τι αντιστροφή στόχου, να δίνουμε σημασία στις δικές μας ενέργειες αντί να Τον ευγνωμονούμε για τις δικές Του! Η απάντησή της ήταν σαν ένα ποτήρι κρύο νερό που έχυσαν σε κάποιο κουρασμένο μέρος της καρδιάς μου, η οποία το δέχθηκε αμέσως κάτω από την διανοητική επίγνωση κι ενώ συνέχιζα να πιέζω.
 
«Αλλά, μητέρα, ακόμη κι αν Εκείνος έρχεται σ’εμάς και χτυπά την πόρτα της καρδιάς, ποια είναι η πράξη για την οποία είμαι εγώ υπεύθυνος για να ανοίξω την πόρτα;» Με απλότητα και ευγενή γλυκύτητα, είπε κάτι ακόμη πιο όμορφο και συναρπαστικό για μένα∙ κάτι που για άλλη μια φορά με έστρεψε προς μια αναγκαία, ωστόσο φευγαλέα, κατεύθυνση κατά την αναζήτηση της άσκησης και της προσευχής. Είπε, «Πρέπει να γίνουμε σαν τον ληστή στον Σταυρό, έτσι ώστε αφού κλείσουν οι θύρες του ουρανού, να μπούμε από κάτω, από τη χαραμάδα, μαζί με τη σκόνη». Ταπείνωση και πάλι. Η καρδιά μου άνοιξε στη Χάρη και με τα ήρεμα λόγια της καινούργια δάκρυα ανάβλυσαν. Η ευγνωμοσύνη και η ειρήνη, για μια στιγμή, απάλυναν το βάρος της φιλαυτίας και του ναρκισσισμού που για άλλη μια φορά αποκάλυψαν στα μάτια μου τα λόγια της γερόντισσας.
 
Ας κρατήσουμε τη σοφία των δύο αυτών ιστοριών ως πλαίσιο, το οποίο στερεώνει τον πολύτιμο λίθο της προσευχής στο κέντρο ενός κοσμήματος καμωμένου από ταπείνωση και αγάπη. Η ταπείνωση είναι σημείο παρουσίας του Χριστού. Το ίδιο και η αγάπη και οι άλλες αρετές. Μόνοι μας δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, έχουμε όμως το προνόμιο να μπαίνουμε στη ζωή δια του Χριστού και όταν το κάνουμε, μπορούμε να γλιστρήσουμε κάτω απ’ την πόρτα, απογυμνωμένοι από όλα τα αποκτήματα που συσσωρεύσαμε προσπαθώντας χρόνια και χρόνια να βρούμε το δρόμο μόνοι μας. Σαν τον πλούσιο νεανίσκο, παλέψαμε να ανοίξουμε δρόμο για την αιωνιότητα τηρώντας με τις δικές μας δυνάμεις τις εντολές και τώρα που ρωτάμε τι ακόμη μας απομένει να κάνουμε, ο Χριστός μας κοιτάζει με αγάπη και με την ελπίδα ότι θα κάνουμε το άλμα της πίστεως που τα αλλάζει όλα. «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, (δηλαδή να γίνεις ο εαυτός σου), ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα … καί δεῦρο ἀκολούθει μοι»[19]. Με άλλα λόγια, άφησε όλη την αυτάρκειά σου, τη ματαιοδοξία και τα προσωπικά επιτεύγματα και ζήσε ελεύθερα, όπως εγώ, δεχόμενος ό,τι ο Θεός δίνει την κάθε στιγμή, με ευγνωμοσύνη, χωρίς να ζητάς περισσότερα. Μπορεί ακόμη και να χύνουμε γάλα στο βράχο, και από άγνοια να προσφέρουμε και να λατρεύουμε με τρόπους που δεν απορρέουν από την ορθότητα της ιερής Παράδοσης, αλλά και πάλι να γλιστρήσουμε κάτω απ’την πόρτα, εξαιτίας του ελέους και της αγαθότητας του Κυρίου που αναζητεί τους χαμένους, που δέχεται τα πιο απίθανα δώρα απ’ τα παιδιά Του και που προσκαλεί τους πιο ανήμπορους και στερημένους αυτού του κόσμου να πάρουν θέση στο τραπέζι της καρδιάς Του.
 
Μας αναπαύει το γεγονός ότι η ταπείνωση του Χριστού είναι τόσο μεγάλη ώστε έρχεται όπου κι αν είμαστε και παίρνει ό,τι κι αν προσφέρουμε, τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια μας, και τα μετατρέπει σε δείπνο σωτηρίας. Ετοιμάζει τράπεζα εξεναντίας των θλιβόντων ημάς και λιπαίνει την κεφαλήν[20] μας μέχρι οι καρδιές μας να ξεχειλίσουν. Ανεξαρτήτως του πού βρισκόμαστε ή με τι ασχολούμαστε, το μόνο που χρειάζεται είναι να στραφούμε προς Αυτόν και θα ανταποκριθεί. «Ο Θεός κρίνει την μετάνοια ανάλογα με το μέγεθος της ταπεινώσεως, όχι των καμάτων»[21].
 
Έτσι, αγαπητέ αναγνώστη, με αυτά τα εισαγωγικά κατά νουν, συγχώρησέ με που ανέλαβα να μιλήσω για την προσευχή και είθε ο Θεός να σε προστατέψει από του να κάνεις την προσευχή ο,τιδήποτε άλλο από εκ βαθέων στεναγμό με πίστη, ελπίδα και αγάπη που οδηγούν σε μετάνοια τόσο βαθειά ώστε ο απόστολος Παύλος να μπορεί να πει: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δ’ ἐν ἐμοί Χριστός» και «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ»[22]. Γιατί ο Χριστός είναι η ζωή μας και δίνει προσοχή και στον μικρότερο στεναγμό των καρδιών μας που παρακινείται από αγάπη γι’ Αυτόν.
 
Σημειώσεις
 
1] Αμμά Συγκλητική.
[2] Αναφορά :Η πράξη αυτή και η στιγμή βρίσκονται στην καρδιά της Θείας Λειτουργίας, όταν ο ιερουργός επικαλείται το Άγιο Πνεύμα να μετουσιώσει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
[3] Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Ζωή εν Πνεύματι, σελ. 313
[4] Πρβλ. Α΄ Κορ. 11:27-30.
[5] Δευτερονόμιον 30:19.
[6] Ματθ. 4:4.
[7] Loudovikos, N, Hell and Heaven, Nature and Person. C. Yannaras, D. Stăniloae and Maximus the Confessor on Holiness: The Sacrament of Surprise, International Journal of Orthodox Theology 5:1 (2014) 0276-2014-1027, p. 17.
[8] Staniloae, D. The Experience of God: Orthodox Dogmatic Theology, Vol. II. The World: Creation and Deification, Brookline, MA: Holy Cross Orthodox Press,p. 81.
[9] Metallinos, G. The Way: An Introduction to the Christian Faith. From Chapter 11 “Faith and Science as a Theological Problem, http://impantokratoros.gr/6072C7D8.en.aspx, downloaded 1-18-2016.
[10] Παροιμίαι 9:10.
[11] Λουκ. 17:10
[12] Jean Claude Larchet, Therapy of Spiritual Illnesses: An Introduction to the Ascetic Tradition of the Orthodox Church. (Kilian Spencer, trans.) Vol. 1, Alexander Press: Montreal, 2012. p. 26
[13] «Όπου δεν είναι παρών ο Χριστός, υπάρχει ψευδο-ταπείνωση» -Αρχιμανδρίτης Αρσένιος (Papacioc)
[14] Γαλάτ. 2:20.
[15] Πρβλ. Ιω. 3:3, «’Αμήν ἀμήν λέγω σοι, ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», όπου το «ἄνωθεν» έχει την έννοια ότι ο άνθρωπος γεννάται από μια νοερή συνάντηση με τις άκτιστες θείες ενέργειες του προσώπου του Θεού, το οποίο είναι πέραν του ανθρώπινου λόγου.
[16] Martin Luthers Werke. Kritische Gesamtausgabe (Weimarer Ausgaber 5:163.28-9).Weimar: Herman Bohlaus Nachfolger.1883-(Η σειρά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί), LW 42:11) παράθεμα μεταφρασμένο από τον Ben Moravitz.
[17] Α΄ Ιωάννου, 4:10.
[18] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, σελ. 277.
[19] Ματθ. 19:21.
[20] Από τον 22ο ψαλμό.
[21] Αγίου Ιωάννου Κλιμακος, 27,9.
[22] Φιλ. 4:13.

+Γεώργιος Παπαθανασίου
Αρχιεπίσκοπος